Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Η αλήθεια είναι ότι οι κανόνες και τα όρια είναι το θεμέλιο της ελευθερίας των παιδιών.
Ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα των σύγχρονων γονιών είναι αν, πότε, με ποιο τρόπο και τι είδους κανόνες χρειάζεται να θέσουν στα παιδιά τους. Οι περισσότεροι γονείς αντιλαμβάνονται ότι τα παιδιά τους χρειάζονται όρια, όμως δυσκολεύονται να τα θέσουν επειδή νομίζουν ότι θέτοντας όρια περιορίζουν την ελευθερία των παιδιών. Αυτή η αντίληψη έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα.
Αυτά τα παιδιά περνούν μια ζωή με τη αίσθηση ότι τους έχει δοθεί άδικα ένας ρόλος από τον σκηνοθέτη. Γίνονται οι διαταραγμένοι άνθρωποι που οι γονείς τους «θέλουν» και αρχίζουν να ενεργούν όλο και περισσότερο διαταραγμένα.
Οι διαταραγμένοι γονείς είναι οι γονείς που δεν φαίνονται καθόλου ότι είναι. Στον έξω κόσμο εμφανίζονται σαν να είναι οι πιο φυσιολογικοί γονείς και ούτε τα παιδιά τους, ούτε κανείς άλλος, δεν γνωρίζει ότι δέχονται τις επιδράσεις των διαταραχών τους, μέχρι να είναι πολύ αργά.
Οι ενήλικες που δεν φεύγουν ποτέ από τη «φωλιά» των γονιών τους, συνήθως έχουν έναν κρυφό σκοπό.
Έρευνες δείχνουν ότι όλο και περισσότεροι ενήλικες σε σχέση με το παρελθόν εξακολουθούν να μένουν με τους γονείς τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτή η συγκατοίκηση κρίνεται αναγκαία διότι πολύ συχνά οι νεαροί ενήλικες λόγω οικονομικών δυσχερειών απαιτείται να μένουν μαζί με τους γονείς τους προσωρινά, μέχρι να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητοι και να ζήσουν μόνοι τους.
Αν, όταν ήσασταν παιδί, νιώθατε πως δεν ανταποκρινόντουσαν στα συναισθήματά σας, φοβάστε την απόρριψη και αυτό το αίσθημα καθορίζει τις αντιδράσεις σας. Ο φόβος της εγκατάλειψης είναι κυρίαρχος και κάθε φορά που μια συμπεριφορά πυροδοτεί αυτόν τον φόβο, οι αντιδράσεις σας είναι απρόβλεπτες.
Πολλές φορές οι νέοι, μόλις τελειώσουν το σχολείο ή το πανεπιστήμιο σκέφτονται να προχωρήσουν σε σπουδές στο εξωτερικό, είτε σε προπτυχιακό, είτε σε μεταπτυχιακό επίπεδο αντίστοιχα.
Έτσι, εκτός του διλήμματος για το αντικείμενο των σπουδών, τίθεται και το ερώτημα σχετικά με το ποια πόλη ή χώρα είναι η καταλληλότερη.
Άρχισα να πίνω στα 17 μου και σταμάτησα γύρω στα 42. Συνεπώς, για χρόνια, έζησα βαδίζοντας, ή μάλλον τρεκλίζοντας, πάνω στη λεπτή μεθόριο που χώριζε τις συνήθειες ενός ανθεκτικού πότη από το φάσμα των συμπτωμάτων του αναπτυσσόμενου εθισμού, κάτι σαν χείλος γκρεμού απ’ όπου η κατάρρευση, έστω και αν απείχε αρκετά, πάντως ήταν ορατή.
Είναι μεγάλος πειρασμός να μην προχωρούμε, να μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να πισωδρομούμε, με άλλα λόγια να βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ο,τι έχουμε, το γνωρίζουμε.
Μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό, να αισθανθούμε ασφαλείς μέσα του.
Φοβόμαστε, κι έτσι αποφεύγουμε να κάνουμε ένα βήμα προς το άγνωστο, το αβέβαιο.
«...Αν ο έρωτας είναι τυφλός, ο λόγος είναι ότι δεν βλέπει τίποτα με τα μάτια της εξουσίας. Μην ελπίζετε να κρίνει και να κυβερνήσει, γιατί αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του. Όντας το κέρας της Αμάλθειας της σεξουαλικότητας, εκφράζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο του ευνουχισμού, τη θέληση για ζωή και την υπέροχη αγριάδα της.
Ποιος είναι προετοιμασμένος για το αφόρητο που του μέλλεται;
Ποιος είναι προετοιμασμένος για την τραγωδία και το ακατανόητο του πόνου;
Κανείς.
Τι συμβαίνει λοιπόν με τη δυστυχία; Πρέπει να την υπομένουμε; Πρέπει να την ανεχόμαστε και να έχουμε στόχο να την ξεπεράσουμε; Πρέπει να την αποφεύγουμε σα συμφορά, ή μήπως να την πολεμάμε σαν εχθρό;
Η απάντηση είναι απλή και αδιαμφισβήτητη: δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη δυστυχία, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε το αντίθετό της.