Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Γεννιέται ένας Θεός. Άλλοι πεθαίνουν. Η αλήθεια
ούτε ήρθε, ούτε υπήρξε: το λάθος άλλαξε
έχουμε τώρα μια ανταλλάξιμη αιωνιότητα
κι ήταν πάντα καλύτερο αυτό που συνέβη.
Να 'σαι καλή, να 'σαι καλή, να 'σαι πάντα καλή.
Και πότε - πότε να 'σαι έξυπνη.
Όμως να μην είσαι ποτέ πολύ καλή, ούτε ποτέ πολύ έξυπνη.
Είναι ειδική η ομορφιά που μπορεί να σου θραύσει το κέλυφος. Μέσα στο κέλυφος βρίσκεται κλεισμένη η βαθιά μυστική χαρά, που όταν ξεχυθεί σε παραλύει. Αυτό το ωοειδές πράγμα, το ντυμένο με κέλυφος, είναι χωμένο κάπου ανάμεσα στην κοιλιά και το στέρνο σου. Και θα πρέπει να ’ναι πολύ μικρό –μικρό μα θαυματουργό– για να μην μπορείς να το ψηλαφείς ούτε και να το αισθάνεσαι. Ίσως να ’ναι και κάπως ευκίνητο, γιατί όταν ξεχύνεται το υγρό του, άλλοτε το νιώθεις πιο υψηλά και άλλοτε πιο χαμηλά, ανάλογα με το πρόσωπο που σου το θραύει.
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτή τη γη,
σα να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
[...] Ενώ όμως το να σκοπεύει κανείς να γίνει καλύτερος άνθρωπος είναι μια μη επιστημονική παρόρμηση, το να γίνει κανείς βαθύτερος αποτελεί προνόμιο εκείνων που έχουν πονέσει.
Και τέτοιος νομίζω πως έχω γίνει...
[...] Υπάρχουν πολύ περισσότερα μπροστά μου.
Έχω πολύ πιο απότομους λόφους ν' ανεβώ, κοιλάδες πιο σκοτεινές να περάσω.
Κι όλα αυτά πρέπει να τα καταφέρω μονάχος μου.
Ούτε η Θρησκεία ούτε η Ηθική ούτε η Λογική μπορούν να με βοηθήσουν.
Το παραμύθι...
Μια φορά κι έναν καιρό –ή, καλύτερα, τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου του 1888–, στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων, είδε το φως ένα κατάξανθο παιδάκι. Η γέννα ήταν δύσκολη, και τη μητέρα –μιαν απ’ τις ομορφότερες γυναίκες του καιρού της– οι γιατροί την είχαν απελπίσει. Κι οι γιατροί, που την είχαν απελπίσει, ήσαν οι πιο ονομαστοί της εποχής εκείνης.