Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Σε προσκυνώ, γλώσσα, πολλά τα θαύματά σου.
Επί κυμάτων σφοδράς εποχής βαδίζουσα
– ην γαρ ενάντιος της αλαλίας ο άνεμος –
σώα βγήκες στην ακτή και άρθωση εμφύσησες
σε μερικούς τουλάχιστον λόγους κακοποιούς
που εξεβίαζαν την επαφή μας να σιωπά.
Ο Ιησούς είναι ο άνθρωπος της εποχής του, αλλά και ο διαλεχτός της νέκυιας των ποιητών.
Ξεψύχησε κυκλωμένος από τις ίδιες σκέψεις καλιακούδες, που θα είχε κάμει ο καθένας από κείνους τους έξι χιλιάδες δούλους του Σπάρτακου, όταν τους είχε σταυρώσει εκατό χρόνια παλαιότερα ο Κράσσος στο δρόμο από την Καπούη για τη Ρώμη.
ΑΥΝΑΝ ΚΑΙ ΚΑΪΝ
τις γαρ ταύτην όδόν ηγεμονεύσει;
Όλοι οι άντρες είμαστε αυνάνες. Εκείνος ο άντρας που δε δέχεται τούτο το κατηγόρημα είναι ο κατεξοχήν αυνάνας. Αυτός πια είναι που αυνανίζεται με χέρια και καθρέφτες.
Γράφω πάντα πρωί. Γράφω πάντα λυπημένη.
Αισθάνομαι ένα κενό και αυτόματα έρχεται το ποίημα σαν φάρμακο.
Σ’ ένα στενορύμι με κουρασμένα πέτρινα σπίτια καθότανε κείνη, και στ’ αντικρινό κουρελόσπιτο με τη φαγωμένη σκεπή, εγώ.
Ήταν ξανθιά. Πήγαινε στην Τρίτη του σκολειού. Είχε τα χέρια της γιομάτα μελάνια και τα τετράδιά της γιομάτα μηδενικά.
Για την αλήθεια οι πιο πολλές μελανιές του χεριού της ήταν απ’ τη βέργα του δασκάλου παρά απ’ την καλαμαριά της –μα ας είναι…