Περί ωριμότητας…

Περί ωριμότητας…

Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσω να προσεγγίσω ψυχολογικά την έννοια της ωριμότητας καταλήγοντας σε μερικές σκέψεις για το ποια είναι τα χαρακτηριστικά που απαρτίζουν μια ‘ώριμη προσωπικότητα’, αλλά κυρίως στο πως συγκροτείται μια τέτοια προσωπικότητα.

Η ‘ωριμότητα’ είναι μία έννοια που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην καθημερινότητα και - όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις έννοιες που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά- έχει χάσει το πραγματικό της νόημα, σημαίνοντας διαφορετικά πράγματα για τον καθένα.

Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα είδος ωριμότητας: η ψυχική ή η συναισθηματική ωριμότητα. Προτού εξηγήσω τι είναι η ψυχική ωριμότητα θα ήθελα να τονίσω ότι το να είναι κανείς ψυχικά ώριμος είναι κατά βάση θέμα τύχης. Το να είναι κανείς ώριμος ψυχικά, είναι είτε αποτέλεσμα ανατροφής, είτε αποτέλεσμα γονιδίων και -στις περισσότερες περιπτώσεις- αποτέλεσμα μιας σύζευξης αυτών των δύο. Εδώ θα ασχοληθούμε με το πρώτο.

Κατά την νεότερη ψυχαναλυτική θεωρία, η πορεία της ωρίμανσης ενός ατόμου περνά μέσα από δύο μεγάλες αναπτυξιακές φάσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα στον πρώτο χρόνο της ζωής του. Όταν το βρέφος έρχεται στον κόσμο βιώνει ένα τεράστιο τραύμα και όντας αβοήθητο, στηρίζεται αποκλειστικά στη φροντίδα της μητέρας για να επιβιώσει. Από τη γέννηση ως περίπου τον τέταρτο μήνα το βρέφος εισέρχεται στην πρώτη αναπτυξιακή φάση η οποία λέγεται «σχιζοειδής-παρανοειδής». Λέγεται έτσι επειδή το βρέφος σχίζει τη μητέρα μέσα του σε καλή μητέρα (όταν ικανοποιεί τις ανάγκες του, π.χ. φαγητό, ζεστασιά κ.τ.λ.) και σε κακή μητέρα (όταν αποτυγχάνει να τις καλύψει). Ακολούθως, αγαπά και εξιδανικεύει την καλή μητέρα που το ταΐζει όταν πεινάει ή το ζεσταίνει όταν κρυώνει, ενώ μισεί και θέλει να ‘καταστρέψει΄ τη μητέρα που ματαιώνει αυτές του τις ανάγκες. Το χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής αυτής φάσης είναι ότι το βρέφος αδυνατεί να καταλάβει ότι η μητέρα που του καλύπτει τις ανάγκες και η μητέρα που τις ματαιώνει είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πρόσωπο (εδώ βρίσκεται το παρανοϊκό στοιχείο της φάσης αυτής).

Μετά τους πρώτους αυτούς μήνες και υπό την προϋπόθεση ότι το βρέφος ήταν τυχερό και είχε μία αρκετά καλή μητέρα που μπορούσε να ακούσει τις ανάγκες του βρέφους της και να τις ικανοποιήσει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, το βρέφος μπαίνει στη δεύτερη αναπτυξιακή φάση που τη λέμε «καταθλιπτική». Το έντονο κλάμα αρχίζει να υποχωρεί και να δίνει τη θέση του σε άλλες συμπεριφορές. Το βρέφος αρχίζει να κοιτάει περισσότερο τη μητέρα, της χαμογελάει, θέλει συνεχώς να την αγγίζει και αισθάνεται έντονο άγχος όταν αυτή δε βρίσκεται μαζί του. Το χαρακτηριστικό της φάσης αυτής είναι ότι το βρέφος πλέον συνειδητοποιεί ότι αυτή που θεωρούσε «καλή» και «κακή» μητέρα είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πρόσωπο και η συνειδητοποίηση αυτή του προκαλεί άγχος και κατάθλιψη (για αυτό ο όρος καταθλιπτική) γιατί ήθελε να βλάψει τη μητέρα. Αυτά όλα, τα οποία κάθε μητέρα έχει παρατηρήσει, τα έχουμε ελέγξει μέσα από εμπειρικές μελέτες και παρατηρήσεις βρεφών.

Πώς όμως σχετίζονται όλα αυτά με το πόσο ώριμος θα γίνει κάποιος; Όπως προανέφερα, εάν το βρέφος ήταν τυχερό και είχε μια μητέρα που μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, τότε θα μπορέσει σταδιακά να εισέλθει στη δεύτερη φάση και να συμβιβαστεί με το ότι η μητέρα του είναι και «καλή» και «κακή». Εάν οι θετικές εμπειρίες υπερισχύσουν των αρνητικών τότε το βρέφος ως ενήλικας θα μπορέσει να ανεχτεί σχετικά καλά τις μελλοντικές ματαιώσεις και θα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δεν υπάρχει «ιδανικός άνθρωπος ή ιδανική σχέση». Αν όμως δεν ήταν τυχερό και δεν είχε μια αρκετά καλή μητέρα, τότε στις μετέπειτα σχέσεις του θα «σχίζει» τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, προστατεύοντας και εξιδανικεύοντας το «καλό» ενώ παράλληλα επιτίθεται στο «κακό». Στην ακραία του παθολογία αυτό το βλέπουμε στις απολυταρχικές προσωπικότητες και φασιστικά καθεστώτα, όπου το «καλό» (φυλή, χρώμα κτλ.) εξιδανικεύεται και το «κακό» (π.χ. μειονότητες) που «απειλεί» το καλό πρέπει να καταστραφεί.

Αν λοιπόν πρέπει να δώσουμε έναν λειτουργικό ορισμό στην ωριμότητα αυτή θα μπορούσε να οριστεί ως «η ικανότητα ανοχής της αμφιθυμίας». Αμφιθυμία σημαίνει ότι κάτι μπορεί να μου προκαλεί αντίθετα συναισθήματα. Σημαίνει ότι ο/η σύντροφος που τόσο αγαπάω είναι παράλληλα αυτός/η που με εκνευρίζει περισσότερο από όλους. Και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Ένας άνθρωπος σχετικά ώριμος μπορεί να κρατήσει και να ζυμώσει μέσα του διαφορετικές ποιότητες χωρίς να αισθάνεται ότι απειλείται. Μπορεί να συγκροτήσει αυθεντικές σχέσεις, βασισμένες σε μία πραγματική εκτίμηση του άλλου. Δε προσφεύγει σε εξιδανικεύσεις και ουτοπικές σκέψεις, διότι όταν κάτι γίνεται ιδανικό κάτι άλλο γίνεται απειλητικό. Όταν κάτι είναι απόλυτα σωστό κάτι άλλο είναι απόλυτα λάθος.

H ώριμη προσωπικότητα μπορεί να σχετιστεί αυθεντικά με τους άλλους ανθρώπους. Μπορεί να ανεχθεί τις ματαιώσεις και τα δεινά της ζωής χωρίς να τα αποφεύγει. Μπορεί να ανεχθεί το διαφορετικό χωρίς να αισθάνεται ότι απειλείται. Κυρίως, όμως μπορεί να κάνει αυτό που ο Φρόυντ θεώρησε ως το νόημα της ζωής: να εργαστεί και να αγαπήσει παραγωγικά.