Λιαντίνης: «Δεν έχει νόημα να διδάσκεις Αρχαία Ελληνικά όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε».

29.11.2020
Λιαντίνης: «Δεν έχει νόημα να διδάσκεις Αρχαία Ελληνικά όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε».

«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών... Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας».  -Δημήτρης Λιαντίνης

Τα Αρχαία Ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι έλληνες.

Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι τα Αρχαία Ελληνικά δε θέλουν ούτε να τ ̓ ακούσουν.

Και το χειρότερο είναι πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.

Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα Αρχαία Ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του.

Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο.

Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου[1].

Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης.

«Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους έλληνες και όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.

Βέβαια για τα φορτία όλου αυτού του κακού ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι έλληνες και τα κείμενά τους.

Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: οι δάσκαλοι φταίνε· οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει[2]! που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ.

Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν.

Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το «Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!

Η ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας. Όπως είναι φυσικό.

Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο επώδυνη και η πιο κολαστική, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές.

Το αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της πανάρχαιης ελληνικής θάλασσας.

Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε das uralte griechische Meer[3], και έσκυβε την κεφαλή με κατάνυξη.

Γιατί τάχα. Και οι Ιταλοί στην γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο πεδίο.

Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης; [...]

* * *

[...] Λέω πως ωφελεί: στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών να διδάσκεις την ιστορία και το σκοπό του μαθήματος· να διδάσκεις τη διαίρεση και τους κλάδους του· να διδάσκεις πώς θα διδάξεις από το πρωτότυπο και πώς θα διδάξεις από τη μετάφραση· πώς θα διδάξεις τη γραμματική, το συντακτικό, τη λεξιμάθεια, τη χρηστομάθεια· πώς θα διδάξεις την πορεία και τις μεθόδους της διδασκαλίας.

Αλλά αυτό γίνεται μέχρι σήμερα. Αυτό ήταν τα σαρανταλείτουργα και τα ευχέλαια του Εξαρχόπουλου.

Όλα τούτα τα λέμε και τα ξαναλέμε κατά συρροή και κατά πλήθος. Τα εξαντλήσαμε πια ως την ίνα και ως την κεραία.

Τώρα ό,τι έμεινε είναι να κουρεύουμε το στραγάλι, και να συναχώνουμε τη σουλφαμίδα.

Γυρνάμε από δεξιά περί τον εαυτό μας, γυρνάμε από αριστερά περί τον πυρήνα του προβλήματος, και παίζουμε το ηλεκτρόνιο του υδρογόνου, ώσπου να γίνουμε δευτέριο.

Σήμερα μάλιστα που είμαστε «και τέλος πάντων, να, τραβούμε εμπρός», που λένε οι ηλεκτρονικοί και ο πολιτικός αναμορφωτής του Καβάφη, στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών θα χρησιμοποιήσουμε και την «προηγμένη τεχνολογία».

Υπολογιστές, μικροδιδασκαλίες, κλειστά κυκλώματα, βιντεοκασέτες, οπτικοακουστικά, και τα συναφή.

Όλα αυτά είναι έγκριτα και να τα χαιρετάς.

Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού. Και το πρόβλημα, είναι το ένα, που έχουμε μόνο τη δική του ανάγκη και κανενός άλλου.

Όπως ακριβώς κάποτε το είπε και ο Ιησούς, δάσκαλος πρώτος, καθώς επιτιμούσε τρυφερά τη Μάρθα, και κοίταζε έμπιστα την Μαρία.

Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τρίπλες» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε. Το ξέρουμε αυτό;

 

[1] Πρβλ, Μάρκου ΙΕ’, 29: οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν
[2] Πρβλ. τα λόγια του Λαέρτη στη Β’ σκηνή της Ε’ πράξης του Άμλετ: The king, the king’s to blame.
[3] Η πανάρχαιη ελληνίδα θάλασσα.

Δημήτρης Λιαντίνης - Τα Ελληνικά (κεφ.: "Δάσκαλοι και ποντίκια")