Μου είναι αδιανόητο το σκοτάδι

Μου είναι αδιανόητο το σκοτάδι

Εκεί γύρω στα δεκαοχτώ έκανα ό,τι κάνει κάθε δεκαοχτάχρονος που σέβεται τον εαυτό του. Αμφισβήτησα την οικογένειά μου, το σύστημα και τη χώρα. Έστρωσα κώλο, διάβασα και έφυγα έξω για να σπουδάσω αυτό που με συνάρπαζε. Από το τρίτο έτος έπιασα δουλειά, και στο τέταρτο κόπηκε δια παντός η χρηματοδότηση από γονείς. Η αυτονομία συνεχίστηκε και στο μεταπτυχιακό όπου προσπάθησα και πέτυχα υποτροφία από το ίδιο το πανεπιστήμιο. Η αμφισβήτηση πέτυχε, η ανεξαρτησία εμπεδώθηκε και κάθε βήμα μου γινόταν μόνο υπό το βάρος της δικής μου ευθύνης. Ακόμα και όντας φαντάρος, αποφάσισα να μη μείνω λεπτό παραπάνω κάτω από την ίδια στέγη των γονιών μου και προτίμησα να νοικιάσω μία γκαρσονιέρα ίσα ίσα για να κοιμάμαι όταν είχα έξοδο. Χωρίς να έχουμε κακές σχέσεις ή κάτι τέτοιο. Έπρεπε απλά να το κάνω.

Υπό το ίδιο βάρος παράτησα και την πρώτη μου, πολλά υποσχόμενη, δουλειά για να πάω να διευρύνω λίγο τις εμπειρίες μου. Έριξα λίγα ρούχα στο backpack και έφυγα για ένα αξέχαστο road trip σε 24 πολιτείες των ΗΠΑ, που τελικά κράτησε 2 μήνες. Επέστρεψα άφραγκος και μετά από ένα μήνα συνεχούς και επίμονης έρευνας ξαναβρήκα δουλειά. Έκτοτε, έχω αλλάξει τρεις δουλειές μεταξύ των οποίων, σε κάποιες περιπτώσεις, βρέθηκα σε καθεστώς εργασίας εκ περιτροπής και ανεργίας. Έχουν περάσει 13 χρόνια από την αποφοίτησή μου και τελικά ποτέ δεν άσκησα το επάγγελμα που σπούδασα, αλλά πάντα γυρόφερνα σε παρεμφερή αντικείμενα. 

Ανά καιρούς σκέφτομαι τις κινήσεις μου και πώς θα ήταν τα πράγματα αν είχα κάνει διαφορετικές επιλογές. Καλύτερα; Χειρότερα; Δεν μπορώ να γνωρίζω. Ενδεχομένως να είχα διαπρέψει αν δεν είχα επιστρέψει Ελλάδα, ή αν έκανα καριέρα πάνω σε αυτό που σπούδασα. Ενδεχομένως να είχα βγάλει και κάποια λεφτά παραπάνω αν δεν ξόδευα τις αποταμιεύσεις μου σε μεγάλα ταξίδια αραιά πυκνά. Πάντως το δίμηνο road trip και το backpacking δεν θα τα άλλαζα και ας θυσίασα τις όποιες θετικές επαγγελματικές προοπτικές. Γιατί μόνο εκ των υστέρων κατάλαβα πόσες εμπειρίες και γνώσεις μου προσέφερε. Πόσα κομμάτια του puzzle έδεσαν μέσα μου. Και όσο πιο πολύ το σκέφτομαι, πάλι λίγα πράγματα θα άλλαζα. Γιατί κάθε φορά είχα πλήρη αίσθηση του βάρους της ευθύνης που σήκωνα. Εάν όλες αυτές οι διαδρομές που ακολούθησα σε πολλά μικρά σταυροδρόμια με έφεραν εδώ που είμαι, τότε εγώ είμαι υπόλογος για αυτό. Και αν οι συνθήκες ήταν ή παραμένουν αντίξοες σε κάποια από αυτά, στο χέρι μου είναι να ξεκολλήσω και να ακολουθήσω άλλες διαδρομές.

Γιατί σε πρήζω με τα δικά μου, ευθύνες, βάρη και κέρατα; Γιατί θέλω να καταλάβεις ότι εγώ προσωπικά αδυνατώ να κατανοήσω τον μέσο όρο της νεοελληνικής νοοτροπίας που ψάχνει ευθύνες πέρα από τον εαυτό της. Και δεν αναφέρομαι στα οικονομικά θέματα ή την εθνική σχιζοφρένεια περί αναγκαιότητας ή μη των μηχανισμών στήριξης. Δεν αναφέρομαι καν στο κλισέ «μαζί τα φάγαμε». Στα δικά μου μάτια, είναι αδιανόητος ο άνεργος που μουντζώνει τη Βουλή, αλλά μου είναι απόλυτα κατανοητός ο συνταξιούχος που κάνει το ίδιο ζητώντας την αξιοπρέπεια για την οποία εργάστηκε και πλήρωσε όλη του τη ζωή. Παρομοίως, αδιανόητος μου είναι αυτός που κάθε μέρα αγοράζει εφημερίδες, παρακολουθεί ειδήσεις και έντρομος προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τις κινήσεις της κάθε κυβέρνησης, λες και ολόκληρη η ζωή του εξαρτάται από αυτήν. Μου είναι αδιανόητος ο πιτσιρικάς που σιγοτραγουδάει το «Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον» με τη μελαγχολική ικανοποίηση της απραξίας του.

Εν τέλει, μου είναι αδιανόητος ο άνθρωπος που ελλείψει αυτοκριτικής, δεν προσπαθεί να βελτιώσει την κοινωνία μέσω του ίδιου του εαυτού του και επαναπαύεται στην ευκολία που παρέχει η γενική και αόριστη ευθυνολογία. Αυτός δηλαδή που ως ανήλικος έμαθε να τα φορτώνει στους γονείς του και ως ενήλικας συνεχίζει το ίδιο τροπάριο με άλλους αποδέκτες. Ψάχνοντας «γονείς» έξω από αυτόν.

Θα μπορούσα να ζητήσω πολλές εξηγήσεις από τον πολιτικό κόσμο, αλλά έτσι θα παρέκαμπτα τα ενδιάμεσα στάδια. Σκέψου αν δεν είχαμε απώλεια μνήμης, πόσοι από τους σημερινούς βουλευτές θα κάθονταν ακόμα σε έδρανα. Σκέψου τα κόμματα με τι αξιοκρατικά κριτήρια θα στελεχώνονταν από υποψήφιους, αν γνώριζαν ότι κρίνονται από μία υπεύθυνη κοινωνία και όχι από «κουμπάρους» και «χρυσόψαρα». Για να δημιουργηθεί όμως η υπεύθυνη κοινωνία, θα πρέπει να δημιουργηθούν υπεύθυνα άτομα, και μιλώντας για υπεύθυνα άτομα αναφέρομαι σε ανθρώπους και όχι φασόν σκευάσματα που τελειώνουν ένα σχολείο ή ένα πανεπιστήμιο και αναζητούν νέους «γονείς».

Και πάλι, κάπου εδώ στο τέλος του γνωστού μεταπολιτευτικού μοντέλου, η ελληνική κοινωνία συνεχίζει ακάθεκτη με τα ίδια μυαλά και ετοιμάζεται να αναδείξει τα ίδια πολιτικά πρόσωπα που θα βρίζει σε δυο-τρία χρόνια. Ευτυχώς όμως για την πραγματικότητα, τα πράγματα δεν εξελίσσονται γραμμικά και ενδεχομένως αρκετοί να έχουν ξεκινήσει ήδη να βελτιώνουν τον εαυτό τους και να δείχνουν την αλληλεγγύη τους σε όσους την έχουν ανάγκη, μακριά από «γονείς». Εάν ποτέ διαφανεί φως στο τούνελ, από αυτούς τους τελευταίους θα συμβεί αυτό, διότι οι άλλοι εξ’ ορισμού δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από το σκοτάδι.