Μάρκο, να χαρώ το στόμα σου

01.02.2017
Μάρκο, να χαρώ το στόμα σου

Το καφενείον «Η Μικρασιατική Καταστροφή» στο λιμάνι του Πειραιά είναι γεμάτο κόσμο. Το γραμμόφωνο στο βάθος του μαγαζιού παίζει δυνατά το «Έπρεπε να ’ρχόσουνα».

Οι μάγκες το φχαριστιούνται, σαν να πάει να γίνει μια αποκάλυψη. Σαν ο κόσμος τους ο υπόγειος να βγαίνει, νόμιμα, για πρώτη φορά, μπροστά. Περνάει έξω απ’ το καφενείο ο Μάρκος.

Οι μάγκες τον κόβουνε, τον εντοπίζουνε, του φωνάζουνε με ενθουσιασμό:

- Γεια σου, Μάρκο, με τα τραγούδια σου.

- Γεια σου, Συριανάκι, με τις πενιές σου.

Εκείνος τούς χαιρετάει χαρούμενος, χαμογελαστός. Στο λιμάνι έχει πολλά καΐκια, δεμένα. Ατμόπλοια παραμέσα, βαπόρια. Βάρκες, λάντζες, ναυτικοί πηγαινοέρχονται συνέχεια στην προκυμαία, όπου έχει ζωηρή κίνηση. Κυκλοφορούν κάρα χωρίς ζώα, που τα σέρνουνε άνθρωποι. Στις γωνιές είναι στημένοι λούστρου Ζεύγη ψαρόδων κουβαλάνε γεμάτες ψαροκασέλες με σαρδέλες, σαφρίδια, ταούκια. Λιγότερες οι γυναίκες που κυκλοφορούν και ψωνίζουνε.

Ο Μάρκος βολτάρει κατά μήκος. Μαγαζιά παντού και καφενεδάκια και κόσμος. Λιμανίσιες φάτσες τριγυρνούνε, αξύριστες, αγριωπές. Ακούγονται μπερδεμένες φωνές διαλαλητάδων.

Στην ψαραγορά έχει πολύ σούρτα φέρτα, φωνές — νερά κάτω, γάτες στις γωνιές. Πάγκοι παντού, πωλητές με τραγιάσκες και με κόκκινα χέρια, φουσκωμένα απ’ τον τριμμένο πάγο, κάνουνε σακούλες-χωνιά από παλιοεφημερίδες, βάζουνε μέσα ψάρια, τα ζυγίζουνε σε μπακιρένιες ζυγαριές. Κλέβουνε επιδέξια.

Ο Μάρκος χαιρετάει διάφορους ψαράδες που τον κοιτούνε με θαυμασμό, τον αγκαλιάζουνε. Του σφίγγουνε το χέρι·

Πιο εκεί έχει, σε παράταξη, μικρομάγαζα με άλλα εμπορεύματα — μπαχαρικά, αλλαντικά, κρεμαστά λουκάνικα, καβουρμάδες, τσουβάλια με όσπρια.

Ο Μάρκος περνάει από διάφορα σημεία της αγοράς και του λιμένος. Ακούει πλανόδιους φωνογραφιτζήδες να παίζουνε στα γραμμόφωνά τους τα δυο τραγούδια του.

Προχωράει παραμέσα, στην κυρίως αγορά του Πειραιά. Κάθε τόσο τον συναντούνε μάγκες και τον συγχαίρουνε, τον αγκαλιάζουνε και τον φιλούνε.

Πιο κάτω, σε άλλο καφενείο παίζουνε πάλι το «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί...»

Ενώ περνάει, τον φωνάζουνε:

- Μάρκο, έλα για ένα ούζο...

- Γεια σου, Μάρκο, με το μπουζούκι σου...

Εκείνος λάμπει, τους χαιρετάει ευτυχής. Προχωρεί -μπαίνει σε ένα κάπως ήρεμο στενό. Στέκει. Βγάζει μέσα απ’ το σακάκι του έναν δίσκο. Τον ξεβρακώνει με ευλά-βεια και τον κοιτάζει με καμάρι μπρος πίσω. Είναι ο δίσκος με τα δυο τραγούδια και το όνομά του. Το όνομά του: το διαβάζει, το ξαναδιαβάζει. Τον χαϊδεύει, τον δίσκο, τον φιλάει χαρούμενος. Τον ξανακρύβει και προχωράει.

Βολτάρει ακόμα λίγο, να το φχαριστηθεί, μέχρι που κουράζεται. Μετά πάει ψωνίζει διάφορα πράματα και βγαίνει απο το λιμάνι, τραβάει περπατητός για το πατρικό του.

Μαζεμένοι εκεί, στο τραπέζι, ξαπλωτοί στα μιντέρια, είναι τα αδέρφια του Λινάρδος, Γκράτσια και Ρόζα. Η μάνα του φτιάχνει κάτι ρούχα - μπαλώνει.

Μπαίνει ο Μάρκος φορτωμένος δυο μεγάλα ζεμπίλια. Τους κοιτάζει αμήχανος. Μετά, λέει:

- Πήγα και ψώνισα... σας πήρα μερικά πράματα.

Κανείς δεν μιλάει.

Ο Μάρκος:

- Πού είναι ο Φραγκίσκος;

Κανείς δεν απαντάει.

Ο Μάρκος αφήνει τα πράματα:

- Πού είναι, ρε μάνα, ο Φραγκίσκος;

Η μάνα του μπαίνει σκυφτή στην κουζίνα χωρίς να απαντήσει.

Η Γκράτσια, στενοχωρημένη, κοιτώντας κάτω:

- Χτύπησε κάποιον στα Σφαγεία. Έναν ελεγκτή. Που του χρώσταγε.

Ο Μάρκος:

- Τον χτύπησε... δηλαδή;

Η Γκράτσια:

- Τον μαχαίρωσε... και τον πήρανε τον Φραγκίσκο στη φυλακή.

Ο Μάρκος σωπαίνει για λίγο. Μετά:

- Πού τον έχουνε;

Η Γκράτσια:

- Στην Παλιά Στρατώνα...

Ο Μάρκος μένει άναυδος. Δεν ξέρει τι να κάνει. Πάει κάθεται σε μια καρέκλα. Σωπαίνει για λίγο, κοιτάζει γύρω. Μετά, ρωτάει:

- Αυτόν που χτύπησε... ζει;

Κανείς δεν απαντάει.

Ο Μάρκος πιάνει το πηγούνι του. Βγάζει, ανάβει τσιγάρο. Ξύνει το μάγουλό του. Δεν ξέρει τι να κάνει, τι να πει.

Προσπαθώντας να αλλάξει κάπως το κλίμα, σηκώνεται, βγάζει από το σακάκι του τον δίσκο με τα τραγούδια του, να τους τον δείξει.

Μπαίνει η μάνα του βλοσυρή:

- Και δεν μας φτάνει αυτό... αλλά πας και συ και ξεφτιλίζεις το όνομά μας μ’ αυτά τα τραγουδάκια που ’βγα-λες, για τους χασικλήδες.

Ο Μάρκος παγώνει. Και ξανακάθεται, σκεπάζοντας τον δίσκο με το χέρι του:

- Σας ξεφτιλίζω... τι λες, ρε μάνα. Ο κόσμος...

Δεν συνεχίζει. Ξαναβάζει, σκυφτός, λαθραία σχεδόν, τον δίσκο μέσα στο σακάκι του.

Η μάνα του, κρατώντας μια αλλαξιά και ένα ψαλίδι, πάει στο άλλο δωμάτιο.

Ο Μάρκος στέκει αμήχανος. Μουδιασμένος τους κοιτάζει όλους, έναν έναν. Δεν ξέρει τι να πει. Τι να κάνει. Σβήνει το τσιγάρο, αργά. Βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει ένα μάτσο λεφτά και τ’ αφήνει πάνω στο τραπέζι. Μετά, στρέφει σιωπηλά, σηκώνεται αργά αργά και βγαίνει απ’ το σπίτι.
Στέκει για στιγμή, στην εξώπορτα, γυρίζει και κοιτάζει τα πουλιά να χοροπηδούν αμέριμνα μέσα στα κρεμασμένα κλουβιά, κάτω απ’ το μικρό γείσωμα της σκεπής. Κουνάει το κεφάλι του στενοχωρημένος. Φεύγει.

 

Ο Μάρκος Βαμβακάρης (Άνω Σύρος, 10 Μαΐου1905 - Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου1972) υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός Έλληνας μουσικός του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας / Γιώργος Σκαμπαρδώνης