
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Ήταν ένας νέος ωχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Χειμώνας, κρύωνε.
Τι περιμένεις; του λέω.
Τον άλλον αιώνα, μου λέει.
Η ασεβής επιθυμία μου να σ’ ΑΓΑΠΩ...και αυτά που περιλαμβάνει.
Να ονειρεύομαι μια προχωρημένη ώρα μαζί σου...
Να σφηνώνω ανάμεσα στις νύχτες σου...
Στη Διαγώνιο, λίγο πιο πριν απ’ το φωτογραφείο του Μισέλ, πολλές φορές όταν περνούσα έβλεπα ένα γέρο λερό και λιγδιασμένο, πού κάθονταν κατάχαμα στο πεζοδρόμιο και ζήταγε απ’ τους περαστικούς βοήθεια.
Οι νεαροί της Τσιμισκή, πού έκαναν τη βόλτα τους ως το σημείο εκείνο, φαίνεται ότι ένιωθαν ενοχλημένοι απ’ την παρουσία του-αν δεν του έριχναν καμιά δεκάρα, βλαστήμαγε μέσ’ απ’ τα δόντια του-κι έτσι τερμάτιζαν τη βόλτα τους στου Γκιγκιλίνη.
Η φύση πάλλεται κι εγώ,
από τον χτύπο της καρδιάς σου
την ώρα που σου κρατάω
το χέρι καρτερικά,
περιμένοντας την άνοιξη,
για να σου χαρίσω
το πρώτο άνθος της.
ΛΑΤΡΕΙΑ
Μεσημέρι με τον φίλο μου Δημήτρη στην Τσιμισκή. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής του «Άρεως», το ίνδαλμα της νεολαίας του ’50.
Καλά-καλά ούτε είκοσι χρονώ, έλαμπε από νιάτα κι ομορφιά, και ζεματούσε από ευρωστία.
Η ώρα της νύχτας μέσα στη μέρα.
Η ώρα του γυρίσματος από πλευρό σε πλευρό.
Η ώρα για τους μεσόκοπους.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου –
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
Στην χώρα που ανθούν στις αμμουδιές οι κόρες
Τ’ άστρα ξυπνούν και φέγγουν άναυδα τη νύχτα
Στιλπνά σαν μουσαμάδες των ψαράδων