Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Ο Εμπεδοκλής, γύρω στο 435 π.χ., στις πλαγιές της Αίτνας…
Η νύχτα έχει ήδη υπονομευτεί από μέσα. Δεν είναι πλέον απόλυτο το σκοτάδι. Κάτι έχει αλλάξει, δύσκολο να πεις τι. Κανένα περίγραμμα δεν διακρίνεται ακόμα καθαρά. Καμία μορφή, κανένα σχήμα δεν ξεχωρίζει. Κι όμως, το σκοτάδι δεν είναι πια απόλυτο. Σαν να αραίωνε εκείνη τη στιγμή από μέσα, κάνοντας θέση σ’ ένα φως ακόμα απόν, αλλά από δω και πέρα αναμενόμενο. Αυτή την τόσο λεπτή ρήξη, λίγοι άνθρωποι είναι σε θέση να τη διακρίνουν. Ο Εμπεδοκλής, στη στιγμή, ήξερε ότι η μέρα είχε αρχίσει. Θα έπρεπε να δώσει στο βάδισμά του έναν πιο έντονο ρυθμό, για να φτάσει τη στιγμή που πρέπει.
Εισήλθεν εις το κουρείον του εις ιερεύς, του εφρόντισε την γενειάδαν και ότε του εζήτησε τον λογαριασμόν, απεκρίθη: “Τίποτα ,παπούλη μου, για την Εκκλησία, δωρεάν”.
Την επομένην ευρήκε 12 χάρτινες εικονίτσες Αγίων και μίαν ευχαριστήριον επιστολήν εις την είσοδον του κουρείου.
Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.
Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπ᾿ ὅλα μέσα στὴ ζωή.
Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς.
Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ.
Θυμήσου Ιούλιο στη Σαντορίνη
πάνω σου έσκυβα και ήσουν νερό
όπου σ’ αγκάλιασα κάτι έχει μείνει
Χνάρι από μύθο αλλοτινό
Ποιος να μου τόλεγε
ότι σήμερα
θα γράψω αυτό το ποίημα
τόσο μικρό ποίημα
για να γιορτάσω την απουσία σου…
Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο
χωρίς πρόσωπο
χωρίς απορίες
όπου η ψυχή δε ζει παρά μια στιγμή
όπου κάθε στιγμή
χάνεται στο κενό