Άλλος Καραμανλής πριν τη Χούντα κι άλλος μετά;

Άλλος Καραμανλής πριν τη Χούντα κι άλλος μετά;

Στη σκιά της μαύρης επετείου της 21ης Απριλίου, πολλοί ξεχνούν μιαν άλλη επέτειο, αυτής του θανάτου του Κωνσταντίνου Καραμανλή (23 Απριλίου), που για εχθρούς και φίλους, σήμανε την βιολογική κατάληξη ενός τεράστιου κεφαλαίου της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του Καραμανλή έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά, κάτι αναμενόμενο όταν μιλάμε για δεκατρία χρόνια πρωθυπουργίας κι εξήντα συνολικά πολιτικής ζωής.

Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι η κριτική του καραμανλικού έργου, η οποία ουκ ολίγες φορές δομείται πάνω σε ανακρίβειες και βιαστικές αναγνώσεις μερικών παραγράφων Ιστορίας. Μία χαρακτηριστική περίπτωση είναι η περίφημη θεωρία των «δύο Καραμανλήδων» ̇ του αυταρχικού, σκληρού δεξιού προδικτατορικά και του πιο ήπιου, κατασταλαγμένου και δημοκρατικού μεταπολιτευτικά.

Τα ερείσματά της θεωρίας αυτής βρίσκονται στη γιγάντωση του δεξιού παρακράτους την περίοδο 1955-63, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Λαμπράκη, καθώς και στην αδιαμφισβήτητη ύπαρξη αντικομμουνιστικού κλίματος, του οποίου ενορχηστρωτής ήταν μεταξύ άλλων η δεξιά παράταξη που ηγείτο. Πράγματι, την εποχή εκείνη ο Καραμανλής ανέχθηκε επικίνδυνα για τη Δημοκρατία στοιχεία, ενώ δεν έλειψαν μελανές στιγμές όπως η κατάρτιση του αντικομμουνιστικού σχεδίου «Περικλής» (στο οποίο συμμετείχε και ο Γ. Παπαδόπουλος) ή οι εκλογές νοθείας του 1961. Κάπου εδώ όμως διαπράττεται ένα σημαντικό λάθος ερμηνεία.

Αν αξιολογήσει κανείς αυτά τα μεμονωμένα γεγονότα στις συνθήκες του σήμερα εξάγει αναγκαστικά ένα πέρα για πέρα διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό που θα οδηγούσε η ερμηνεία στη βάση των συνθηκών της εποχής. Η μέγιστη αυτή παρανόηση οδηγεί τους επιλεκτικούς μελετητές της Ιστορίας σε ολισθηρά σφάλματα κι επακόλουθες αντιφάσεις.

Για να κατανοήσει κανείς τα όποια γεγονότα πρέπει να γίνει σαφές το κλίμα της εποχής σε δύο επίπεδα: από τη μία, υπήρχε ο δικαιολογημένος κομμουνιστικός φόβος, βασισμένος στην ύπαρξη πρακτόρων εντός της ελληνικής επικράτειας, στην απειλή των σοβιετόφιλων βορείων γειτόνων μας (ο γνωστός «από βορράν κίνδυνος») και, κυρίως, στις εκρηκτικές διαστάσεις του Ψυχρού Πολέμου που επέτασσαν απόλυτη πίστη στη δυτική συμμαχία- άρα κι εξοβελισμό κάθε κομμουνιστικού «σταγονιδίου» ικανού να βλάψει τη στρατηγική επιλογή της Ελλάδας.

Η παραπάνω κατάσταση συνιστά ύψιστο ζήτημα εθνικής ασφάλειας, αν όχι επιβίωσης, κάτι που προφανώς σήμαινε την εποχή εκείνη μιαν αυστηρή αντιμετώπιση του κομμουνισμού σε επίπεδο θεσμικό και πολιτικό (αντιμετώπιση που φυσικά δε νοείται σήμερα).  Εδώ όμως έρχεται να προστεθεί μια σημαντικότατη παράμετρος η οποία και καθόριζε τις εξελίξεις: η ύπαρξη ενός ετερόκλιτου ακροδεξιού δικτύου που δρούσε στο παρασκήνιο, και που αποτελείτο από στρατιωτικούς, συμβούλους του Βασιλιά, στελέχη της CIA κλπ, γνωστό και με το όνομα «παρακράτος».

Το δίκτυο αυτό, σε συνεργασία με τον στρατό, τις ΗΠΑ και το Παλάτι προέκριναν μια εμμονική αντιμετώπιση των κομμουνιστικών στοιχείων, είτε για λόγους διασφάλισης του status quo είτε για λόγους προσωπικής ανέλιξης συγκεκριμένων παραγόντων. Η στάση αυτή έθετε ασφυκτικά περιθώρια στην εκάστοτε ηγεσία, καθώς οι λεπτές ισορροπίες που καθόριζαν τα πολιτικά πράγματα ήταν έτοιμες ανά πάσα στιγμή να ανατραπούν.

Για να το πούμε απλουστευτικά, εκείνη την εποχή περισσότερος εκδημοκρατισμός, άρα μεγαλύτερη ενσωμάτωση της Αριστεράς, σήμαινε πραξικόπημα. Δεν είναι λίγες οι φορές που συνομωτικοί κύκλοι απειλούσαν με δημοκρατική εκτροπή, ενώ η απριλιανή δικτατορία αποτελεί απτή εκδήλωση των παραπάνω απειλών.

Προς επίρρωση των ανωτέρω, αξίζει να αναφερθούν οι κινήσεις δύο προσώπων: πρώτον, αυτές του Γεωργίου Παπανδρέου, του «γέρου της Δημοκρατίας», ο οποίος συντήρησε την παρακρατική μηχανή, δε νομιμοποίησε τους κομμουνιστές και φυσικά αρνήθηκε κάθε επικοινωνία με το νόμιμο κόμμα της Αριστεράς, την ΕΔΑ. Οι κινήσεις αυτές δείχνουν σωφροσύνη κι αντίληψη των πραγματικών κινδύνων που ενείχε η «παλληκαρίσια» στάση, την οποία και κράτησε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η στάση του μετέπειτα πρωθυπουργού αποτελούσε τον βασικό πονοκέφαλο του παρακράτους όπως αποδεικνύουν τα αμερικανικά έγγραφα και έναν από τους βασικούς λόγους επιβολής της δικτατορίας. Η προοπτική ανάληψης της ηγεσίας της Ένωσης Κέντρου από τον νεότερο Παπανδρέου, οι μυστικές επαφές του με την ΕΔΑ και η αφερεγγυότητά του με τους δυτικούς συμμάχους, έφεραν τα τανκς προ των πυλών κι ανάγκασαν τον ίδιο τον πατέρα του να τον διαγράψει από το κόμμα για λίγες ημέρες- στην 21η Απριλίου άλλωστε ξεστόμισε στον Κ. Μητσοτάκη το αλησμόνητο «δες που μας έφερε ο Ανδρέας».

Απέναντι λοιπόν στη στάση της άγνοιας κινδύνου και των αδιέξοδων παλληκαρισμών, ο Καραμανλής, προσπάθησε, παρά το ότι ήταν αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, να επιβάλει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που θα εξασφάλιζαν την βαθμηδόν εγκαθίδρυση μιας ισχυρής Δημοκρατίας στη χώρα, μακριά από τις εκτροπές που εγκυμονούσε η άγαρμπη ρήξη με το παρακράτος. Ενδεικτικά αναφέρονται: κλείσιμο σχεδόν όλων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, παύση των πολιτικών εκτελέσεων, πρόταση τροποποίησης του Συντάγματος του 1952 με σκοπό τον περιορισμό των υπερεξουσιών του Βασιλιά, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, διορισμός της πρώτης γυναίκας Υπουργού στην Κυβέρνηση (Λ. Τσαλδάρη).

Οι παραπάνω προτάσεις φαντάζουν αυτονόητες σήμερα. Για να εγκαθιδρυθούν όμως τότε, χρειάστηκαν πολιτικές συγκρούσεις και τομές ανάλογες της σφοδρότητας των αντιστάσεων. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η γνωστή απέχθεια του ακροδεξιού παρακράτους για τον Καραμανλής (τον οποίον ανέχονταν και ουδόλως αποδέχονταν). Πράγματι, πολλές από τις μεταρρυθμίσεις αυτές, όπως η συνταγματική, δεν κατάφερε να τις ολοκληρώσει. Μπροστά στο διαφαινόμενο εκτροχιασμό ο Καραμανλής αποχώρησε από την πολιτική σκηνή. Στο σημείο αυτό μπορεί να γίνει φυσικά οξεία κριτική. Όχι όμως κριτική για τις υποτιθέμενες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις του. Δεν άλλαξε ο Καραμανλής στα χρόνια της απουσίας του, οι συνθήκες άλλαξαν και του επέτρεψαν να δράσει όπως εξαρχής έκρινε αναγκαίο. Αυτό απάντησε και στον Λεωνίδα Κύρκο όταν του διατύπωσε τη θεωρία των «δύο Καραμανλήδων».