Σοπενχάουερ - Ο κόσμος των ανθρώπων είναι το βασίλειο της τύχης και της πλάνης

Σοπενχάουερ - Ο κόσμος των ανθρώπων είναι το βασίλειο της τύχης και της πλάνης

Απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις.— Μάταιες Υποσχέσεις ευτυχίας.— Πόνοι χωρίς ανάπαυλα και χωρίς ανάπαυση, μεταμορφώσεις της οδύνης : η δυστυχία και η ανία.— Η ζωή είναι ένα τραγικοκωμικό θέαμα, που κυριαρχείται από την τύχη και την πλάνη.— Η Κόλαση τον Δάντη και η κόλαση του κόσμου. — Τελευταίος σκοπός και τελευταίο ναυάγιο. 

Σαν γερνάνε τα πάθη και σβήνουν η μια μετά την άλλη οι επιθυμίες, όσο γίνονται αδιάφορα τα αντικείμενα αυτόν των .παθών, αμβλύνεται και η ευαισθησία, εξασθενίζει η δύναμη της φαντασίας, οι εικόνες ωχραίνουν, οι εντυπώσεις δεν αποτυπώνονται πια και περνούν χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη, οι μέρες κυλούν-όλο και πιο γρήγορα, τα γεγονότα χάνουν τη σπουδαιότητά τους, όλα ξεθωριάζουν. Ο γηραλέος άνθρωπος περπατάει τρικλίζοντας ή αναπαύεται σε μια γωνιά, και δεν είναι πια άλλο από μια σκιά, ένα φάντασμα του περασμένου είναι του. Και σαν έρχεται, ο θάνατος, τι άλλο του απομένει να καταστρέψει ; Μια μέρα, η νάρκη γίνεται τελευταίος ύπνος και τα όνειρά του... αυτά προκαλούν ήδη ερωτήματα στον Άμλετ, στον περίφημο διάλογό του. Νομίζω, πως από τώρα κιόλας ονειρευόμαστε. 

*

Κάθε άνθρωπος που ξυπνάει από τα νεανικά του όνειρα, που έχει υπ’ όψη του και τη δική του πείρα και των άλλων, που μελέτησε την ιστορία του παρελθόντος και της ενοχής του, αν δεν του διαταράζουν τη λογική του αξερίζωτες προκαταλήψεις, θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως αυτός ο κόσμος των ανθρώπων είναι το βασίλειο της τύχης και της πλάνης, που τον κυριαρχούν και τον κυβερνούν ανελέητα κατά πως θέλουν, βοηθημένες από την παραφροσύνη και την κακία, που δεν παύουν να κραδαίνουν το μαστίγιό τους. Έτσι, ότι το καλλίτερο υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων, φανερώνεται μέσα από χίλιες θλίψεις, κάθε ευγενής και σοφή έμπνευση δύσκολα βρίσκει την ευκαιρία να φανερωθεί, να ενεργήσει, να γίνει ακουστή, ενώ το παράλογο και το "ψεύτικο στον τομέα των ιδεών, ο πλατειασμός και η  χυδαιότητα στις περιοχές της τέχνης, η πονηριά και ο δόλος στην πρακτική ζωή, βασιλεύουν ως απόλυτοι κύριοι, και σχεδόν χωρίς έλλειψη συνεχείας δεν υπάρχει σκέψη, ή μεγάλο έργο, που να μην αποτελεί εξαίρεση, ή μια απρόοπτη, παράξενη, ανήκουστη, εντελώς μεμονωμένη περίπτωση, σαν ένας ακρόλιθος που τον παράγει μια άλλη τάξη πραγμάτων από εκείνην που μας κυβερνάει. Όσο για τον καθένα χωριστά, η ιστορία μιας ζωής είναι πάντα η ιστορία ενός πόνου, γιατί κάθε στάδιο που διατρέχεται δεν είναι άλλο από μιαν αδιάσπαστη συνέχεια από αντιξοότητες και ατυχίες, που ο καθένας προσπαθεί να τις κρύψει, γιατί ξέρει πως όχι μόνο δεν εμπνέει στους άλλους συμπάθεια ή οίκτο, αλλ’ αντίθετα τους γεμίζει ικανοποίηση, τόσο πολύ τους αρέσει να φαντάζονται τις στενοχώριες των άλλων, από τις όποιες ξεφεύγουν για την ώρα. Είναι σπάνιο ένας άνθρωπος, στο τέλος της ζωής του, αν είναι ειλικρινής και ευχάριστος, να επιθυμεί να ξαναρχίσει ,το δρόμο του, και να μην προτιμάει άπειρες φορές τα απόλυτο μηδέν. 

*

Οι αδιάκοπες προσπάθειες για να καταργηθεί η οδύνη δεν έχουν άλλο αποτέλεσμα παρά ν’ αλλάζουν τη μορφή της. Στην αρχή εμφανίζεται με τη μορφή της ανάγκης, της αναγκαιότητας, της έγνοιας για τα υλικά πράγματα της ζωής. Μόλις κατορθώνουμε, με χίλιους κόπους, να διώξουμε αυτή τη μορφή της οδύνης, αμέσως μεταμορφώνεται και παίρνει χίλιες άλλες όψεις, ανάλογα με τις ηλικίες και τις περιστάσεις : πότε το σεξουαλικό ένστικτο, το ερωτικό πάθος, η ζηλοτυπία φθόνος, το μίσος, η φιλοδοξία, ο φόβος, η φιλαργυρία, η αρρώστια, κτλ. κτλ.... Μόλις δεν βρει καμιά ανοικτή είσοδο, φορεί τον θλιβερό γκρίζα μανδύα της ανίας και του κορεσμού, και τότε, για να την καταπολεμήσουμε, πρέπει να σφυρηλατήσουμε όπλα. Μόλις κατορθώσουμε να την διώξουμε, και όχι χωρίς αγώνα, ξαναγυρίζει στις παλιές της μεταμορφώσεις, και ξαναρχίζει πάλι ο χορός... 

*

Εκείνο που απασχολεί όλους τους ζωντανούς και τους κρατάει λαχανιασμένους, είναι το να εξασφαλίσουν τη ζωή τους. Όταν όμως γίνει αυτό, δεν ξέρουμε πια τί να κάνουμε. Έτσι η δεύτερη προσπάθεια των ανθρώπων είναι να αλαφρύνουν το βάρος της ζωής, να το κάνουν ανεπαίσθητο, να σκοτώσουν τον καιρό τους, δηλαδή να ξεφύγουν από την ανία. Τους βλέπουμε, μόλις απαλλαγούν από κάθε υλική και ηθική δυστυχία,, μόλις ξεφορτώσουν τους ώμους τους από κάθε άλλο φορτίο, να γίνονται βάρος στον εαυτό τους, και να θεωρούν κέρδος κάθε ώρα που κατόρθωσαν να περάσουν, μ’ όλο πού κατά βάθος είναι αποχωρισμένοι απ’ αύτη τη ζωή πού με τόσο ζήλο προσπαθούν να την παρατείνουν. Η ανία δεν είναι αμελητέο κακό  η απόγνωση καταλήγει να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο! Κάνει τούς ανθρώπους; πού τόσο λίγο αγαπούν ο ένας τον άλλον, να αναζητούν τόσο παράφορα ο ένας τον άλλο, και είναι ή πηγή τού κοινωνικού ένστικτου. Το κράτος την θεωρεί σαν δημόσια θεομηνία, όπως και το άκρο αντίθετό της, η πείνα, μπορεί να σπρώξει τους ανθρώπους σε κάθε εκτραχηλισμό : στο λαό χρειάζεται άρτος και θεάματα. Το σκληρό ποινικό σύστημα της Φιλαδέλφειας, πού βασιζόταν στην απομόνωση και στην απραξία, χρησιμοποιεί την ανία σαν τόσο τρομερό όργανο βασανιστηρίου που, για να γλυτώσουν απ’ αυτό, πολλοί κατάδικοι κατάφυγαν στην αυτοκτονία. Αν η φτώχεια είναι το διαρκές κέντρισμα για τους φτωχούς, για τους κοσμικούς ανθρώπους είναι η ανία. Στην πολιτειακή ζωή, η Κυριακή αντιπροσωπεύει την ανία, και οι έξι μέρες της εβδομάδας την φτώχεια. 

***

Σοπενχάουερ - Οι οδύνες του κόσμου