
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.
Καημός αλήθεια να περνώ, του έρωτα πάλι το στενό
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.
Η προαίσθηση
Είναι το βυθόμετρο της ψυχής
Μες στο μυστήριο,
Το ένστικτο της καρδιάς
Που ερευνά τα σκοτάδια
Του χρόνου.
«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
Νὰ τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!
Ψηλὰ τὸ κυπαρίσσι σὲ καλεῖ.
- Ἔλα, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ χάσεις
μάιδε νὰ θυμηθεῖς καὶ νὰ ξεχάσεις.
Μεσ' στα χαλάσματα σε στοίχειωσε η μιλιά μου
Μα η ματιά μου παραμένει ζωντανή
Δε θέλω να 'μαι ναυαγός στα ψέματά μου
Και η ζωή μου να φαντάζει υπερβολή.
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά
Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.