Ρένος Αποστολίδης: "Αγνώστω Θεώ"

Ρένος Αποστολίδης: "Αγνώστω Θεώ"

Βρέθηκα σε μια εκκλησιά, που δεν ξέρω ποιος θεός λατρευόταν. Καλά-καλά δεν ξέρω πώς βρέθηκα. Ούτε τους τοίχους της – κι ωστόσο πελώριους, πανύψηλους, στον ουρανό – καλοδιάκρινα. Δεν είμαι βέβαιος καν αν είχε τοίχους ορατούς. Μα υπήρξα μάρτυρας της λειτουργίας. Όλη τελέστηκε μπρος μου - σ’ όλη της τη δόξα και την υπέργεια έξαρση.

Ο θεός της πέθαινε! Στο πέρας της λειτουργίας θεός πια δε θα υπήρχε! Και τελούσαν αυτό οι ιεροί λειτουργοί της.

Μια μακραίωνη ιστορία πίσω υπήρχε.

Πίσω ο θεός υπήρχε.

Εφεξής δε θα υπήρχε πια.

Την αλήθεια την είχε ο ίδιος προστάξει.

Ο ίδιος είχε βεβαιώσει τον θάνατό του.

Ο ίδιος είχε δείξει τον ήλιο της ανατολής της πρώτης μέρας στον κόσμο δίχως θεό!

Παραταύτα, ήταν μια λειτουργία.

Παραταύτα, το τυπικό της έπειθε.

Ρίγη πίστεως συγκλόνιζαν τους ευσεβείς της.

Μόνο που ο θεός πέθαινε. Ξεψύχαε μπρος τους, με βεβαιότητα· παράδινε την πνοή στους ανέμους, στον χώρο τον δίχως θεό πια. Στον άδειο χώρο!

 Κι ωστόσο, στον άδειο χώρο η λειτουργία υψώνονταν. Κι η λειτουργία αρκούσε, γίνονταν αυθύπαρκτη, αυτοδύναμη! Ο θεός ο ίδιος πέθαινε, μα οι μίτρες οι χρυσόδετες των ιερουργών τον υποχρεώναν!...

Είδα με τα μάτια μου τον θεό να εκλιπαρεί - να τον αφήσουν ήσυχο να πεθάνει. Μα η ασθενική πια μιλιά του χάνονταν μες την ιερουργία... Τα ορατόρια ανατείνονταν  –Ο θεός πέθανε!– κι ο θεός ψιθύριζε: «…Σιγότερα, σιγότερα!.. Δεν πέθανε ακόμα ο θεός - μα πεθαίνει!.. Αφήστε τον εν ηρεμία...»

-Όχι! Ο θεός πέθανε!.. αντέτειναν τα ορατόρια - κι ο θεός κυβερνούσε, στυλωμένος ακούσια στον θόλο με τη φωνή τους.

Πλησίασα τους ιερείς, εφώναξα.

Είπα πως ο θεός πεθαίνει - αφήστε τον εν ηρεμία…

Μα στάθηκε αδύνατο.

Όλο ήταν μες το τυπικό.

Ακόμα και ο θεός που διαμαρτύρεται… - δήθεν σαν να διαμαρτύρεται, δήθεν σαν να πεθαίνει…

-Μα ο θεός πεθαίνει, αλήθεια πεθαίνει!.. φώναξα.

-Ο θεός πεθαίνει! Ο θεός πεθαίνει!... τραγούδησαν, σαν από μες απ’ το στόμα μου μάλιστα, δοξαστικά, στο μέλος του: Ο θεός νικά!

Έτρεξα στον θεό, τον ψαχούλεψα - να βεβαιωθώ ξανά πως πεθαίνει, πως δεν τελετουργεί.

Τα πάντα -κι η μυρουδιά- με βεβαίωναν πως πεθαίνει, πέθανε κι όλας!

 Τώρα μάλιστα τα ορατόρια υψώνονταν κατ’ εξοχήν δοξαστικά.

Κι όλοι πήραν από ένα κομμάτι του - διαμέλισαν το πτώμα του κι έλαβαν κι έστω από μια μπουκιά της πτωμαΐνης του!.. Οι γυναίκες κοιμήθηκαν μ’ αυτήν - κάναν έρωτα, συνέλαβαν μ’ αυτήν!.. Οι άντρες μ’ αυτήν.. - αυτήν ερωτεύτηκαν, μ’ αυτήν έσπειραν!.. Τα παιδιά μ’ αυτήν έπαιξαν ξανά τις αρχαίες αμάδες!..

Ο θεός πέθανε! αυτή ‘ταν η λειτουργία, η μεγάλη του δόξα, η αιώνια δόξα του πτώματός του...

Είδα τις μίτρες να φεύγουν, να χάνονται… Τους τοίχους της εκκλησιάς να γίνονται αόρατοι, τ’ ορατόριο να θαμπώνει, να σβήνει...

Μα γύρα μου ο ορίζοντας έλαμπε, πυρφόρος!

              

Από το βιβλίο του Ρένου Αποστολίδη: "στη γέμιση του φεγγαριού"