Και κάθε τόσο επαναλάμβανε λέξεις και φράσεις που μοιάζανε σαν σπασμένες ή σαν να τις τράβηξε κανείς από το ουράνιο στερέωμα κι αυτές - αστέρια Που πέφτουν ή κομήτες- μοναχικές σπίθες σε ένα μαύρο δίχως νόημα κενό λαμπύριζαν, ή μοιάζανε με δάκρυα χελώνας τεράστιας αναποδογυρισμένης στην αμμουδιά το βράδυ Οταν δεν έχεις τι να πρωτοθυμηθείς ,όταν το παρελθόν σου μοιάζει με κομμάτια που περιφέρονται στο πουθενά , σαν ένας άλλος άνθρωπος –ολοζώντανος –ένα φάντασμα του εαυτού σου ,ένα υπόκωφο αντίγραφο ,μια ανεμώνη ,όταν ο εαυτό σου περιφέρεται στους ολοσκοτεινους διαδρόμους ενός λαβυρίνθου που δεν τελειώνει πουθενά ,όταν ο εαυτός σου από το σώμα βγαίνει και σου μιλά ,οι λέξεις τότε μοιάζουν να βγαίνουν από αυτό το ροδι . μικρά πετράδια ,γευστικά που η αξία τους βρίσκεται στη ψύχα ,στο μέσον, καταμεσής της λέξης .
Αυτό το ρόδι κατρακυλούσε, χοροπηδούσε ,έπαιζε στο δωμάτιό μου.
Το νιωθα σαν παιδί μου κι όταν κάποτε έλεγε …μπα..μπα …και άλλα ασυνάρτητα , , λες και ήτανε ποτέ δυνατό να έχουνε τα ρόδια μπαμπά έναν άνθρωπο. Η όταν κάποτε έλεγε τραγουδιστά π.χ. ‘’Ρωφίλη’’, εγώ θυμόμουν τα ‘’ρω’’ του ‘ερωτα, και αναρωτιόμουνα πως γίνεται τα ρόδια να γράφουν ποίηση .
Ένα πρωί το ρόδι χάθηκε. Πιθανό να κατρακύλησε στη σκάλα από την μισάνοιχτη εξώπορτα .Πιθανό να ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο.
Τώρα μάλλον θα κείτεται σάπιο στην άκρη ενός βρώμικου δρόμου.