Σοπενχάουερ - Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο

11.07.2017
Σοπενχάουερ - Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο

Η τέχνη της αντιπαράθεσης είναι η τέχνη του να λο­γομαχεί κανείς με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζε­ται επαρκώς τις θέσεις του είτε έχει δίκιο είτε άδικο.

Ο Αριστοτέλης κάνει πράγματι διάκριση ανάμεσα σε

(α) τη λογική, ως τη θεωρία ή τη μέθοδο για να καταλήγει κανείς σε αληθή συμπε­ράσματα, και

(β) τη διαλεκτική, ως τη μέθοδο για να φτάνει κανείς σε αποδεκτά συμπεράσματα, τα οποία δεν προϋποτίθενται καθ’ εαυτά ως αληθή ή αναληθή. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο, αν όχι η τέχνη του να έχεις δίκιο ανεξάρτητα απ’ το αν το αξίζεις ή όχι' με άλλα λόγια, η τέχνη της κατάχτησης της φαινομενικής αλήθειας, ανεξάρ­τητα από την ουσία της. Ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με τα παραπάνω, διακρίνει όλα τα συ­μπεράσματα σε λογικά και διαλεκτικά, και στη συνέχεια σε ερι­στικά.

(γ) Εριστική είναι η μέθοδος κατά την οποία το συμπέ­ρασμα είναι ορθό, ενώ οι προκείμενες (τα δεδομένα από τα οποία συνάχθηκε) είναι στην πραγματικότητα αναληθείς και μόνο φαινομενικά αληθεύουν. Τέλος,

(δ) η σοφιστική είναι η μέθοδος όπου το συ­μπέρασμα είναι αναληθές παρόλο που μοιάζει αληθές. Οι τρεις τελευταίες μέθοδοι ανήκουν στην τέχνη της εριστικής δια­ λεκτικής, καθώς δεν ασχολούνται με την αντικειμενική αλήθεια, αλλά μόνο με τη φαινομενική, και δεν ενδιαφέρονται για την ίδια την αλήθεια, αλλά για τη νίκη

Διότι κάποιος μπορεί να έχει αντικειμενικά δίκιο και εντούτοις οι ακροατές, ή και ο ίδιος ακόμη, να σχη­ματίσουν την εντύπωση ότι υστερεί.

Για παράδειγμα, καθώς προχωρώ στην απόδειξη ενός ισχυρισμού, μπορεί ο αντίπαλός μου να διαψεύσει την απόδειξη και να φάνει έτσι ότι διαψεύδει και τον ίδιο τον ισχυρισμό μου. Ενδέχεται ωστόσο να υπάρ­χουν και άλλες αποδείξεις. Στην περίπτωση αυτή, ο αντίπαλός μου κι εγώ αλλάζουμε θέσεις: Εκείνος φαίνεται σαν να έχει δίκιο, παρόλο που αντικειμενι­κά έχει άδικο.

Αν με ρωτήσετε γιατί συμβαίνει αυτό, θα σας απα­ντήσω απλά πως οφείλεται στην εγγενή ποταπότητα της ανθρώπινης φύσης. Αν η ανθρώπινη φύση δεν ήταν ποταπή, αλλά από­λυτα έντιμη, θα έπρεπε σε κάθε αντιπαράθεση να απο­βλέπουμε μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας. Δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί ούτε στο ελάχιστο αν η αλήθεια θα αποδειχτεί υπέρ της άποψης που εκφράσαμε αρχικά ή υπέρ της άποψης του αντιπάλου μας. Αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρείται σημαντικό ζήτημα ή, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας. Όμως, όπως έχουν τα πράγματα, αποτελεί πρω­ταρχικό μέλημα.

Η έμφυτη ματαιοδοξία μας, που εί­ναι ιδιαίτερα εύθικτη όταν πρόκειται για τη νοητική μας ικανότητα, δεν επιτρέπει να δεχτούμε πως η αρ­χική μας τοποθέτηση ήταν εσφαλμένη και ότι η θέση του αντιπάλου μας ήταν η σωστή. Η λύση σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση θα ήταν να μπαίνουμε πάντα στον κόπο να σχηματίζουμε σω­στές απόψεις. Γι’ αυτό και θα έπρεπε κανείς να σκέφτεται προτού μιλήσει .Όμως, στους περισσότερους ανθρώπους η έμ­φυτη ματαιοδοξία συνοδεύεται από φλυαρία και εγγενή ανειλικρίνεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούν προ­ τού σκεφτούν, και μάλιστα, αν αργότερα αντιληφθούν πως έχουν άδικο, επιθυμούν να αποδειχτεί το αντίθε­το.

Το ενδιαφέρον για την αλήθεια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναδικό τους κίνητρο όταν άρχισαν να ανα­πτύσσουν την άποψη που θεωρούσαν ορθή, παραχω­ρεί πλέον τη θέση του στη ματαιοδοξία.· Παρ’ όλ’ αυτά, είναι ανάγκη να σημειωθεί κάτι ακό­μα σχετικά με αυτή την ανειλικρίνεια και την εμμο­νή μας σε απόψεις που ακόμα κι εμείς οι ίδιοι κρίνου­ με εσφαλμένες. Συμβαίνει συχνά να ανοίγουμε μια αντιπαράθεση με την ακράδαντη πεποίθηση ότι η άποψή μας αντιπροσωπεύει την αλήθεια, και στη συνέχεια η επιχειρημα­τολογία του αντιπάλου μας να τη διαψεύδει.

Στην πε­ρίπτωση αυτή, αν εγκαταλείψουμε αμέσως τη θέση μας, υπάρχει ο κίνδυνος να ανακαλύψουμε στην πο­ρεία πως τελικά είχαμε δίκιο. Τα επιχειρήματα που παρουσιάσαμε ήταν εσφαλμένα, υπήρχε ωστόσο κά­ποιο άλλο τεκμήριο υπέρ της άποψής μας, το οποίο ήταν σωστό και μπορούσε να μας σώσει αλλά δεν μας πέρασε εγκαίρως από το μυαλό. Έτσι, υιοθετούμε τον κανόνα να αποκρούουμε πά­ντα την αντίθετη άποψη, ακόμη κι αν φαίνεται αληθινή και πειστική, θεωρώντας πως η αλήθειά της εί­ναι μόνο φαινομενική και πως, στην πορεία της συζή­τησης, θα βρούμε κάποιο άλλο επιχείρημα για να την ανατρέψουμε, καταφέρνοντας έτσι να τεκμηριώσου­ με την ορθότητα της δικής μας θέσης. Με τον τρόπο αυτό, σχεδόν αναγκαζόμαστε να γί­νουμε ανειλικρινείς. Σε κάθε περίπτωση, ο πειρασμός της ανειλικρίνειας είναι μεγάλος.

Η αδυναμία της σκέ­ψης μας συμπληρώνει τη διαστροφή της βούλησής μας. Σε γενικές γραμμές, ένας συζητητής δεν αγωνίζε­ται για την αλήθεια, αλλά για την άποψή του σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Αγωνίζεται ανεξάρ­τητα, από το δίκιο ή το άδικο. Η αλήθεια είναι ότι, όπως διαπιστώσαμε, δεν έχει πολλά περιθώρια να κάνει διαφορετικά. Επομένως, κατά κανόνα, κάθε άνθρωπος θα επιμείνει στον αρχι­κό ισχυρισμό του, ακόμη κι αν προς στιγμήν τον θεω­ρήσει λανθασμένο ή αβέβαιο

***

Σοπενχάουερ - Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο