Ο πόνος ως έλξη στο ερωτικό πάθος

Ο πόνος ως έλξη στο ερωτικό πάθος

«Ξέρεις τι είναι προδοσία; Η ανάγκη φυγής που κυριεύει κάθε σώμα καθηλωμένο στην ίδια κουραστική στάση όπως είναι η στάση της πίστης, η στάση της αγάπης μπροστά σ’ ένα παράθυρο αμετακίνητο με μόνη θέα νύχτα μέρα καρφωτή στα μάτια την ανυπόφορη αντηλιά του εαυτού της». Κική Δημουλά

Εάν τα βιώματά δυο ανθρώπων χάραξαν με δραματικό τρόπο τα ίχνη τους στον ψυχισμό τους και δεν έχουν αντιμετωπίσει τα συναισθήματά τους, στο βλέμμα του άλλου παρατηρούν το όμοιο που τούς ελκύει, το οποίο το ακολουθούν εκστασιασμένοι, ενώ μέσα τους πυροδοτούνται συναισθήματα που τους διαπερνά η ένταση τους. Εκείνο που σιγοκαίει στην ψυχή τους ενός μοιάζει με τις πύρινες φλόγες του άλλου, που γλύφουν ανατριχιαστικά την ύπαρξη τους. Και ενώ η ένωση τους απειλεί να τους κατακάψει, προσκαλούνε ο ένας τα συναισθήματά του άλλου να αγκαλιαστούν μεταξύ τους, μήπως από την ένωση προκύψει μια σύνθεση που, αν και απανθρακωμένη, μπορεί να τους επιστρέψει τον εαυτό τους, εξαγνισμένο από συναισθήματα που καταβάλλουν την ύπαρξή τους.

Στην πραγματικότητα εκείνο που τους καλεί, είναι το τραύμα του που μοιάζει τόσο με το δικό τους και η οικειότητα τους συνεπαίρνει και ενώ το ονομάζουν πάθος, εκείνο είναι μια νοσηρή εξάρτηση που μεταμφιέζεται για να βρει το χώρο της στο λειμώνα της ψυχής τους και να τραφεί από τα πρόσωπα που τη συντηρούν. Η εξάρτηση τους κρατά έγκλειστους της παραπλανώντας τους, αδειάζοντάς τους από ζωή.

Πιστεύουν πως εκείνος, που πονά το ίδιο, θα σεβαστεί τις δικές τους πληγές και θα τις φροντίσει, ώστε να απαλλαγούν από τη φθορά που σιγά – σιγά ακρωτηριάζει τη διάθεση τους για ζωή. Φαντάζονται πως περνώντας μέσα από μια καρδιά που δονείται στους ίδιους παλμούς οδύνης με τους δικούς τους, θα ανακουφιστούν τα τραύματα τους. Η ομοιότητα τους καθησυχάζει παραπλανητικά, γιατί νομίζουν πως εκείνος που στο βλέμμα του βλέπουν τον εαυτό τους θα επικοινωνήσει με την οδύνη τους, θα σκύψει στις πληγές τους και εκείνες στο θωπευτικό του βλέμμα θα βρουν την ίαση τους.

Το παιδί μέσα τους που πονά, αμφιβάλλει, ανησυχεί και δεν εμπιστεύεται πως έχει τις δεξιότητες να χαράξει την πορεία του στη ζωή, ενώνεται ασφυκτικά με τον άνθρωπο που η ματιά του θα δεχτεί την προσκόλληση του, που τα χνάρια του είναι όμοια με τα δικά του∙ τα ακολουθεί ακόμα κι αν κάποιες φορές πατά πάνω τους, απορροφάται από αυτά και χάνει τα δικά του ίχνη.

Αποζητούν την ένωση μαζί του, γιατί η καρδιά τους σκιρτά στην ομοιότητα που βλέπουν στο βλέμμα εκείνο που η αναλαμπή του τούς προσκαλεί γοητεύοντάς τους. Εθισμένοι στον πόνο αδυνατούν να παρατηρήσουν τις ατέλειες του άλλου. Τα ρήγματα του που γίνονται χαράδρες και τους κατακρημνίζουν, προκαλούν έλξη πάνω τους και δεν τους αντιστέκονται. Γοητεύονται από το χείμαρρο που ξεχειλίζει με άναρχο τρόπο και τους γοητεύει παρασέρνοντας τους σε κάτι που το παραφράζουν ως γοητεία, ενώ στην πραγματικότητα είναι οι ασκοί του Αιόλου που έχουν ανοίξει παρασέρνοντας τους στο γνώριμο και ανατριχιαστικά οικείο. Σαν να ασκεί όλη αυτή η συνήθεια μια μεθυστική γοητεία, όπου τους αποπλανάει και ναρκωμένοι του παραδίνονται, ακόμα κι αν καραδοκεί ο όλεθρος να τους συντρίψει, μέσα στη δίνη μιας επανάληψης.

Ένα ακάνθινο στεφάνι γίνεται η θυσία τους, όπου της παραχωρούν όλο τους τον εαυτό, στην προσπάθεια τους να προσφερθούν σαν λύτρωση, για να απελευθερωθούν από τη σκλαβιά τους, αλλά εκείνη τους βυθίζει όλο και περισσότερο στα έγκατα της και αδύναμοι να βρουν την έξοδο, την επιλέγουν στις αδέξιες τους αναζητήσεις, όπου το λάθος γυρεύει εσφαλμένα το λάθος για να γιατρευτεί.

Είναι τόσο δύσκολο να αποδεχτούν την αντάμωση με έναν άνθρωπο που η διαφορετικότητά του θα αποτελέσει το ξάνοιγμα στην ελευθερία τους. Η αποδοχή μιας υγιούς σχέσης, όπου θα αισθάνονται ο εαυτός τους και όχι ένα ξέφτι που προσπαθούν να γίνουν κεντίδι στο βλέμμα του άλλου, για να πάρουν σχήμα και να μορφοποιήσουν τον εαυτό τους, μοιάζει με όνειρο τόσο μακρινό και επομένως απροσπέλαστο. Ο εγκλωβισμός τους, ο οποίος έχει γίνει πλέον εθισμός για εκείνους και ψυχικό δέρμα όπου κουλουριάζονται παλινδρομώντας, πισωγυρίζοντας στα στρωσίδια τους αδύναμοι να μεγαλώσουν, τούς στερεί τη δυνατότητα να αποδεχτούν την ελευθερία που θα μπορούσε να τούς λυτρώσει.

Η μακροχρόνια παραμονή σε εικόνες, που τους προσδιόρισαν, τούς κράτησαν αιχμάλωτο σε στρώματα πάγου και έπλασαν μια εικόνα που τούς συνοδεύει πλέον, όπου ράθυμα την πελεκάνε, σύμφωνα με το σχήμα που φαντασιώνονται πως έχει, επηρεασμένοι από τα μηνύματα όπου τους έχουν στείλει.

Πώς να στραφούν λοιπόν σε κάτι διαφορετικό από εκείνο που πιστεύουνε για τον εαυτό τους, πως να το αναγνωρίσουν και να το εκτιμήσουν, όταν η ματιά τους είναι συνηθισμένη στα μουντά χρώματα της απουσίας, της εγκατάλειψης, της προδοσίας; Παραμένουν στη σκιά της ζωής τους, βαδίζουν σε γνώριμα εδάφη, σε ακτίνες περιορισμένες, γιατί μια σιδερόφραχτη πύλη τους περιορίζει να κινούνται σε αυτό που η φυλάκιση τους ορίζει. Πώς να αναζητήσουν μια σχέση που ένας ούριος άνεμος υποβοηθά την ελευθερία και την αλλαγή, όταν η καθήλωση τούς κρατά αιχμάλωτούς της;

Η ώριμη σχέση υποστηρίζεται από ανθρώπους που εκτιμούν τον εαυτό τους, που σέβονται τις επιθυμία τους και την στρέφουν εκεί που υπάρχει παρουσία, αποδοχή, κατανόηση, επιθυμία για ανταπόκριση. Δυο άνθρωποι όμως οι οποίοι κουβαλούν τα τραύματα τους δε μπορούν να υποστηρίξουν μια ώριμη πλεύση. Συναντούν ανθρώπους, λοιπόν, όπου αυτό που τους ενώνει μαζί τους είναι και αυτό που τους χωρίζει από την αρχή. Τα τραύματα και των δυο τους και η φθοροποιός δράση τους στον ψυχισμό τους έχουν αλλοιώσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους τόσο, ώστε επειδή δεν μπορούν να διαχειριστούν την ένωση ώριμα, η σχέση μετατρέπεται σε ένα ανταγωνισμό δυο παιδιών που συναγωνίζονται το ίδιο παιγνίδι θέλοντας το ο καθένας για τον εαυτό του.

Ζητούν μια θέση στην καρδιά του άλλου πεισματικά με θράσος και θυμό προσδοκώντας πως έτσι θα διεκδικήσουν μια θέση στη ζωή, πως θα τους δοθεί ένας ρόλος, τον οποίο είχαν στερηθεί από παιδιά. Στρέφονται ο ένας στον άλλον με απαίτηση, με προσδοκία, προκειμένου να τους παραχωρηθούν τα πάντα, ώστε να κερδίσουνε την μάχη με τη ζωή, αυτήν που στερηθήκαν μεγαλώνοντας και φαντασιώνονται πως ο έρωτας θα γίνει το κατώφλι που θα τους βοηθήσει μαγικά να δρασκελίσουν την παιδική τους ηλικία και να κατακτήσουν επιτέλους την πολυπόθητη χαρά.

Κρύβουν τη θλίψη που νιώθουμε, νομίζοντας πως δε θα διαφανεί και ενώ εκείνη μεσουρανεί, τη μεταμφιέζουν σε ένα συναίσθημα με αποκριάτικη φορεσιά, για να ξεγελαστούν, ενώ η μάσκα που φορούν καθορίζει τις αντιδράσεις τους στη σχέση, οι οποίες γίνονται απρόβλεπτες και παρορμητικά εξακοντίζουν τα βέλη τους απροειδοποίητα κάθε φορά που αισθάνονται πως το αποτέλεσμα δε δικαιώνει τις προσδοκίες τους, να εξαφανίσουν με μαγικό τρόπο το βαρύ συναίσθημα που νιώθουν.

Απαιτούν ο ένας από τον άλλον να γίνει ένα καλούπι για να διαμορφώσουν τον εαυτό τους, αυτόν που στερηθήκαν όταν κοίταξαν στο βλέμμα σημαντικών ανθρώπων στη ζωή τους και κουλουριάστηκαν στην απουσία της αντανάκλασης. Ελπίζουν πως θα μπορέσουν να διαμορφώσουν μια σταθερή εικόνα για τον εαυτό τους, για να πάψει να είναι πλέον τόσο εύθραυστη η παράσταση που έχουν για τον εαυτό τους, ευάλωτη και ευεπίφορη στα μηνύματα που δέχεται από τους άλλους. Επιζητούν από τη σχέση να γίνει το μέσο, ώστε να πάψουν να μεταμορφώνονται σε μαριονέτες που τα νήματα των άλλων τούς κάνουν να κινούνται σύμφωνα με τις διαθέσεις τους, και να μην τους παραχωρούν πλέον την άδεια να παριστάνουν τον γλύπτη, σμιλεύοντας την μορφή τους σύμφωνα με τη δική τους διάθεση.

Γυρεύουν ένα νήμα σταθερό να τους συγκρατήσει, ώστε να πλέξουν τον εαυτό τους, για να πάψουν να αιωρούνται σε ανώφελους προσδιορισμούς, σε αδιέξοδους μονόδρομους. Αποζητούν ένα χάδι τρυφερότητας για τα τραύματά τους, ώστε να πάψει να επικρέμεται συνεχώς πάνω τους μια οργή που προσδοκά μια τιμωρία, επειδή η εικόνα τους δε συμφωνεί με αυτό το ιδανικό μοντέλο που έχουν πλάσει στη φαντασία τους. Απαιτούν δεν αγαπούν, ζητούν επίμονα να τους προσφερθεί μια αγάπη που δεν την γνώρισαν, κοιτάνε ο ένας τον άλλον χωρίς να βλέπουν στην αγάπη, αλλά στην ανάγκη τους προσδοκώντας από εκείνον και όχι επιθυμώντας τον.

Εκείνο που αναζητούν είναι η γιατρειά τους, λησμονούν όμως πως ο δρόμος που θα τους οδηγήσει στον εαυτό τους, ώστε να ξεφύγουν από τις λάθος πορείες που τους οδήγησε η εσφαλμένη αντίληψη για τον εαυτό μας, είναι η δική τους προσπάθεια να σκύψουν στα πονεμένα κομμάτια του εαυτού τους και να τα αρμολογήσουν, ώστε από τη σύνθεση να προκύψει ένας υγιής ώριμος εαυτός που θα αναζητήσει τον άνθρωπο ο οποίος χαρακτηρίζεται από ωριμότητα, από συνέπεια, από ευθύνη.

Εκείνο που τους κάνει να καταφεύγουν σε εκείνον που η ένωση μαζί του δονεί επώδυνα συναισθήματα, είναι ότι δεν εμπιστεύονται τον εαυτό τους πως μπορούν να βρουν την έξοδο στις πληγωμένες τους αναζητήσεις και αποζητούν από εκείνον, που η ομοιότητα του τούς υπόσχεται μια ψεύτικη ασφάλεια, να γίνει ο οδηγός τους. Δυσκολεύονται να ανατρέξουν στην πηγή του εαυτού τους, να αντλήσουν ικανοποίηση από εικόνες που τους ξεδίψασαν στο πέρασμα του χρόνου και έθρεψαν την αυτοεκτίμησή τους.

Επιμένουν σε ανθρώπους που είναι βυθισμένοι στις δικές τους δυσκολίες, γιατί αρνούνται να απευθυνθούν στις παραστάσεις που έχουν από ανθρώπους που τους αγάπησαν βαθιά ή εκτίμησαν ολάκερο το είναι τους. Η μειωμένη εμπιστοσύνη τούς κάνει να παραβλέπουν τις επιτυχίες τους, γιατί η ικανοποίηση που άντλησαν από εκείνες δεν αφήνουν να φτάσει στην ψυχή τους. Επιτρέπουν σε αρνητικά μηνύματα να τους επηρεάζουν και κάποιες φορές να τους προσδιορίζουν, γιατί δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη να αφουγκραστούν τα θετικά μηνύματα και να επιτρέψουν στις δονήσεις τους να τους διαπεράσουν ψυχικά. Εξαρτιόνται από την επιβεβαίωση ανθρώπων που δεν μπορούν να δουν πέρα από τις δικές τους δυσκολίες και αποζητούν από εκείνους μιαν αγάπη που αδυνατούν να τους την προσφέρουν.

Η εικόνα που σχημάτισαν για την αγάπη από παιδιά έχει μέσα της διλήμματα, ερωτηματικά, απουσία, ελλιπή ανταπόκριση που δονούν στον ψυχισμό τους αμφιβολίες για την ικανότητά τους να αγαπούν και για αυτό δυσκολεύονται να αποχωρήσουν από σχέσεις, όπου η οδύνη πρωτοστατεί. Οι ανασφάλειες τους τούς δυσκολεύουν να συγκρουστούν με το μοντέλο, στερημένο από αγάπη που έχει διαμορφωθεί στη σκέψη τους, και να αρχίσουν από σιγά – σιγά να σμιλεύουν ένα νέο, εμποτισμένο με αγάπη από τους ανθρώπους που η απλοχωριά της καρδιάς τους τούς επιτρέπει να τους αγαπήσουν.

Η υγιής σχέση, εκείνη που ξεδιψά τη ζωή μας, είναι μια σχέση που η αναπαράστασή της ομορφαίνει την ζωή μας. Όταν νιώθουμε πλέρια το νόημα της ζωής να περιτυλίγει την ύπαρξη μας, τότε ανταμώνουμε ανθρώπους όπου η ομοιότητα με εκείνους μας συμπληρώνει αρμονικά και η ένωση μαζί τους πλουτίζει την ψυχή μας.

Για να επιτευχθεί όμως αυτό, χρειάζεται να έρθουμε σε επαφή με τον εαυτό μας και να γιατρέψουμε τις πληγές μας, ώστε θεραπευμένοι να καταφύγουμε στον άνθρωπο μας ξεδιπλώνοντας στην καρδιά του το αίτημά μας που θα είναι μια επιθυμία αγάπης. Δεν θα έχουμε ανάγκη τον ίδιο να επουλώσει τα τραύματά μας, αλλά η ώριμη αγάπη, η υπεύθυνη δέσμευση θα γεμίσει την ύπαρξή μας από χαρά και ζωή.

 

Αγγελική Μπολουδάκη, Ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, Συγγραφέας του βιβλίου «Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα» Εκδόσεις Αραξοβόλι

Πηγή: enallaktikidrasi.com