Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Aλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός αγνώστου δρό-
μου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιόν
αναζητούμε;
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγώ σέ πρσφωνῶ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Ἀπό μακριά ἐξαπατᾶς.
Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς νά βλέπουν
τίποτα καί προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοί
κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι
καί μαγεμένοι πηγαίνουνε νά μποῦν.
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά ‘θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο
Ήταν ένας νέος ωχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Χειμώνας, κρύωνε.
Τι περιμένεις; του λέω.
Τον άλλον αιώνα, μου λέει.
Η ασεβής επιθυμία μου να σ’ ΑΓΑΠΩ...και αυτά που περιλαμβάνει.
Να ονειρεύομαι μια προχωρημένη ώρα μαζί σου...
Να σφηνώνω ανάμεσα στις νύχτες σου...
Στη Διαγώνιο, λίγο πιο πριν απ’ το φωτογραφείο του Μισέλ, πολλές φορές όταν περνούσα έβλεπα ένα γέρο λερό και λιγδιασμένο, πού κάθονταν κατάχαμα στο πεζοδρόμιο και ζήταγε απ’ τους περαστικούς βοήθεια.
Οι νεαροί της Τσιμισκή, πού έκαναν τη βόλτα τους ως το σημείο εκείνο, φαίνεται ότι ένιωθαν ενοχλημένοι απ’ την παρουσία του-αν δεν του έριχναν καμιά δεκάρα, βλαστήμαγε μέσ’ απ’ τα δόντια του-κι έτσι τερμάτιζαν τη βόλτα τους στου Γκιγκιλίνη.