Τομ Ρόμπινς - Ο "Τρυποκάρυδος"

Τομ Ρόμπινς - Ο "Τρυποκάρυδος"

Εκείνη τη χρονιά, η άνοιξη ήρθε στην περιοχή του Πάτζετ Σάουντ όπως το συνηθίζει·, θυμίζοντας, δηλαδή, μια στολισμένη παράνυφη να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο στύλο με το λίπος που χουν στα πανηγύρια. Μετά από μια σταδιακή, πρόσκαιρη ανάβαση, η άνοιξη, μέσα σ’ ένα θρίαμβο γεμάτο μπιχλιμπίδια, λουλούδια και κάψες, έδειχνε να έχει φτάσει τελικά στην κορυφή, αλλά ξαφνικά ξαναγλίστραγε μες στη λάσπη, αφήνοντας τη σημαία του χειμώνα να κυματίζει θριαμβευτικά στην κορυφή του στύλου των τεσσάρων εποχών. Μετά, με το μικρό, κοριτσίστικο στήθος της ν’ ανεβοκατεβαίνει απ’ το λαχάνιασμα, η άνοιξη ξανάρχιζε το σκαρφάλωμα.

Όταν η Λη-Τσέρι κρεβατώθηκε, η άνοιξη βρισκότανε ψηλά. Δυο μέρες αργότερα, η Πριγκίπισσα σηκώθηκε κι είδε έναν ασυνήθιστο παγετό. Είχε ξεναρκώσει έντομα και ζώα. Είχε στείλει το φόβο του Φλεβάρη στις φωλιές και τα πουλιά. Πιο πριν, ο Μαγεμένος Πρίγκιπας ήταν τόσο τάβλα που η Λη-Τσέρι τον είχε πάρει για νεκρό, αλλά όταν η πρώτη ηλιαχτίδα πέρασε μέσα απ’ το παγωμένο τζάμι του παράθυρου είχε κουνήσει ένα πτερύγιο, κείνη είχε βάλει το κουτί του μπροστά σε μια σόμπα κι είχε κάτσει στωικά δίπλα του μέχρι ν’ αναστηθεί τελείως. Ήταν μέσα Απριλίου. Εκτός απ’ τους μόνιμους πιστούς που συνεχώς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την επιστροφή της Εποχής των Παγετώνων, κανένας σ’ όλες τις βορειοδυτικές Πολιτείες του Ειρηνικού δεν περίμενε τέτοιο παγετό.

Κάτω στην Πλατεία Παϊονήρ, όπου είχε πάει η Πριγκίπισσα για μια τελευταία συνάντηση με τη Νίνα Ζαμπλόνσκι, οι παγωμένες πλάκες του λιθόστρωτου έκαναν την πλατεία να μοιάζει με φυτεία λουκουμιών. Οι μπεκρούλιακες, κρασοκανάτες και ουισκόβιοι, φαντάζαν ξαφνιασμένοι στο φως του πρωινού. Ακόμα και η νότα ρε της κόρνας του φέρρυ-μποτ είχε μια παγωμένη παραφωνία καθώς ακουγόταν απ’ το λιμάνι. Όσο για τα στρογγυλά φρεάτια των υπονόμων, έμοιαζαν με κοκαϊνομανείς. Η Λη-Τσέρι πρόσεξε πως τα φρεάτια εκείνα έμοιαζαν πάρα πολύ με τα ρουθούνια της Τζουλιέτα τελευταία. Η Λη-Τσέρι περίμενε να βρει την Τζουλιέτα ξεμαστούρωτη για να τη ρωτήσει αν ήξερε τι είχε απογίνει η χρυσή μπάλα, αλλά δεν είχε βρει την ευκαιρία.

Η Λη-Τσέρι ήταν ντυμένη ζεστά, μ’ ένα χοντρό πράσινο πουλόβερ και μπλόυ-τζην, αλλά πάλι δεν ήταν καλά εφοδιασμένη για την ψυχρή απάντηση της Ζαμπλόνσκι όταν της αποκάλυψε τα νέα της σχέδια. Η Ζαμπλόνσκι είχε πει την Πριγκίπισσα εγωίστρια, επιπόλαιη, ναρκισσίστρια, ελαφρόμυαλη και ανώριμη.

«Η μοναρχία της Μου ήτανε λάθος σαν ιδέα», είπε η Ζαμπλόνσκι. «Ποτέ δε θα μπορούσε να λειτουργήσει σωστά γιατί όλοι αυτοί οι έκπτωτοι βασιλιάδες και εξόριστοι δούκες έχουν μετοχές σε τεράστιες πολυεθνικές των οποίων τα κέρδη-μαμούθ απειλούνται από ένα καθαρό και υγιεινό περιβάλλον. Δε θα γινόταν τίποτα, ήταν απλώς μια σωστή κίνηση, ήταν τουλάχιστον μια έντιμη προσπάθεια εκ μέρους σου να ανακατευτείς με κάτι πιο σημαντικό απ' τα δικά σου αισθήματα. Αλλά κι αυτό...»

«Δε νομίζεις πως ο έρωτας ειν’ εξίσου σημαντικός με την οικολογία;»

«Νομίζω πως η οικολογία είναι έρωτας και αγάπη».

Στον πανεπιστημιακό χώρο του Κολλεγίου της Παρανομίας, οι καθηγητές που δίδασκαν ουσιώδεις παραλογισμούς θα χαρακτήριζαν την αντίθεση ανάμεσα στη Νίνα Ζαμπλόνσκι και τη Δη-Τσέρι σαν ένδειξη μιας γενικής διαμάχης ανάμεσα στον κοινωνικό ιδεαλισμό και το ρομαντισμό. Όπως θα μπορούσε να εξηγήσει οποιοσδήποτε απ’ τους σοφούς αυτούς καθηγητές, έχοντας προηγούμενα κοπανίσει αρκετή τεκίλα, όσο θερμά κι αν υποστήριζε κάποιος ρομαντικός ένα κίνημα, κάποια στιγμή θ’ αναγκαζόταν να αποσυρθεί απ’ την ενεργή συμμετοχή σ’ αυτό το κίνημα γιατί η ηθική της ομάδας -υπεροχή του συνόλου μιας οργάνωσης πάνω στο άτομο— είναι προσβολή της οικειότητας.

Η οικειότητα είναι η βασική πηγή ζάχαρης με την οποία γλυκαίνει η ζωή. Είναι απολύτως ζωτική για τους ουσιώδεις παραλογισμούς. Χωρίς τους ουσιώδεις (οικείους) παραλογισμούς, το χιούμορ γίνεται άκακο και συνεπώς λαπάς, η ποίηση γίνεται εξωσυναισθηματική και συνεπώς πρόζα, ο ερωτισμός γίνεται μηχανικός και συνεπώς πορνογραφία, η συμπεριφορά μπορεί να προβλέπεται και συνεπώς να ελέγχεται ευκολότερα. Όσο για τη μαγεία, δεν υπάρχει καθόλου γιατί ο στόχος οποιοσδήποτε ενεργού στελέχους της κοινωνίας είναι η εξουσία πάνω στους άλλους, ενώ ο μάγος θέλει να εξουσιάσει μόνο τον εαυτό του: με τη δύναμη του υπερσυνειδητού, που, μολονότι παγκόσμιο, ακόμα και οικουμενικό, εκδηλώνεται με την οικειότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα πλήρες ανθρώπινο ον θα ’πρεπε να χει την ικανότητα και για τα δυο (και οικειότητα και κοινωνική δράση), αλλά είναι λυπηρή η διαπίστωση ότι οποιοσδήποτε αγώνας οσοδήποτε τίμιος κι ευγενικός, κάποια στιγμή, πέφτει θύμα της τυραννίας ενός ηλίθιου μυαλού. Στο κίνημα, όπως στο μελίσσι και τη μυρμηγκοφωλιά, δε χωράνε ούτε κόνξες ούτε σκανταλιές.

Ένας ρομαντικός, ωστόσο, αναγνωρίζει πως το κίνημα, η οργάνωση, η στάση ή ακόμα και η επανάσταση δεν είναι παρά το φόντο όπου παίζεται το προσωπικό του δράμα. Αναγνωρίζει ακόμα πως το να το αγνοήσει είναι σα να παραδίνει την ελευθερία του και τη βούλησή του στις ολοκληρωτικές τάσεις, είναι σα ν’ αντικαθιστά την ψυχολογική πραγματικότητα με την κοινωνιολογική παραίσθηση, αλλά κάτι τέτοιο ποτέ δε διεισδύει μεσ’ απ’ την «πατίνα» της ενάρετης πεποίθησης που περιβάλλει τον ιδεαλιστή σοσιαλιστή που ταυτίζεται με τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους. Αφού, σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, υπάρχουν μύρια στραβά που πρέπει να ισιώσουν, εν’ απ’ τα μεγαλύτερα προβλήματα για το ανθρώπινο είδος είναι το πως να βοηθηθούν οι δυστυχισμένοι, να τσακιστούν οι διεφθαρμένοι, να διατηρηθεί η βιόσφαιρα, και να οργανωθεί αποτελεσματικά μια κοινωνικό-οικονομική βελτίωση, χωρίς όμως ν’ αναλάβουν την οργάνωση τίποτα μαλάκες, οι άνθρωποι δηλαδή που, κατά τελείως ειρωνικό τρόπο, ταιριάζουν περισσότερο για να υπηρετούν οργανωμένους αγώνες, αφού σπάνια έχουν να κάνουν κάτι πιο δημιουργικό και, έχοντας περιορισμένη διορατικότητα, δε θα το καναν ακόμα κι αν είχαν κάτι να κάνουν.

Οι ηλίθιοι μπορούν να στιγματίσουν το καταπληκτικότερο ηθικό εγχείρημα χρησιμοποιώντας το ίδιο το εγχείρημα σαν υποκατάστατο πνευματικής και σεξουαλικής ανάτασης. Τελικά, η ηλιθιότητα, και όχι το κακό, είναι που γεννάει τον ολοκληρωτισμό, μολονότι πολλοί στο Κολλέγιο της Παρανομίας φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν πως η ηλιθιότητα είναι το κακό. Βέβαια, το αν κάτι είναι ηλίθιο και ανιαρό μπορεί να είναι γούστο τελείως προσωπικό (το πρόβλημα της στεφανιαίας του ενός μπορεί να προκαλεί πλήξη στον άλλον), και υπάρχουν χιλιάδες φοβερά ανιαρές δουλειές που από κάποιον πρέπει να γίνουν, αλλά όταν πας να το θυμίσεις σε κάποιον λόγιο του Κολλεγίου της Παρανομίας, βρίσκεις ότι ο παλιοπούστης έχει παραιτηθεί για ν’ ανοίξει κάποια κομπίνα στην Τιχουάνα, έχει γίνει σταφίδα απ’ την τεκίλα και δεν μπορεί να μιλήσει, έχει συλληφθεί με πολλές και διάφορες κατηγορίες, ή είναι ερωτευμένος ως τα μπούνια και δε θέλει να τον ενοχλούν.

Ε, λοιπόν, δε χρειαζόμαστε βοήθεια απ’ αυτούς τους τύπους για να δούμε πως η Λη-Τσέρι, που κάποτε ξεχείλιζε από σοσιαλιστικό ιδεαλισμό, είχε πέσει από ένα ονειρικό γκρεμό, είχε γλιστρήσει μες στο πηγάδι της άγνοιας, ή είχε τσιμπολογήσει μπουκιές απ’ το απαγορευμένο φρούτο, επειδή η δήλωση της Νίνα Ζαμπλόνσκι ότι ένας εραστής είναι κάποιος που πριν απ’ όλα αγαπάει τη γη δεν την είχε συγκινήσει. Το μόνο που ήθελε απ’ τη δίκη γορίνα ήταν μια λεπτομερής περιγραφή του κελιού του Μπέρναρντ.

«Είναι μικρό, αλλά αρκετά μεγάλο για να μπορεί να τεντώνει τα πόδια του, κι έτσι δε χρειάζεται να τον βγάζουν έξω για γυμναστική. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα εκτός από ένα σιδερένιο ράντζο κι ένα κομμάτι αφρολέξ από πάνω. Τίποτ’ άλλο. Οι φύλακες βάζουν μες στο κελί ένα καθήκι δυο φορές την ημέρα. Δέκα λεπτά αργότερα, νομίζω πως είναι δέκα λεπτά, το ξαναπαίρνουν. Μια φορά τη βδομάδα τον πάνε σ’ ένα διπλανό δωμάτιο για ντους».

«Τίποτα παράθυρα;»

«Ένα μικροσκοπικό, με κάγκελλα, ψηλά, κοντά στο

ταβάνι. Από κει μπαίνει μέσα λίγο φως, αλλά δε βλέπει έξω».

«Ηλεκτρικό φως;»

«Ένας σκέτος γλόμπος στο ταβάνι. Ψηλά. Δεν τον φτάνει».

«Πόσων κηρίων;»

«Που διάολο θες να ξέρω; Υποθέτω σαράντα».

Η Πριγκίπισσα χαμογέλασε μυστηριωδώς. Θυμήθηκε τον Μπέρναρντ που της είχε πει ότι το φως που δίνει η πανσέληνος ισοδυναμεί με μια λάμπα σαράντα κεριών σε πέντε μέτρα ύψος. «Τίποτ άλλο;»

«Τίποτα. Ούτε βιβλία, ούτε περιοδικά, τίποτα. Εκτός από ένα πακέτο τσιγάρα».

Η Λη-Τσέρι χαμογέλασε ξανά. «Ναι, καπνίζει Κάμελ όταν είναι φυλακή. Έλεγε ότι όταν είσαι μέσα, το κάπνισμα είναι συντροφιά».

«Σ’ αυτή την περίπτωση, θα ’ναι πολύ μοναχική συντροφιά, γιατί δεν καπνίζει. Ζήτησε να του φέρουν τσιγάρα, όπως έχουν δικαίωμα όλοι οι φυλακισμένοι, αλλά δεν τον αφήνουν να τα καπνίσει. Ούτε το πακέτο δεν έχει ανοίξει».

«Γιατί δεν τον αφήνουν να καπνίσει;»

«Γιατί φοβούνται ότι αν πιάσει φωτιά στα χέρια του, θα κάνει καμιά βόμβα».

«Με τι; Με το ράντζο; Με το αφρολέξ; Με τα ρούχα του; Μ’ ένα πακέτο τσιγάρα;»

« Άκου να σου πω, αδερφούλα, ο εραστής σου έχει μια κάποια φήμη. Λένε πως ο παλιοπούστης μπορεί να κάνει μπόμπα μ’ ο,τι να ναι».

Στην επιστροφή της, ανηφορίζοντας την Πρώτη Λεωφόρο, εκεί που η παράνυφη αγκάλιαζε με τα μπούτια της το στύλο, η Λη-Τσέρι μπήκε στην Ταβέρνα Γεννήθηκες Για Την Καταστροφή κι αγόρασε ένα πακέτο Κάμελ.