Ευρωζώνη, το τελικό όριο;

Ευρωζώνη, το τελικό όριο;

Μπορεί να κουράζω, αλλά επιμένω ότι δεν ζούμε απλά μια κρίση. Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια νέα ιστορική περίοδο, η οποία στην πρώτη της φάση χαρακτηρίζεται από βαθιά ύφεση, έντονες κοινωνικές αναταράξεις, πολιτική αβεβαιότητα, ανεργία, φτώχεια, ανέχεια, φαινόμενα επιστημονικής (και όχι μόνο) μετανάστευσης, διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η περίοδος είναι άγνωστο, όπως άγνωστο είναι πώς θα εξελιχθεί. Η δημοσιονομική κρίση των ετών 2009 έως 2011 σηματοδότησε απλά την αρχή αυτής της νέας περιόδου.

Παρά τις όποιες προσπάθειες διάσωσης της οικονομίας μέσω σφιχτών και αυστηρών σχεδίων, τα οποία επιχειρούσαν ταυτόχρονα δομικές αλλαγές στον πυρήνα της κοινωνίας, ριζικές μεταρρυθμίσεις του μοντέλου διοίκησης και διακυβέρνησης και οικονομική στήριξη της χώρας, η Ελλάδα φαίνεται να αρνείται να σωθεί. Δέσμια νοοτροπιών και πρακτικών, οι οποίες καλλιεργήθηκαν και ασκήθηκαν επί δεκαετίες με πολιτικό προσωπικό τραγικά κατώτερο των περιστάσεων, με κοινωνικές δομές σχεδιασμένες να υπηρετούν ένα τερατώδες πελατειακό σύστημα, με πεισματική άρνηση να ακολουθήσει οποιοδήποτε σχέδιο, όσο λογικό και αν φαίνεται (ή είναι), η χώρα μας επιμένει να σπρώχνει τον χρόνο με την ελπίδα, ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα μπορέσει να ξεκινήσει ξανά το ίδιο πανηγύρι απλά από μια αφετηρία που θα βρίσκεται χαμηλότερα.

Αν εξετάσει κανείς στενά τεχνοκρατικά την όλη κατάσταση, η Ελλάδα είναι χρεωκοπημένη και το μόνο που μένει είναι η επίσημη ανακοίνωση πτώχευσης. Η προσπάθεια διάσωσης είναι μια πολιτική απόφαση, μια πολιτική επιλογή η οποία λήφθηκε γιατί τη συγκεκριμένη στιγμή αυτό εξυπηρετούσε τη συνισταμένη των συμφερόντων δανειστών και δανειζομένου.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον τρόπο διάσωσης που επελέγη. Μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Σαφώς μπορούσε. Και η πτώχευση καθ' εαυτή είτε επιθετική, είτε συμπεφωνημένη, ήταν μία επιλογή, όπως και πολλές άλλες. Το πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αν είχε επιλεγεί μια άλλη λύση, κανείς δεν μπορεί να το πει με αρκετή βεβαιότητα. Εκ των υστέρων βέβαια κρίνοντας, μπορούμε να πούμε ότι ούτε η κοινωνία, ούτε το πολιτικό προσωπικό ήταν έτοιμοι να στηρίξουν τη λύση που επελέγη. Αμφιβάλλω αν θα ήταν έτοιμοι, να στηρίξουν χωρίς σοβαρούς κλυδωνισμούς οποιαδήποτε λύση.

Προσωπικά είμαι πεπεισμένος, ότι η σωστή πολιτικά και στρατηγικά, λύση θα έπρεπε να λαμβάνει σαν δεδομένη την συναπόφαση με τους εταίρους της Ε.Ε., της κάθε κίνησης. Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλά μια στρατηγική επιλογή. Το μέλλον της Ελλάδας είναι συνυφασμένο με το μέλλον της Ευρώπης και η μόνη οικογένειά μας είναι η ευρωπαϊκή. Το δεδομένο αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη ύπαρξης Εθνικής Στρατηγικής στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα την επιβάλλει.

Φοβάμαι ότι μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις απλά αναλώθηκαν, προσπαθώντας να καλύψουν τα ταμειακά προβλήματα και δεν ξόδεψαν ούτε λεπτό στο να συνδυάσουν ταμειακά και μεταρρυθμιστικά μέτρα με μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική. Η πρώτη κυβέρνηση, αυτή του Γεωργίου Παπανδρέου ήταν η μόνη που θα μπορούσε να το κάνει. Απέτυχε όμως οικτρά. Οι ατομικές εξάρσεις ορισμένων υπουργών δεν μπορούν να ισορροπήσουν την ανεπάρκεια των υπολοίπων. Από εκεί και μετά, οι υπόλοιπες κυβερνήσεις περιορίστηκαν ή ωθήθηκαν σε ρόλο διαχειριστή και διεκπεραιωτή με σημαντικά μειωμένη διαπραγματευτική ικανότητα.

Πλέον με δεδομένη την κατάσταση θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο να αλλάξει ριζικά η πολιτική μας απέναντι στην οικονομική μας δυσπραγία. Οι γραμμές που είχαμε χαράξει, έχουν καταπατηθεί πολλάκις και η υπεράσπισή τους μπορεί να είναι απλά εθνική αυτοκτονία.

Τι μπορούμε να κάνουμε; Κατ’ αρχάς να εξετάσουμε από την αρχή και από κοινού με τους εταίρους μας, αν η συνέχιση της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη είναι συμφέρουσα για αμφότερες τις πλευρές. Θα μπορούσε να αναζητηθεί φόρμουλα, η οποία θα έδινε δυνατότητα νομισματικών χειρισμών, ώστε να ανακουφίζεται προσωρινά η πίεση στην οικονομία. Το πώς θα γίνει αυτό είναι ζήτημα που τεχνοκράτες και πολιτικοί θα μπορέσουν να μας πουν. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επιδιωχθεί η εξεύρεση μακροχρόνιας λύσης στο πρόβλημα του υφιστάμενου χρέους.

Κυβερνήσεις που θα κληθούν να χειριστούν την επόμενη ημέρα μιας τέτοιας απόφασης θα είναι αντιμέτωπες με μια εντελώς νέα κατάσταση. Κατ' αρχάς, η πολιτική θα έχει αποδεσμευθεί από εξωτερικές δεσμεύσεις και η οικονομία θα βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα χέρια των πολιτικών και της κοινωνίας. Σε ένα τέτοιο σκηνικό θα μπορούσαν να καταγραφούν και να ιεραρχηθούν οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες κοινωνικές ανάγκες. Έπειτα, θα ήταν δυνατό να καθορισθεί το μέγεθος του κράτους που σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα της χώρας μπορεί να ικανοποιήσει τις ιεραρχικά απαραίτητες ανάγκες, ώστε να διατηρείται η κοινωνική συνοχή.

Στο τέλος δεν θα ήταν δύσκολο, να εκπονηθεί ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, το οποίο θα είναι ελκυστικό για την ελεύθερη αγορά να το υλοποιήσει και αρκετά στοχευμένο, ώστε να μπορέσει το κράτος να εξασφαλίσει τις απαραίτητες υποδομές για την υλοποίησή του. Θα μπορούσε επίσης το λευκό φύλλο της επόμενης μέρας μιας απόφασης για προσωρινή νομισματική ελευθερία να γραφεί διαφορετικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, το σενάριο αυτό θα πρέπει να πάψει να είναι (αδικαιολόγητα) ταμπού και να αρχίσει μια εκ νέου σοβαρή εξέτασή του.