
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε
η εποχή, τα βάρη, οι συνθήκες
κι άλλοι την πάθανε που τότε είπαν το ναι
και δεν ακούσανε των παλιών τις υποθήκες
Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυό ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι βγάλανε μια κραυγή
σαν ναυαγοί, που λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα, κάπου μακριά.
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα 'ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Γυάλινα Γιάννενα ΙΙ
στον Χρήστο Μπράβο
Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ
ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ
μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνές—
τὴν τύχη σου ποῦ ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου
ποῦ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου
ποῦ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις.
Η φωτιά που καίει δεν ωφελεί,
το παιδί δε γίνεται πουλί.
Μόνο κλαίει κλαίει ως το πρωί
και κανείς δεν του δίνει ένα φιλί.
Μόνος κυβέρνησα * τη θλίψη μου
Μόνος αποίκησα * τον εγκαταλειμμένο Μάιο
Μόνος εκόλπωσα * τις ευωδίες
Επάνω στον αγρό * με τις αλκυονίδες
Καθὼς ἀποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ὁ κάβος.
Σὲ σπίτι μέσα, ξέχασες προχτὲς τὸ φυλαχτό.
Γελᾶς, μὰ ἐγὼ σὲ πούλησα στὸ Rio γιὰ δύο centavos
κι ἀπὲ σὲ ξαναγόρασα ἀκριβὰ στὴ Βηρυττό.