Αν ξεκινήσεις, θα σε ακολουθήσουν

Αν ξεκινήσεις, θα σε ακολουθήσουν

Σήμερα έχω τα γενέθλιά μου και έτσι, λίγες μέρες μετά τις γιορτές, ξαναματασκέφτομαι τη χρονιά που πέρασε. Η πολλαπλή αυτή ανασκόπηση με βοήθησε να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου και να δώσω μια μορφή σε μια πραγματικά χαοτική χρονιά. Και, όπως συχνά γίνεται, η εικόνα αποκρυσταλλώθηκε στο μυαλό μου ένα πρωί κάπου εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.

Τη χρονιά που μας πέρασε, οι ώρες αυτές μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου ήταν αρκετές φορές εφιαλτικές, στα όρια της κρίσης πανικού. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας, η συνήθης ψυχραιμία και αισιοδοξία που με διακρίνουν μετατρέπονταν συχνά σε αγωνία και απαισιοδοξία, φτάνοντας ακόμα και στα όρια της κατάθλιψης, του πανικού και της οργής. Καμία ορθολογική σκέψη δεν μπορούσε ν’ ανατρέψει την κατάσταση αυτή. Ζήσαμε ένα συνεχές θέατρο του παραλόγου, όπου η πραγματικότητα ξεπερνάει καθημερινά την πιο διεστραμμένη φαντασία. Όλοι μοιάζουν να ‘χουν παρανοήσει, με πρώτη και καλύτερη την κυβέρνηση, αλλά και σχεδόν σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο, τους δημοσιογράφους, πολλούς πνευματικούς ανθρώπους και φυσικά την πλειονότητα του ελληνικού λαού. Τι μας οδήγησε όμως εδώ;

Οι Έλληνες είμαστε ένας λαός που αγαπάμε την ελευθερία και σε ολόκληρη την ιστορία μας έχουμε πολεμήσει πολλές φορές για να τη διασφαλίσουμε. Για ιστορικούς λόγους, δεν εμπιστευόμαστε το κράτος, αλλά ούτε και ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε προσωπικά. Από αυτή τη διπλή έλλειψη εμπιστοσύνης θεωρώ ότι πηγάζουν όλα μας τα προβλήματα. Μπορεί να μην εμπιστευόμαστε το κράτος αλλά επειδή δεν εμπιστευόμαστε γενικώς κανέναν, αγωνιζόμαστε ώστε το κράτος να μας δώσει όσο το δυνατόν περισσότερα προνόμια και να περιορίσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις ελευθερίες όλων των άλλων ώστε να μας προστατέψει. Αντιμετωπίζουμε τη ζωή εγωιστικά, κοιτώντας το κοντόφθαλμο ατομικό, οικογενειακό ή συντεχνιακό «συμφέρον» και αντιμετωπίζουμε το κράτος ως τρόπαιο, το οποίο είτε θα κατακτήσουμε εμείς είτε οι αντίπαλοί μας.

Έτσι, ως οργανωμένες κοινωνικές ομάδες, επιδιώκουμε και συχνά πετυχαίνουμε το στόχο αυτό, με αποτέλεσμα να φοράμε έναν κρατικό ζουρλομανδύα σε όλους τους άλλους, εξασφαλίζοντας τα συμφέροντά μας και προστατεύοντας τον εαυτό μας. Όλα αυτά, βέβαια, σε θεωρητικό επίπεδο, μια και ισχύουν μόνο στο μυαλό μας. Στην πραγματικότητα, το μοναδικό που καταφέρνουμε είναι να φορέσουμε όλοι μαζί αυτόν τον πολύ στενό και καλοδεμένο κρατικό ζουρλομανδύα, απ’ τον οποίο πολίτες και επιχειρήσεις μπορούμε να ξεφύγουμε μόνο καταπατώντας τους νόμους με πολύ προσπάθεια και εφευρετικότητα.

Όλη αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει σε μια επίκτητη αδιαφορία για το νόμο και τους συμπολίτες μας, που πλέον εκλαμβάνεται ως χαρακτηριστικό του εθνικού πολιτισμικού μας DNA. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε πλήρη απαισιοδοξία και παθητικότητα με βάση τη λογική ότι για να αλλάξουν τα πράγματα πρέπει να αλλάξει η παιδεία των Ελλήνων, κάτι που χρειάζεται ολόκληρες γενιές, και συνεπώς κάθε προσπάθεια βραχυπρόθεσμης ή έστω μεσοπρόθεσμης βελτίωσης είναι μάταιη. Αυτή η απαισιοδοξία και παθητικότητα συνοψίζεται στο «Δεν Γίνεται». Ό,τι και να τολμήσεις να πεις ή να προτείνεις θα βρεθούν δεκάδες άνθρωποι να σου πουν ότι «Δεν Γίνεται», ότι είναι μάταιο. Έτσι πολιτικοί και πολίτες πιστεύουν π.χ. ότι δεν μπορεί ή δεν πρέπει να γίνει ριζική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, αναδιάρθρωση του δημοσίου, απελευθέρωση των αγορών κ.λπ. και τελικά το ασφαλιστικό, το δημόσιο, οι αγορές κ.λπ. καταρρέουν. Επειδή, λοιπόν, όλοι θεωρούν ότι «Δεν Γίνεται», τελικά όλα γίνονται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Φέτος, όμως, κάποιοι απέδειξαν ότι τελικά «Γίνεται». Δυστυχώς αυτοί οι κάποιοι δεν ήταν πολιτικοί, αλλά απλοί άνθρωποι απ’ την κοινωνία των πολιτών. Για παράδειγμα, όταν μια χούφτα ανθρώπων αποφάσισαν να οργανώσουν τις συγκεντρώσεις του Μένουμε Ευρώπη βρέθηκαν πολλοί να τους πουν ότι δεν θα πετύχουν, να τους παροτρύνουν να μην το κάνουν γιατί θα εκτεθούν, ακόμα και να τους βάλουν εμπόδια. Τελικά, όμως, χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στο δρόμο, ακολουθώντας το παράδειγμα κάποιων λίγων ονειροπόλων που πίστεψαν ότι «Γίνεται».

Αντίστοιχα, αν και σε πιο μικρή κλίμακα, κάποιοι άλλοι ονειροπόλοι στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, στους Students for Liberty και στον Ερευνητικό Όμιλο "John Stuart Mill" συνεχίσαμε να οργανώνουμε φιλελεύθερες εκδηλώσεις που άρχισαν να συγκεντρώνουν εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες κόσμου, όταν πριν λίγο καιρό μάζευαν λίγες δεκάδες.

Έτσι, σταδιακά, κάποιοι άνθρωποι καταλάβαμε σταδιακά ότι «Γίνεται». Στην αρχή, ίσως, να μην ήμασταν απολύτως βέβαιοι γι’ αυτό, αλλά αποφασίσαμε ότι οφείλαμε στον εαυτό μας να προσπαθήσουμε, παίρνοντας θάρρος και μαθαίνοντας ο ένας απ’ την επιτυχία του άλλου. Και τελικά αποδείξαμε ότι «Γίνεται» με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: το κάναμε.

Αυτές οι μικρές ή μεγάλες επιτυχίες με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, το οποίο παράγει συστηματικά εδώ και μια πενταετία ποιοτικό έργο με βάση αποκλειστικά εθελοντική εργασία, έπρεπε να γίνει η πρώτη επαγγελματική, ανεξάρτητη, μη-κομματική, διεθνών προδιαγραφών δεξαμενή σκέψης στην Ελλάδα. Ήξερα ότι «γίνεται» και αποφάσισα να το κάνω. Γιατί απλά πίστευα και πιστεύω ότι πρέπει να γίνει. Και μέσα σε λίγους μήνες διαπίστωσα ότι το ίδιο πιστεύουν και ο Νίκος, ο Αλέξανδρος, ο Πέτρος, ο Γιώργος, ο Μιχάλης, ο Παντελής, η Αρετή, ο Τάσος, η Λένα, η Μαρία, ο Αριστείδης, η Μιράντα, ο Παναγιώτης, η Γιούλη, ο Άρης, ο Μάνος, ο Ανέστης, ο Θωμάς, η Εύα, ο Χρήστος, ο Μάκης, ο Γρηγόρης, ο Στρατής και πολλοί άλλοι.  

Πριν από πολλά χρόνια είχα δει την ταινία Field of Dreams στην οποία ο πρωταγωνιστής αποφάσισε να χτίσει μέσα στα χωράφια καλαμποκιού ένα γήπεδο του baseball γιατί άκουσε έναν ψίθυρο: «Αν το χτίσεις, θα έρθουν». Εγώ, ευτυχώς, δεν ακούω ψιθύρους στον ύπνο μου, αλλά μπορώ να σας πω ότι: «Αν ξεκινήσεις, θα σε ακολουθήσουν» και ότι λίγοι ονειροπόλοι μπορούν ν’ αλλάξουν την χώρα, γιατί απλά «γίνεται», μια και αυτό που απαιτείται δεν είναι ν’ αλλάξουμε την παιδεία των Ελλήνων, αλλά να βγάλουμε τον κρατικό ζουρλομανδύα. Αν δεν με πιστεύετε, δείτε τι πετυχαίνουν όσοι Έλληνες δραπετεύσουν απ’ το ζουρλομανδύα μεταναστεύοντας ή τι έχει πετύχει η ναυτιλία που ποτέ δεν φόρεσε ζουρλομανδύα.

Εμείς ξεκινήσαμε. Σας περιμένουμε να πορευτούμε μαζί.