Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Θα ξέρεις πως δε σ' αγαπώ και πως
σ' αγαπώ αφού η ζωή μας δυο έχει τρόπους,
η λέξη είναι φτερούγα της σιωπής,
έχει η φωτιά το 'να μισό από κρύο.
Οι εραστές είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει τον άλλον.
Το πρωί πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους, βασιλικούς δρόμους
και το βράδυ πλαγιάζουν σε κρεβάτια κι από θρύλους πιο βαθειά.
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.
Πάλι μια Κυριακή στενάζει μέσ’ στο κρύο
είναι του στήθους η μεγάλη παγωνιά
η φεγγερή μου ανάσα
όπως ο γαλανός καρπός βοά σ’ έν’ άδειο καλοκαίρι.
Οι απελπισμένοι δε φοβούνται τα μεγάλα λόγια
έτσι θα 'ρθει ο καιρός που θ' ανοίξω το παράθυρο και θα χαιρετήσω
τα χαμένα καράβια
«για ποιο ταξίδι ονειρευτό» όπως έλεγε νέος, σχεδόν παιδί, ένας
φίλος μου ποιητής —
Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…
Σηκώθηκε και τους ετοίμασε τέλεια το πρωινό
με μαθηματικές κινήσεις.
Τους χαιρέτησε: Στο καλό σας αγαπάω μην αργήσετε
απ’ το σοφά γυαλισμένο κεφαλόσκαλο.
Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.
Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ’ την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ’ ανάψω εγώ τη λάμπα».