Σύνδρομο της Στοκχόλμης

Σύνδρομο της Στοκχόλμης

Εξάρτηση, τοξική αγάπη, συναισθηματική αποστασιοποίηση από το βαθύτερο «εγώ»: αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το τρίπτυχο των εθιστικών διαπροσωπικών σχέσεων που δραπετεύουν από τα πλαίσια της υγιούς έκφρασης της αγάπης και της οικειότητας και εμφορούνται το προσωπείο της υπερβολικής αγάπης που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας αμυντικός μηχανισμός που συνδέεται άρρηκτα με βιώματα της παιδικής ηλικίας.

Μία άλλη διάσταση κακοποιητικών σχέσεων παρατηρείται σε άτομα που έχουν δεχτεί οποιουδήποτε είδους κακοποίηση και παραμένουν δέσμια των θυτών.

Ουσιαστικά δηλαδή το θύμα- ξενιστής αναπτύσσει εξαρτητική σχέση από το θύτη-παράσιτο δείχνοντας κάποια θετικά συναισθήματα που μπορεί να λάβουν τη μορφή αφοσίωσης, υποστήριξης, συμπάθειας ή ακόμη και αγάπης.

Παρατηρείται, λοιπόν, μία ομοιότητα του θύματος με ένα βρέφος ως προς τον ασυνείδητο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένα μωρό για να επιβιώσει. Πρόκειται ασφαλώς για μία ψυχολογική διαταραχή με την έννοια ότι αναφερόμαστε σε μία φυσιολογική αντίδραση σε μία αφύσικη κατάσταση αν και έχει αμφισβητηθεί από κάποιους επιστήμονες καθώς δεν συμπεριλαμβάνεται στο DSMV, τη βίβλο των ψυχιατρικών διαταραχών και δεν έχει γίνει επαρκή ακαδημαϊκή έρευνα για το θέμα.

Οι ομάδες ανθρώπων στις οποίες παρατηρείται το «σύνδρομο της Στοκχόλμης» όπως ονομάστηκε από τους ψυχολόγους αυτό το συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων θύματα αιμομιξίας ή trafficking, φυλακισμένους πολέμου, κακοποίηση παιδιών ή γυναικών κ.ά..Σε πιο απλό επίπεδο, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από την καθημερινότητα θα αναφερθώ σε φράσεις που ίσως έχετε ακούσει και εσείς στον περίγυρό σας : «ακούγεται τρελό αλλά όσο και να με πλήγωσε τον έχω ανάγκη στη ζωή μου», «παρ’ ότι μου δηλητηρίασε τα καλύτερά μου χρόνια, μου λείπει πολύ», «οι βρισιές και το ξύλο μάτωναν την ψυχή μου αλλά τον αγαπώ ακόμη» κ.ά..

Προσπαθώντας να κατανοήσουμε την ψυχολογία ανθρώπων που έχουν αναπτύξει θετικα συναισθήματα για το θύτη τους γεννάται εύλογα το ερώτημα: τι είδους επίδραση άσκησε ο θύτης στο θύμα ώστε το τελευταίο να εκδηλώνει τέτοια συμπεριφορά ενώ έχει δεχτεί κακοποίηση σε σωματικό ή συναισθηματικό επίπεδο;

Είναι φανερό πως οι επιδράσεις του θύτη στην ψυχολογία του θύματος είναι καταλυτικές καθώς το δεύτερο συχνά ανακαλύπτει πτυχές της προσωπικότητάς του που μοιάζουν με του δράστη, μπαίνει στη διαδικασία να κατανοήσει τους λόγους αυτής της συμπεριφοράς του αισθανόμενο οίκτο και όχι θυμό, δένεται συναισθηματικά και καταλήγει να προσαρμόζεται πλήρως στην εκάστοτε συναισθηματική κατάσταση του θύτη έτσι ώστε να προστατευθεί και να προφυλάξει τον εαυτό του από το να μην πληγωθεί. Πρόκειται δηλαδή για ένα μηχανισμό αυτοσυντήρησης που εκδηλώνει το θύμα καθώς βιώνει τη λαίλαπα αντικρουόμενων συναισθημάτων: αφενός οργή και επιθυμία για απελευθέρωση, αφετέρου οίκτο και ενδιαφέρον για τις ανάγκες του θύτη.

Ένας παραλογισμός εκ πρώτης όψεως για τους περισσότερους, αλλά όχι για όλους. Αν επιχειρήσουμε να σηκώσουμε το μανδύα του «φαίνεσθαι» και να ψάξουμε το βαθύτερο νόημα τέτοιων συμπεριφορών θα συνειδητοποιήσουμε πως η απάντηση σε αυτό το «ανεξήγητο» φαινόμενο κρύβεται στις ασυνείδητες διανοητικές διαδικασίες που διέπουν τις συμπεριφορές, τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας. Η υπακοή-συνεργασία με το θύτη καθίσταται μονόδρομος στο νου του θύματος που ταλανίζεται από το φόβο και την αμφιβολία.

Το κλειδί για την απελευθέρωση το κρατά ο ευγενής δράστης με αποτέλεσμα το θύμα να προσπαθεί να το αρπάξει εξασφαλίζοντας αρχικά μία ευνοϊκότερη μεταχείριση από εκείνον. Αυτό όμως που δεν μπορεί να φανταστεί τη στιγμή εκείνη είναι πως μία προσπάθεια για στενότερη συναισθηματική επαφή με το χρήστη είναι μία τεράστια παγίδα καθώς ασυνείδητα αρχίζει να συμφωνεί με το θύτη και να ταυτίζεται με τις απόψεις του, θεωρεί ότι έχει κοινά στοιχεία με τον κακοποιό του σώματος ή της ψυχής του, τον απενοχοποιεί και έτσι φτάνει στο μελανότερο σημείο όπου χτίζεται η ενσυναίθηση και η κατανόηση.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις το θύμα να εκδηλώνει αρνητικές συμπεριφορές προς την αστυνομία ή τους ανθρώπους που πραγματικά θέλουν να το βοηθήσουν και όταν τελικά απελευθερωθεί συνεχίζει να νιώθει θετικά συναισθήματα για το θύτη παρά τη μέλαινα πραγματικότητα του παρελθόντος.

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως το σύνδρομο της Στοκχόλμης αποτελεί μία σύνθετη αντίδραση σε μία απειλητική κατάσταση. Η μαθημένη αβουλησία που εκδηλώνει το άτομο που αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις άγχους, φόβου και θλίψης είναι ωστόσο μία πολύ επικίνδυνη κατάσταση καθώς όποιο και αν είναι το εμπόδιο που θα εμφανιστεί στη ζωή μας, με το να παραιτηθούμε, όχι απλά αρνούμαστε την πραγματικότητα αλλά απομακρυνόμαστε από εκείνη.

Εν κατακλείδι, αυτό το οποίο χρήζει προσοχής είναι η πρόληψη. Μέσα από μία ουμανιστική και όχι χρησιμοθηρική εκπαίδευση, τα παιδιά μπορούν να μάθουν αρχικά από τους γονείς και έπειτα από το σχολικό περιβάλλον το πώς να αναγνωρίζουν οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης και κυρίως να χτίζουν υγιείς ψυχικά προσωπικότητες ικανές να δημιουργούν ισορροπημένες συναισθηματικά διαπροσωπικές σχέσεις. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να ελπίζουμε σε πιο υγιείς ψυχικά κοινωνίες κάτι το οποίο κατά τη γνώμη μου θα έδινε τη λύση σε πληθώρα άλλων προβλημάτων του πλανήτη.

 

Πρωτοδημοσιεύτηκε εδώ: psychorropia.gr

Facebook: Zoe Argiri