Β. Ραφαηλίδης – Η δημοκρατία γεννήθηκε από το χάος

Β. Ραφαηλίδης – Η δημοκρατία γεννήθηκε από το χάος

Αν απορρίπτουμε τη δικτατορία για το λόγο πως είναι δικτατορία, δηλαδή αυταρχική εξουσία του ενός, ή των περί τον έναν ολίγων, ή των περί των όπισθεν του ενός ολίγιστων, τότε αντιμετωπίζουμε την Ιστορία σαν αθεράπευτοι αισθηματίες, που δεν παίρνουν υπόψη πως τα «κακά πράγματα» δεν είναι προϊόντα των κακών εγκεφάλων κακών ανθρώπων, αλλά κακές συνέπειες μιας κακής κατάστασης που κι αυτή δεν δημιουργήθηκε από κακούς ανθρώπους, αλλά από μια προγενέστερη κακή κατάσταση, που θα ήταν αδύνατο να είναι καλύτερη απ’ αυτήν που ήταν, γιατί αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, κανείς δεν θα διάλεγε το χειρότερο, εκτός κι αν ήταν αθεράπευτα ηλίθιος. Αλλά, η ηλιθιότητα δεν αφορά τους λαούς (δεν υπάρχουν ηλίθιοι λαοί), αφορά μόνο κάποιους μεμονωμένους ανθρώπους (υπάρχουν ένα σωρό μεμονωμένοι ηλίθιοι, που ευτυχώς ποτέ δεν σχημάτισαν σύλλογο για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους ή κόμμα για να καταλάβουν την εξουσία).

Η ανθρώπινη κοινωνία, νοούμενη σαν ευρύτατο σύνολο ανθρώπων, δεν εμφάνισε ποτέ αυτοκαταστροφικές ή αυτοκτονικές τάσεις - κι ούτε σήμερα εμφανίζει τέτοιες τάσεις.

Αν η υδρόγειος κινδυνεύει να γίνει κονιορτός σήμερα, και να επιστρέφει στην αρχική κατάσταση της αστρικής σκόνης, δεν είναι γιατί οι τρελοί και οι ηλίθιοι αποτέλεσαν ξαφνικά την απόλυτη πλειοψηφία, αλλά διότι οι οικονομικοί ανταγωνισμοί οξύνθηκαν τόσο, που σε λίγο οι οικονομικές διαφορές που κρύβονται πίσω απ’ όλες τις διαφορές, δεν θα είναι δυνατό να λυθούν με διαπραγματεύσεις.

Ωστόσο, πριν από κάθε πόλεμο προηγείται μια μεγάλη περίοδος διαπραγματεύσεων. Και το γεγονός πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν πρώτα το όπλο της γλώσσας κι ύστερα τη γλώσσα των όπλων, σημαίνει πως καμία, μα καμία απολύτως κοινωνική ομάδα δεν θέλει τον πόλεμο.

Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε πάντα. Όσο πιο πρωτόγονες είναι οι κοινωνικές ομάδες, τόσο μεγαλύτερη σημασία δίνουν στη γλώσσα των όπλων, που τη χρησιμοποιούν εξαρχής, και τελειώνουν τις «διαπραγματεύσεις» στα γρήγορα. Ένας νεκρός είναι ο πιο βολικός «συζητητής»: Δεν αντιλέγει ποτέ.

Αλλά σήμερα, ο κίνδυνος της ολικής καταστροφής δεν προέρχεται από πρωτόγονες κοινωνικές ομάδες. Οι Αμερικανοί, για παράδειγμα, δεν είναι πρωτόγονοι, παρά το γεγονός πως στη ρύμη του οργισμένου μας λόγου, συχνά έχουμε την τάση να τους χαρακτηρίζουμε έτσι. Είναι, απλώς, καπιταλιστές. Και ως τέτοιοι πρέπει να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους με νύχια και δόντια. Και η μακριά προέκταση των νυχιών και των δοντιών, που ήταν τα πρώτα όπλα, είναι τα πυρηνικά όπλα.

Ακόμα και ο Ρήγκαν, ένας βλάκας με πατέντα, γνωρίζει τη σημασία των διαπραγματεύσεων. Κι αν αυτές οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, γι’ αυτό δεν θα φταίει ο Ρήγκαν, ή όποιος άλλος, αλλά το κοινωνικό σύστημα που στηρίζεται στο κλασικό και αιματηρό δόγμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Ο πόλεμος είναι εγγεγραμμένος ως δυνατότητα στο παραπάνω σλόγκαν, που θα μπορούσε να είναι το σήμα κατατεθέν του καπιταλισμού.

Στην ατέλειωτη αλυσίδα των πολέμων, ο πρώτος κρίκος ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος, δεδομένου ότι οι φυλές είναι προγενέστερες των κρατών και στην αφετηρία του πρώτου εμφύλιου πολέμου, βρίσκεται ένας ενδοοικογενειακός πόλεμος. Ο βιβλικός μύθος του Άβελ και του Κάιν, έχει το νόημά του, όπως άλλωστε κάθε μύθος, κάθε μυθολογίας.

Λοιπόν που λέτε, με τη δικτατορία (τυραννίδα) του Πεισίστρατου και των γιων του ,Ίππαρχου και Ιππία, που λήγει αισίως, αλλά με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, το 510 π.χ. (μη σας φανεί παράξενο που οι στρατοκράτες Σπαρτιάτες κυνηγούν τους τυράννους, κάντε υπομονή μέχρι το μεθεπόμενο κείμενο και θα καταλάβετε γιατί), η Αθήνα, που μόλις μετά βίας είχε γλιτώσει, διά του Πεισιστράτου, από τον εμφύλιο πόλεμο, κινδυνεύει και πάλι να εμφυλιοκαταστραφεί εξαιτίας της ύπαρξης φυλών.

(Είναι αυτονόητο, πως, όταν δεν υπάρχουν φυλές, δεν υπάρχει ούτε εμφύλιος πόλεμος, τουλάχιστον τούτη τη μακρινή περίοδο, γιατί αργότερα τα πράγματα άλλαξαν. Ωστόσο, ο λανθασμένος όρος «εμφύλιος πόλεμος» παραμένει εν χρήσει και σήμερα, παρότι σήμερα ένας τέτοιος πόλεμος θα έπρεπε να ονομάζεται «ενδοεθνικός ταξικός πόλεμος» - ο όρος είναι δικός μου και τον προτείνω για υιοθέτηση). Στα δύο μόλις χρόνια που μεσολαβούν από την πτώση του Ιππία το 510 π.Χ. μέχρι το 508 π.Χ. (θα δούμε τι φοβερό συνέβη αυτή τη χρονιά, αλλά δεν σας το λέμε από τώρα, για να σας υποχρεώσουμε... τυραννικά να διαβάσετε και τη συνέχεια τούτου του «διδακτικού» αναγνώσματος, που όπως όλα τα διδακτικά αναγνώσματα δεν πρόκειται να διδάξει κανέναν), λέγαμε πως μέχρι το 508 π.Χ. στην Αθήνα επικρατεί πλήρες χάος (περίπου σαν το σημερινό, που ευχόμαστε να οδηγήσει εκεί που οδήγησε τότε - και το λέμε αυτό για να αποκαλύψουμε μέρος του μυστικού που σας κρύψαμε, αν και ήδη καταλάβατε περί τίνος πρόκειται).

Στην Αθήνα της άμεσα προδημοκρατικής περιόδου (δύσκολα να φυλάξει κανείς ένα τέτοιο μυστικό) υπήρχαν τρεις κοινωνικές παρατάξεις, που δεν τις ονομάζουμε τάξεις, για να μη σας μπερδέψουμε:

Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες του Λεκανοπεδίου της Αττικής, που κατοικούσαν στη Μεσόγειο (τα σημερινά Μεσόγεια), οι κάτοικοι των παραλίων της Αττικής, που ήταν έμποροι και αλιείς, και οι μικροί γεωργοί των ορεινών διαμερισμάτων της βορειοανατολικής Αττικής, που όπως είδαμε, είχαν αναδείξει και είχαν βοηθήσει τον ορεινό Πεισίστρατο.

Φυσικά, στην οικονομική ζωή κυριαρχούσαν οι πλούσιοι Μεσόγειοι. Όμως οι Παράλιοι είχαν γίνει ήδη πάρα πολύ απειλητικοί για τους Μεσόγειους, γιατί το εμπόριο αναπτυσσόταν ολοένα και περισσότερο. Αλλά και οι Ορεινοί, χάρη στην αριθμητική τους δύναμη (η ποσότητα έπαιξε πάντα σημαίνοντα ρόλο στην Ιστορία), απειλούσαν να τα κάνουν γης μαδιάμ, γιατί δεν ήταν ευχαριστημένοι από τους νόμους του Σόλωνα. Άλλωστε, κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος από τους νόμους του Σόλωνα, παρά τη σοφία τους, διότι οι νόμοι του Σόλωνα ήταν διαλλακτικοί και συμβιβαστικοί. Είχε δηλαδή την αφέλεια να πιστεύει, αυτός ο σοφός, πως αρκεί να δώσεις στους ανθρώπους νόμους αντί ψωμιού, κι όλα θα πάνε καλύτερα. Αμ, δε!

Ποτέ κανένας καλός νόμος δεν έκανε τα πράγματα οριστικά καλύτερα. Απλώς, οι νόμοι, κάνουν τα πράγματα προσωρινά καλύτερα, μέχρι που να σκάσει το καζάνι και να διαλύσει μαζί μ όλα και τους νόμους.

Μια τέτοια έκρηξη λέγεται επανάσταση. Αλλά μια επανάσταση δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην πρόοδο. Υπάρχουν επαναστάσεις και επαναστάσεις. Άλλο η κόκκινη επανάσταση του Οχτώβρη, του 1917, άλλο η μαύρη επανάσταση της 21ης Απριλίου κι άλλο η πράσινη επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου (ξέρετε, αυτή που οδήγησε στις «επαναστατικές αλλαγές» της ανάλλαγης Αλλαγής). Δεν δικαιολογείται συνεπώς κανένας εκ των προτέρων θαυμασμός για τους επαναστάτες, για μόνο το λόγο πως είναι ή αυτοχαρακτηρίζονται επαναστάτες.

Λοιπόν, η κατάσταση στην Αθήνα από το 510 μέχρι το 508 π.Χ. ήταν «έκρυθμη», τουτέστιν, όλοι απειλούσαν να βγάλουν απ’ τον τρέχοντα ρυθμό την καθημερινή ζωή, πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί ανετότατα, γιατί οι αρχαίες φυλές διατηρούσαν τη συνοχή τους και η μία ήταν έτοιμη να επιτεθεί κατά της άλλης, προκαλώντας έτσι έναν εμφύλιο πόλεμο και δεν υπάρχει τίποτα πιο βάρβαρο από έναν εμφύλιο πόλεμο. Τούτος ο επαπειλούμενος εμφύλιος πόλεμος έπρεπε να αποφευχθεί οπωσδήποτε. Και όλοι ήθελαν να τον αποφύγουν, όπως και σήμερα, που όλοι προσπαθούν να αποφύγουν τον πόλεμο, και τούτο γιατί κανείς δεν μπορεί να προλέξει την έκβασή του.

Αλίμονο μας αν οι νικητές ενός πολέμου γνώριζαν εκ των προτέρων πως αυτοί θα είναι οι πιθανότεροι νικητές! Βέβαια όλοι φροντίζουν να είναι αυτοί οι πιθανότεροι νικητές και προετοιμάζονται προς τούτο κατάλληλα, αλλά όπως έδειξε πανηγυρικά και ο πόλεμος του Βιετνάμ, στον πόλεμο «ουδένα προ του τέλους (του) μακάριζε». Άλλωστε, όλες οι νίκες είναι λίγο ως πολύ πύρρειες, αφού και οι νικητές πληρώνουν πάντα ακριβά το τίμημα της νίκης. Απλώς, οι νικητές, μπορεί να ευνοούνται στον τελικό ισολογισμό, όσον αφορά την ανθρώπινη ζωή. Αλλά, ποιος λογαριάζει την ανθρώπινη ζωή, όταν είναι ν’ αρπάξει τη λεία απ’ τον εχθρό, που είναι και το τελικό ζητούμενο σε κάθε πόλεμο, εμφύλιο, διεθνικό και πολυεθνικό; Πάντως, όταν μπορείς ν’ αρπάξεις τη λεία ειρηνικά δεν καταφεύγεις σε πόλεμο, εκτός κι αν είσαι βλαξ, πράγμα που το αποκλείσαμε, προκειμένου περί κοινωνικών ομάδων.

Ο Κλεισθένης, λοιπόν, έβαλε το φοβερό μυαλό του κάτω και προσπάθησε να καταλάβει τι δεν πήγαινε καλά με τους κατά τα άλλα έξοχους νόμους του Σόλωνα. Αφού οι Αθηναίοι είχαν νόμους τόσο τέλειους, που μερικοί απ’ αυτούς ισχύουν και στις μέρες μας ελαφρώς παραλλαγμένοι, γιατί τσακώνονταν παρά ταύτα; Βέβαια, ο Κλεισθένης, όπως και ο πνευματικός του πατέρας, ο Σόλων, όπως κι όλοι όσοι έχουν μισό γραμμάριο μυαλό στο κεφάλι τους, ήξερε πως ο καβγάς γίνεται πάντα για το πάπλωμα. Όμως ήξερε και κάτι παραπάνω: Πως το πάπλωμα, πριν αρχίσουν να το τραβούν από δω κι από κει, έπρεπε να σκεπάζει όλους, προκειμένου όλοι να μπορέσουν να το τραβήξουν, στην περίπτωση που θα αποχτούσαν τις προς τούτο απαιτούμενες δυνάμεις. Η περίφημη ισονομία του Σόλωνα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα,

αν ο καθένας δεν είναι σε θέση να κάνει δικούς του τους νόμους.

Συνεπώς, αν όλοι τραβούσαν το πάπλωμα με την ίδια ακριβώς δύναμη, κανείς δεν θα μπορούσε να το κάνει ολότελα δικό του, παρόλο που το τράβηγμα θα συνεχίζονταν (συνεχίζεται ακόμα).

Ο Κλεισθένης, λοιπόν, είναι ο εφευρέτης του πολιτικού αξιώματος της «ισορροπίας των δυνάμεων», που ισχύει ακόμα. Βέβαια, οι ισόρροπες δυνάμεις, συνεχίζουν να είναι δυνάμεις και να μάχονται. Ο Κλεισθένης δεν έβαλε τέρμα στην «πάλη των τάξεων» που, φυσικά, δεν είναι εφεύρεση του Μαρξ, αλλά πανάρχαιο κοινωνικό γεγονός. Απλώς, ισορρόπησε τις αντίρροπες και αντιμαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις, ώστε να αποφευχθεί η άμεση σύγκρουση, που ήταν το επειγόντως ζητούμενο.

Και κατάφερε όντως να τις ισορροπήσει μ’ ένα εκπληκτικό στρατήγημα, που είχε διαφύγει απ’ το Σάλωνα. Κατάλαβε, δηλαδή, ο Κλεισθένης πως, όσο στην Αθήνα (δηλαδή στην Αττική), υπάρχουν φυλές που η καθεμιά εφαρμόζει πρώτα τους δικούς της αρχαίους νόμους κι ύστερα τους κοινούς για όλους τους Αθηναίους, ούτε λόγος να γίνεται για τη σολώνεια ισονομία, δηλαδή την ισότητα απέναντι στους νόμους, που σήμερα είναι ένα κενό σχήμα λόγου, αντίθετα από την αμέσως μετά τον Κλεισθένη εποχή.

Έπρεπε, λοιπόν, να καταργηθούν οι εξ αίματος φυλές και τη θέση τους να πάρουν οι κατά γεωγραφικά διαμερίσματα φυλές, που παρόλο που διατηρούν και τώρα την ονομασία «φυλή», δεν είναι ακριβώς φυλές αλλά κοινότητες, δήμοι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες τις μικρότερες διοικητικές μονάδες, που στην περίπτωση της πόλης-κράτους, ήταν ταυτόχρονα και οι μεγαλύτερες.

Θυμίζουμε κάτι σημαντικό που ήδη το αναφέραμε σε άλλο κείμενο: Η δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας ήταν συνασπισμός δήμων, των δήμων ολόκληρης της Αττικής, και συνεπώς η Αθηναϊκή Δημοκρατία θα έπρεπε να λέγεται, πιο σωστά, Αττική Δημοκρατία. Άλλωστε, όπως ήδη έγινε φανερό, οι κοινωνικές διεργασίες που προηγούνται της εμφάνισης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας αφορούν ολόκληρη την Αττική, κι όχι μόνο το βασικό της δήμο, την Αθήνα, που ποτέ, ούτε πριν, ούτε κατά, ούτε μετά τη δημοκρατία (γιατί υπάρχει και ένα μετά που είναι τραγικό, όπως θα δούμε αργότερα), καθυπόταξε στη δική της εξουσία τους άλλους δήμους της Αττικής.

Ο συνασπισμός των δήμων της Αττικής σ’ ένα ενιαίο διοικητικό σύστημα ήταν αυτονόητος για όλους τους κατοίκους της Αττικής, εξαιτίας της γεωγραφικής διαμόρφωσης αυτής της γωνιώδους περιοχής, όπου όλες οι παραλίες έχουν εύκολη πρόσβαση στα Μεσόγεια, και τα Μεσόγεια «εκβάλλουν» φυσικά στις παραλίες. Κατά κάποιο τρόπο, στην Αττική, δεν υπάρχουν στεριανοί και θαλασσινοί. Όμως, η βόρεια πλευρά του τριγώνου είναι ανοιχτή και ευάλωτη, κι αυτό δημιουργεί στους κατοίκους της Αττικής το αίσθημα πως, ο όποιος εχθρός είναι κοινός.

Η γεωγραφική κλειστότητα αποτελεί προϋπόθεση για να εγκλωβιστεί εντός της μια φυλή ή ένα έθνος. Αν δεν υπήρχαν γεωγραφικά εμπόδια, δεν θα υπήρχαν ούτε σύνορα, σε μια εποχή μάλιστα που θα ήταν πολύ δύσκολο να φυλαχτούν τα σύνορα, αν δεν τα «φύλαγε» η ίδια η φύση, ας πούμε μ’ ένα ποτάμι ή ένα ψηλό βουνό, που για αιώνες λειτούργησε σαν τείχος, πριν οι άνθρωποι κατασκευάσουν τείχη.

Ο Κλεισθένης κατάλαβε πως σε μια ιδιόρρυθμα κλειστή περιοχή, όπως η Αττική, θα ήταν δύσκολο να συνυπάρξουν ειρηνικά πολλές φυλές, πολύ περισσότερο όταν αυτές οι φυλές είχαν απόλυτη ανάγκη η μία από την άλλη, εξαιτίας της γεωλογικής ιδιομορφίας της Αττικής. Θα ’πρεπε, λοιπόν, είτε να κυριαρχήσει μια φυλή σ’ ολόκληρη την περιοχή, καθυποτάσσοντας όλες τις άλλες, όπως στη Σπάρτη, που κι αυτή ήταν ομοσπονδία δήμων, άλλα πάρα πολύ διαφορετικών, είτε να βρεθεί τρόπος να συνυπάρξουν όλες οι φυλές ειρηνικά. Και για να συμβεί το δεύτερο έπρεπε να εξαφανιστούν τα αριστοκρατικά γένη. Γιατί οι αριστοκράτες ήταν αυτοί που είχαν κάθε λόγο να υποθάλπουν τη φυλετική διαίρεση της κοινωνίας.

Όταν κάνεις είναι φτωχός και ακτήμων, δεν έχει κανένα λόγο να «περηφανεύεται για την «ευγενική» καταγωγή του -εκτός κ αν είναι μωρός Νεοέλλην. Τούτη η περηφάνεια, άλλωστε, κρύβε, πάντα μια επιθυμία για τη διαφύλαξη των κεκτημένων ή την ανάκτηση τους, στην περίπτωση που έχουν χαθεί. Κι ένας εκ καταγωγής φτωχός (δηλαδή, χωρίς πλούσιους προγόνους, που κάποτε χρεοκόπησαν), πρέπει να είναι εντελώς βλάξ για να νοιώθει περήφανος για την καταγωγή του.

Ο μεγάλος Κλεισθένης, ο αριστοκράτης Κλεισθένης, τα κατάλαβε όλα αυτά, αιώνες πριν τα βάλει σε κάποια θεωρητική τάξη ο Μαρξ. Κατάλαβε, δηλαδή, πως στη διαμόρφωση μιας εθνότητας η γεωγραφία και όχι το αίμα παίζει τον πρώτο και κυρίαρχο ρόλο. Και το σωτήριο για την ανθρωπότητα έτος 508 π.Χ. καταργεί τις φυλές και φκιάχνει τους «γεωγραφικούς» νόμους του. Η δημοκρατία έχει γεννηθεί, αυτή τη χρονιά.

***

Βασίλης Ραφαηλίδης – Νεοελληνική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.