Τομ Ρόμπινς - Ο Ναβουχοδονόσορ κι η μις Πορφύρα

Τομ Ρόμπινς - Ο Ναβουχοδονόσορ κι η μις Πορφύρα

Ο Ναβουχοδονόσορ είχε κάτι κοινό άψυχα αντικείμενα: ήταν πολύ υπομονετικός. Οι μήνες περνούσαν κι αυτός σουλατσάριζε στους προμαχώνες που είχαν φτιάξει τα στρατεύματά του γύρω από την Ιερουσαλήμ, με τη μεγάλη βαβυλωνιακή μύτη του ανασηκωμένη στον αέρα.

Όταν η μπόχα που ερχόταν μέσα από τα τείχη έφτασε σε τέτοια ένταση ώστε να μπορεί να συμπεράνει με βεβαιότητα πως οι μισοί κάτοικοι της πόλης είχαν πεθάνει, διέταξε τους άντρες του να φτιάξουν πολιορκητικές μηχανές. Οι Βαβυλώνιοι συνάντησαν πολύ μικρή αντίσταση όταν επιτέθηκαν στο ευάλωτο βόρειο τείχος.

«Γρήγορα άνοιξαν μια ρωγμή στο τείχος και τα παιδιά της Βαβυλώνας όρμησαν στους στενούς δρόμους. Τότε, το βαμμένο ραβδί μας, που τα παρακολουθούσε όλα αυτά από τη στέγη του Ναού ξαπλωμένο πάνω σε ένα φύλλο χρυσού που είχε ζεσταθεί από τον ήλιο, έκανε κάτι που δεν το είχε ξανακάνει κανένα αντικείμενο από την αρχή της ιστορίας των ανθρώπων, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ εδώ και ένα εκατομμύριο χρόνια παρά μόνο κάτω από πολύ ιδιάζουσες συνθήκες και πάντα στα κρυφά. Σηκώθηκε και το ’βάλε στα πόδια.

«Σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή τη ριζοσπαστική ενέργεια, μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Μπορεί να είχε βαρεθεί πια όλες αυτές τις ανοησίες, μπορεί να μην ήθελε να “βουλιάξει” κι αυτό με το πλοίο. Μπορεί να μην υπήρχε κανένα λογικό αίτιο ή, αν υπήρχε, μπορεί να είχε τις ρίζες του στα αστέρια. Δεν ήταν εύκολο, βέβαια, το ξέρω καλά αυτό. Χρειάστηκε να καταβάλει μια προσπάθεια χωρίς όρια για να θέσει σε κίνηση δυνάμεις που βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση επί τόσον καιρό. Ορισμένα υποατομικά σωματίδια έπρεπε να αναγκαστούν να αλλάξουν κατεύθυνση, να ακολουθήσουν τροχιές που δεν είχαν διαγράψει ποτέ μέχρι τώρα. Αλλά μέσα σε τριάντα μόνο λεπτά ανθρώπινου υποκειμενικού χρόνου, ο κύριος Ραβδής κατέβαινε χοροπηδώντας τη σκάλα, με κατεύθυνση την κύρια αυλή του Ναού.

«Πέρασε σαν καγκουρώ δίπλα από τα κοκαλιάρικα πτώματα των ιερέων και των ιερειών, διέσχισε τον προθάλαμο και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα. Κατά καλή τύχη, η μις Πορφύρα, όμορφη όπως πάντα και τυλιγμένη με μοβ λινό, βρισκόταν πάνω σε ένα βάθρο από λευκή πέτρα στην άλλη άκρη της αίθουσας. Αν η μις Πορφύρα ήταν στα Άγια των Αγίων, ο Κύριος Ραβδής δεν θα μπορούσε να ανοίξει τη βαριά χρυσή πόρτα και να φτάσει κοντά της. Η μις Πορφύρα δεν υπεισήλθε σε λεπτομέρειες γύρω απ’ αυτό το περιστατικό, φαίνεται όμως ότι ο κύριος Ραβδής την έπεισε να αφυπνίσει κι αυτή τις δυνάμεις της κινητικότητας και να φύγει μαζί του. Δεν ξέρω πώς το κατόρθωσε αυτό — μπορεί να φύσηξε στο αφτί της.

«Η μις Πορφύρα πρόβαλε κάποια αντίσταση αρχικά. ' Έχω ακούσει ότι πολλές γυναίκες το κάνουν αυτό. Του είπε ότι οι Βαβυλώνιοι είναι αφοσιωμένοι λάτρεις της Ισθάρ —που δεν είναι παρά η θεά Αστάρτη με άλλο όνομα- και πως ένα καθαγιασμένο αντικείμενο της θρησκείας της Μεγάλης Μητέρας δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από τη Βαβυλώνα. Ο κύριος Ραβδής της απάντησε ότι οι στρατιώτες είναι στρατιώτες, από όποιο πολιτισμό και από όποια εποχή κι αν προέρχονται. Τους αρέσει να κόβουν και να σπάνε και να βιάζουν και να καίνε και όταν τους κυριέψει η φρενίτιδα της εισβολής, τίποτε δεν θεωρείται ιερό γι’ αυτούς, είτε έμψυχο είτε άψυχο. Πάντως, εκείνο που τον έκανε να το βάλει στα πόδια δεν ήταν ο φόβος.' Ήταν... κάτι άλλο.

«Η μις Πορφύρα τον ακολούθησε.

«Τράβηξαν νότια για να αποφύγουν τους εισβολείς και η έξαψη της κίνησης ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν τους ένοιαξε καθόλου όταν τους είδε ένας μισοψόφιος από την πείνα Ιερεμίας κι άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελός. Έφτασαν στο Όρος των Ελαιών και από την κορυφή του, κρυμμένοι μέσα στις σκιές ενός δέντρου, κοίταξαν την πόλη. Είδαν τους Βαβυλωνίους να λεηλατούν το Ναό, μετά να τον καταστρέφουν και μετά να τον πυρπολούν. Πείτε τον Ναό του Σολομώντα, πείτε τον Ναό του Χαϊράμ, πρέπει να ήταν υπέροχο οικοδόμημα αυτός ο Πρώτος Ναός, πιο λαμπρός και από τη λαμπρότερη βίλα του Μπέβερλι Χιλς. Και ήταν επίσης η καρδιά και τα πνευμόνια, το κέντρο και το στέμμα, η άγκυρα και η σημαδούρα, ο Πολικός Αστέρας του έθνους του Ισραήλ. Οι Βαβυλώνιοι τον μετέτρεψαν γρήγορα σε αποκαΐδια και μετά ποδοπάτησαν τη στάχτη. Από τότε, δεν έχει ξαναβρεθεί ούτε μία πέτρα του.

Ο χορός των εφτά πέπλων

Τομ Ρόμπινς - Ο χορός των εφτά πέπλων