Οι λέξεις στην προκρούστεια κλίνη της πολιτικής ορθότητας

Οι λέξεις στην προκρούστεια κλίνη της πολιτικής ορθότητας

Ο πολιτικώς ορθός λόγος, είναι ένα επικοινωνιακό εργαλείο, που υιοθετήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στον δημόσιο λόγο προκειμένου να προστατευθούν οι ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες από μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Αναντίρρητα οι προθέσεις του ήσαν αγνές όμως, πλέον, έχουμε φθάσει σε γλωσσικές ακρότητες,  ο  πολιτικώς ορθός λόγος, τείνει να γίνει το πιο ευχείριστο λογοκριτικό όπλο, που καθιστά τη γλώσσα μας ξύλινη, άνευρη και ανειλικρινή, μια νεογλώσσα οργουελική.

Γλωσσολογικά, οι λέξεις από μόνες τους, με εξαίρεση τις αμιγώς υβριστικές, σπάνια έχουν κάποιο ιδεολογικό φορτίο, συχνά ακόμη και το νόημά τους , είναι από ασαφές, έως ανύπαρκτο, εάν δεν τοποθετηθούν σε ένα πλαίσιο λόγου. Οι περισσότερες λέξεις, ας μου επιτραπεί ο παραλληλισμός, είναι σαν τα νετρόνια, φορτίζονται ιδεολογικά από τα συμφραζόμενά τους. Φερ' ειπείν ακόμη και τις πιο αθώες εννοιολογικά λέξεις, όπως «παιδί», «περιστέρι», ή «τριαντάφυλλο» εάν τις τοποθετήσω σε ένα κείμενο ρητορικής μίσους, θα χρωματιστούν αρνητικά. Τι είναι λοιπόν αυτό που θα πρέπει να ποινικοποιήσω, τις λέξεις ή τη ρητορική μίσους;  

Ας πάρω για παράδειγμα μια λέξη…κόκκινο πανί, τη λέξη «λαθρομετανάστης». Είναι ένας όρος φορτισμένος ιδεολογικά τόσο από την ακροδεξιά, όσο και από την  ακροριστερά. Οι μεν χρυσοί Νεάντερταλ τον χρησιμοποιούν ως μειωτικό χαρακτηρισμό συλλήβδην για όλους τους ξένους που βρίσκονται στην χώρα μας, νομίμους και μη, ακόμη και για τους πρόσφυγες, η δε Αριστερά θεωρεί συλλήβδην ως ρατσιστές και φασίστες όσους κάνουν χρήση αυτού του όρου και αξιώνει την κατάργησή της και υπάρχει πλέον πληθώρα διεθνών οργανισμών, που ήδη την έχουν απαλείψει από τον λόγο τους. Πρόκειται για μια λέξη δαιμονοποιημένη, επειδή η  παράνομη μετανάστευση είναι στην αιχμή του ιδεολογικού δόρατος τόσο της ακροδεξιάς όσο και της Αριστεράς, και στην χώρα μας, όπου το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο, ο εκατέρωθεν ιδεολογικός φανατισμός και η πόλωση, δεν προσμετρά μόνο ανθρώπινα θύματα , αλλά θυματοποιεί και την ίδια την γλώσσα μας.

Το σημαινόμενο της λέξης λαθρομετανάστης , είναι σαφές και αχρωμάτιστο. Πρόκειται για έναν νομικό όρο,  ο οποίος καταδεικνύει το προφανές, ότι κάποιος εισήλθε χωρίς νομιμοποιητικά  έγγραφα στην χώρα, όπως ο λαθρέμπορος εμπορεύεται λαθραία εμπορεύματα, ο λαθροθήρας κυνηγάει χωρίς άδεια και ο λαθρεπιβάτης  επιβαίνει χωρίς εισιτήριο. Δεν είναι μειωτικός της προσωπικότητάς, ούτε ρατσιστικός, ούτε καν υβριστικός. Δεν στοχεύει στον άνθρωπο καθ' αυτόν, αλλά στην παραβατική του συμπεριφορά, όπως την ορίζει η ελληνική νομοθεσία, είτε συμφωνούμε μαζί της, είτε διαφωνούμε,  κατά την ίδια έννοια που η λέξη κλέφτης , χαρακτηρίζει κάποιον που κατά τον νόμο προέβη σε κλοπή. Και οι δύο όροι είναι γενικοί, κλέφτης είναι και  ο Γιάννης Αγιάννης που έκλεψε ένα ψωμί για να μην πεθάνει, κλέφτης είναι και ο Τσοχατζόπουλος, που υπεξαίρεσε εκατομμύρια από το ελληνικό δημόσιο, δεν ορίζουν δηλαδή  ούτε τον βαθμό της παραβατικότητας, ούτε τις συνέπειες της, ούτε τα ελαφρυντικά ούτε και το κοινωνικο-οικονομικο-ιδεολογικό υπόβαθρο του παραβάτη. Ως εκ τούτου, επειδή είναι γενικόλογες, θα πρέπει να τις καταργήσουμε;  

«Μα δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι», θα πουν πολλοί. Ασφαλώς και ΔΕΝ υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι, διότι τότε θα λέγαμε «λαθράνθρωποι», η γλώσσα μας διαθέτει εξαίρετο πλούτο, ούτως ώστε να μπορούμε να εκφραζόμαστε τόσο γενικόλογα όσο και ειδικευμένα.

Στην πραγματικότητα, εάν αύριο η χώρα μας αποφάσιζε να αφήσει τα σύνορά της ανοιχτά σε όλους, τότε πράγματι ο όρος λαθρομετανάστης θα έπαυε να έχει υπόσταση, τόσο νομική όσο και νοηματική και θα έμπαινε στο χρονοντούλαπο με τις λέξεις, που έχουν πέσει σε αχρηστία, όμως εφόσον η πραγματικότητα μας είναι διαφορετική, είναι τουλάχιστον παράλογο να επιτίθεσαι στις λέξεις, επειδή δεν σε βρίσκουν ιδεολογικά σύμφωνο και να αξιώνεις, αντί της λεκτικής οικονομίας να χρησιμοποιούμε περιφράσεις σιδηρόδρομο όπως «μετανάστης χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα».

Η εμμονή να επιτιθέμεθα στις λέξεις, αντί να ασκούμε κριτική στο πλαίσιο  εντός του οποίου τοποθετούνται, αποτελεί ένα είδος πνευματικής αναπηρίας του νεοέλληνα, που εδράζεται στον μακραίωνο κομματικό του γενιτσαρισμό. Σε ένα διαλογικό πλαίσιο, αντί να εξετασθεί το σύνολο μιας πρότασης, προκειμένου να αντιληφθούμε τι ακριβώς μας λέει ο συνομιλητής μας, η προσφιλής, ανακλαστική πλέον, πρακτική είναι να απομονώνουμε όρους, για να τον τσουβαλιάσουμε σε κάποιον κομματικό ή ιδεολογικό χώρο:
- Μπλα, μπλα, μπλα λαθρομετανάστης (αυτόματο συμπέρασμα: α, είναι φασίστας).

-Μπλα, μπλα, μπλα, μπλα πολυπολιτισμικότητα (α, είναι αριστερός).

Η πιθανότητα, ο συνομιλητής μας να μην ανήκει σε κανένα συγκεκριμένο ιδεολογικό ή κομματικό πλαίσιο και η ορολογία ή η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί, να είναι αποτέλεσμα, μιας κριτικής σκέψης, πολυσυλλεκτικής, πλουραλιστικής, ή αφαιρετικής, την οποία ως σκεπτόμενο ον οφείλει, ή έστω θα όφειλε σε έναν βαθμό να διαθέτει, συνήθως δεν μας περνάει καν από το μυαλό. Αντίθετα τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζουμε εκ προοιμίου τους συνομιλητές μας ως φερέφωνα της τάδε ή της δείνα ιδεολογίας και βιαζόμαστε να τους κοτσάρουμε ταμπέλες. Αλήθεια, αυτή η πρακτική τι λέει για τον δικό μας τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς;

Αλλά, ας επιστρέψουμε στην πολιτική ορθότητα. Ένα έγκυρο αξίωμα της, είναι πως  οι επιμέρους κοινωνικές, φυλετικές, ή άλλες ομάδες, έχουν δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται. Ως εδώ καλά, πάει όμως και ένα βήμα παραπέρα, ισχυριζόμενη ότι οι επιμέρους κοινωνικές ομάδες, δικαιούνται να επιβάλλουν την κατάργηση χαρακτηρισμών, που έχουν ιστορικά  αποκτήσει αρνητική χροιά για αυτές. Κλασικό το παράδειγμα των Αφροαμερικανών, που αγωνιστήκαν και επέτυχαν να απαλειφθεί τόσο από τον επίσημο όσο και από τον καθημερινό λόγο, ο χαρακτηρισμός niger [λατιν., μαύρος], ο οποίος αναντίρρητα, έχει ένα πολύ βαρύ ιδεολογικό φορτίο, μιας και πρωταγωνίστησε στις πιο απάνθρωπες και αρρωστημένες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας, την δουλεία και τον φυλετικό ρατσισμό. Η επικράτηση του χαρακτηρισμού Αφροαμερικανός, είχε σαν συνέπεια, να αλλάξουν οι επίσημοι όροι που προσδιορίζουν και τις υπόλοιπες φυλετικές ομάδες των Η.Π.Α, οι λευκοί προσδιορίζονται πλέον ως Καυκάσιοι (Caucasians), οι λατίνοι ως Ισπανοί (Hispanics) και μάλλον οι μόνοι που ο προσδιορισμός τους έχει μια σχετική ακρίβεια, είναι οι Ασιάτες (Asians).

Πέραν του ότι είναι τουλάχιστον ανακριβές, αν όχι και κωμικό, να αναφέρεσαι σε κάποιαν απώτατη γεωγραφική ή γλωσσική καταβολή για να αναφερθείς στο χρώμα του δέρματός σου, η επιλογή του όρου «Αφροαμερικανός» παρουσιάζει νομίζω και άλλες αγκυλώσεις. Κατά την ταπεινή μου άποψη (τονίζω το ταπεινή διότι δεν είμαι ούτε μαύρη, ούτε αμερικανίδα), καταλύει μόνο ίσως σημειολογικά, σίγουρα όχι εννοιολογικά, αλλά ούτε και ουσιαστικά την διάκριση έναντι των «έγχρωμων» και των… ποιων αλήθεια; Των «άχρωμων»; Και αυτό συμβαίνει διότι, ούτε οι λευκοί των ΗΠΑ, αυτοπροσδιορίζονται ως Ευρωαμερικανοί, ούτε οι ανατολίτες , ως Ασιαμερικανοί κ.ο.κ., λείπει δηλαδή το β΄συνθετικό –americans ίσως, διότι οι υπόλοιπες φυλετικές ομάδες, αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς και ισότιμες, ούτως ώστε να μην το χρειάζονται να τονίζει το ποιοι είναι και που ανήκουν. Συνεπώς, ο όρος Αφροαμερικανός, έχει έναν τονισμό έντονο, μια υποψία υπερβολής, δεν είναι ισόρροπος εν σχέσει προς τους όρους που χαρακτηρίζουν τον υπόλοιπο πληθυσμό της Αμερικής και άρα, εξακολουθεί άθελά του να υπαινίσσεται ένα είδος διάκρισης. Αλλά στην πραγματικότητα, όποιον αυτοπροσδιορισμό και να επιλέγαν οι μαύροι της Αμερικής ή η όποια άλλη φυλή και κοινότητα, ανά πάσα στιγμή δυνητικά θα ήταν δυνατόν να γίνει ισοδύναμα υβριστικός με τον δαιμονοποιημένο niger, το μόνο που χρειάζεται είναι να αρχίσει κανείς να τον τοποθετεί συστηματικά εντός υβριστικών πλαισίων μέχρι να αμαυρωθεί στην συλλογική συνείδηση των προσλαμβανόντων. Γιατί όπως είπα και πριν οι λέξεις είναι σαν τα νετρόνια και δεν καταπολεμάς τον ρατσισμό, καταπολεμώντας τις λέξεις.

Αντίθετα, οι γερμανοί γκέι άνδρες, λειτούργησαν πιο σοφά και πιο ακομπλεξάριστα από τους Αφροαμερικανούς. Πήραν την λέξη Schwul, η οποία ήταν εξαιρετικά υβριστική, ανάλογη με την ελληνική πούστης και χρησιμοποιώντας την συστηματικά στον δημόσιο και τον ιδιωτικό λόγο, την επαναοικειοποιήθηκαν. Η συστηματική της χρήση δηλαδή, την «εξάγνισε» και σήμερα πλέον, το ιδεολογικό της φορτίο είναι εξίσου ουδέτερο με τον όρο ομοφυλόφιλος. Περισσότερα για την επαναοικειοποίηση των λέξεων, μπορείτε να διαβάσετε στο εξαιρετικό άρθρο του Λύο Καλοβυρνά και στην βίκι

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως οι ανθρώπινες κοινωνίες και ιδίως οι κλειστές και συντηρητικές όπως η νεοελληνική, είναι εν γένει δυσανεκτικές στην διαφορετικότητα. Ρατσισμό δέχονται και οι χοντροί και οι γκέι και οι ανάπηροι και οι άθεοι και οι γυναίκες και πολλοί άλλοι. Πρακτικά όποιος διαφέρει κατ' ελάχιστον από την νόρμα, από τον τρόπο που η πλειονότητα αντιλαμβάνεται τον κόσμο, συνήθως γίνεται αποδέκτης με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάποιας διάκρισης, κοινωνικής, εργασιακής, συχνά δε και θεσμικής. Και είναι σύνηθες, λόγω της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, ακόμη και τα άτομα που είναι θύματα ρατσιστικής συμπεριφοράς, είναι ρατσιστές με κάποιους άλλους. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Δεν είναι μόνο ζήτημα παιδείας, πολιτισμού ή ιδεολογίας. Όπως αποδείχθηκε σε πρόσφατη έρευνα, ο άνθρωπος βιολογικά τείνει να είναι ρατσιστής. Η ωκυτοκίνη, γνωστή και ως «ορμόνη της αγάπης», διαπιστώθηκε ότι ενισχύει περισσότερο τα συναισθήµατα αφοσίωσης στους όµοιούς µας. «Εξελικτικά η ωκυτοκίνη φαίνεται πως βοήθησε στο πέρασµα των αιώνων τους ανθρώπους να δηµιουργήσουν οµάδες µε όµοιούς τους προκειµένου να επιβιώσουν. Ως παρενέργεια, όµως, εµφανίστηκε το φαινόµενο του εθνοκεντρισµού και κατ' επέκταση του ρατσισµού, αφού σχηµάτιζαν αρνητική γνώµη για όσους ήταν διαφορετικοί». Βέβαια, όπως καταλήγουν οι ερευνητές, αυτή η εγγενής  ανθρώπινη τάση, καταπολεμάται με την παιδεία και τον ορθολογισμό. Ωστόσο, είναι μάλλον δύσκολο, να υπάρξει ένας άνθρωπος, που να μην προβαίνει έστω και ασυνείδητα σε κάποιας μορφής διάκριση, έναντι κάποιου άλλου ανθρώπου. 

Είναι λοιπόν ενδεδειγμένη λύση να απαγορέψουμε τις λέξεις, παρά την όποιαν φυσική και απολύτως εύλογη και αναμενόμενη αντίδραση, που πάντοτε υπάρχει όταν προβαίνεις σε τόσο αμφιλεγόμενες απαγορεύσεις, ή μήπως θα ήταν αποτελεσματικότερο να κατακρίνουμε  και να απομονώσουμε εξατομικευμένα τις ρατσιστικές συμπεριφορές στο περιβάλλον μας και να ποινικοποιήσουμε νομικά τις ακρότητες; Είναι πιο αποδοτικό στην καταπολέμηση των διακρίσεων να απαιτήσουμε θεσμικές αλλαγές και καλύτερη παιδεία, ή να συμπεριφερόμαστε σαν τον Μεγάλο Αδελφό;

Πόσο λογικό είναι, για να μην είναι θύματα διακρίσεων φερ' ειπείν οι ευτραφείς, να απαιτούμε να καταργηθεί η λέξη χοντρός και γιατί όχι και τα παραγωγά της, χονδροειδής, χονδρικώς, χονδρόπετσος, χονδροκομμένος;  Ή μάλλον γιατί προληπτικά να μην καταργήσουμε και τις λέξεις φάλαινα, κήτος, ελέφαντας, τάνκερ και πάμπολλες άλλες που χρησιμοποιούνται ως υβριστικές εναντίον τους; Όχι, θα μου πείτε, είναι παράλογο. Ναι, αλλά αυτές είναι λέξεις, που οι χοντροί νομοτελειακά θα ακούσουν, συνήθως, στα ειρωνικά βλέμματα και στα κρυφά γελάκια και τους ψιθύρους του περιβάλλοντός τους, το αυτί τους θα πιάσει πολύ περισσότερες από μία φορές να τους αποδίδεται κάποιο από αυτά τα «κοσμητικά επίθετα». Άλλωστε είναι χοντροί, δεν είναι κουφοί, αλλά ξέχασα, ούτε η λέξη κουφός είναι πολιτικώς ορθή…

Και άντε, καλά, ας ρίξουμε στο πυρ το εξώτερον κάθε λέξη που έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας ως υποτιμητική και υβριστική για κάποιον άνθρωπο ή κοινωνική ομάδα. Τι γίνεται με την λογοτεχνία, την τέχνη, την σάτιρα, τις παροιμίες; Φαντάζομαι ότι εάν ο  Ζαμπέτας έγραφε σήμερα τον «Αράπη», θα έτρωγε πέτρες και ντομάτες από κάποιους ζηλωτές. Ο Παλαμάς επίσης, για τον «δωδεκάλογο του γύφτου». Καλά, για την παροιμία «τον αράπη που αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς», δεν το συζητάμε, θεωρείσαι αυθωρεί απόγονος του Μέγγελε. Και η παροιμία «κουτσοί στραβοί», αντί για τον άγιο Παντελεήμονα ρίχνεται στον Καιάδα. Μη γελάτε! Μου έγινε παρατήρηση κάποτε και μου ζητήθηκε να απαλείψω την συγκεκριμένη παροιμία από κείμενό μου, ασχέτως και αν το θέμα του ουδεμία σχέση είχε με τους αναπήρους και σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν να υπαινίσσομαι κάτι αρνητικό για μια από τις πιο ευαίσθητες και αδικημένες κοινωνικά ομάδες. Και τι θα κάνουμε αλήθεια με την σάτιρα, που σε κάθε ελεύθερη, δημοκρατική και πολιτισμένη κοινωνία οφείλει να είναι ελεύθερη και  ανοριακή; Ποιες λέξεις μάς απομένουν για να γελάμε;.

Και στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι στα γλωσσικά ζητήματα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο οφείλουν να έχουν οι επιστήμες της γλωσσολογίας, της φιλολογίας και συναφώς της ιστορίας. Η γλώσσα, εκτός από πανανθρώπινο εργαλείο, είναι συγχρόνως  ένας επιστημονικός τομέας και όχι ένα πεδίο ιδεολογικών πειραματισμών από τον κάθε άσχετο.

Κατόπιν τούτων επανέρχομαι στην αρχική μου τοποθέτηση ότι η επίθεση στις λέξεις αντί του πλαισίου, εντός του οποίου τοποθετούνται είναι μια στυγνή, φασιστική, λογοκριτική πρακτική, αντίστοιχη του οργουελικού newspeak. Για όσους δεν έχουν διαβάσει το πασίγνωστό  1984 του Όργουελ, να θυμίσω, ότι η νεογλώσσα (newspeak), ήταν το αποτέλεσμα μιας ακραίας παρεμβατικής λογοκριτικής μεθόδου πάνω στο λεξιλόγιο και στην ίδια την δομή της γλώσσας, ούτως ώστε οι αντιφρονούντες, να μην διαθέτουν πλέον τα γλωσσικά μέσα για να τις εκφράσουν. Φερ' ειπείν, είχαν αντικαταστήσει το επίθετο «κακός», με την περίφραση «μη καλός», ούτως ώστε να μην μπορείς να εκφραστείς ουσιαστικά κατά του Μεγάλου Αδελφού, να μην διαθέτει ο λόγος σου δύναμη, αμεσότητα, ακρίβεια, πειθώ ή έστω χιούμορ. Πόσο διαφέρει αυτή η πρακτική από τις αξιώσεις των ζηλωτών της πολιτικής ορθότητας αναφορικά στην χρήση της γλώσσας μας; Πόσο διαφέρει το newspeak από την αξίωση να λέμε : «μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα», «άτομα με ειδικές ικανότητες», «άτομα διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού», «υπουργείο προστασίας του πολίτη », κ.ο.κ.;

Υπερβολές, θα πουν αρκετοί. Υστερικός ισχυρισμός, θα πουν άλλοι. Είναι όμως; Το κάψιμο βιβλίων και οι πάσης μορφής λογοκριτικοί μηχανισμοί, ήσαν προσφιλείς πρακτικές όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων και ιδεολογιών, για να επιτίθενται στο αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα να εκφράζουμε ελεύθερα τις ιδέες μας. Για αυτές ακριβώς τις πρακτικές, τόσο οι Ναζί, όσο και κάθε άλλο φασιστικό μόρφωμα, βρίσκονται – ορθά και ευτυχώς - στην καταισχύνη της ανθρώπινης ιστορίας. Τουλάχιστον όμως (;), εκείνοι επετίθεντο σε ολοκληρωμένα πλαίσια λόγου, δηλαδή σε βιβλία, σε προκηρύξεις, σε εφημερίδες, όχι στις λέξεις καθ' αυτές.

Όταν σήμερα, κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί και -αριστερές κυρίως- πολιτικές παρατάξεις συντεταγμένα, υπό μία άκρως υποκριτική και στρεβλή εικόνα περί του Ανθρωπισμού, εμμέσως πλην σαφώς επιβάλλουν διαφορετικές ορολογίες, που είναι παντελώς αμφίβολο εάν όντως εκφράζουν τις κοινότητες ή μια κομπλεξική τους μερίδα, ενώ συγχρόνως δαιμονοποιούν τις προϋπάρχουσες και αξιώνουν να τις πετάξουμε στην πυρά, ξαναρωτώ, πόσο διαφέρει τελικά ο πολιτικώς ορθός λόγος από το Οργουελικό newspeak;  Με αυτές τις διαπιστώσεις, δεν υπαινίσσομαι σε καμία περίπτωση κάποιαν θεωρία συνωμοσίας και ως εκ τούτου, αποθαρρύνω μετ' επιτάσεως τους κάθε λογής συνομωσιολόγους, να αναπαράξουν το άρθρο μου ή μέρος του. Το ζητούμενο είναι να προβληματιστούμε στα γενικά και στα ειδικά:  

Μήπως  εν τέλει, τα κίνητρα για να κατακρεουργήσουμε τις λέξεις μας, είναι περισσότερο σαθρά απ΄ό,τι αγνά; Μήπως είναι μια ιδεολογική παρωπίδα; Μήπως το να φιμωθεί πάση θυσία ο ιδεολογικός μας αντίπαλος, όποιον εμείς δικαιολογημένα ή όχι νομίζουμε ως τέτοιον, είναι ένας εξαιρετικά ανυπόληπτος σκοπός, για να ισχυριστεί κανείς ότι αγιάζει τα μέσα; Μήπως η αξίωση να στείλουμε λέξεις στο σφαγείο, είναι  καθαρά φασιστική, ανεξαρτήτως των προθέσεων του ιδεολογικού χώρου που την προασπίζει; Μήπως κάτι θα έπρεπε να μας λέει αυτό για το ποιόν τέτοιων ιδεολογικών χώρων; Ότι το άκρο είναι άκρο και ότι  κάθε μορφής ιδεολογία και πρακτική που είναι μη ανεκτική στον αντίλογο, είναι εξίσου σαθρή και επιζήμια με την αντίπαλη; Μήπως ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος από καλές προθέσεις όπως έλεγε και ο Αλέιστερ;

Και επειδή, λέγοντας αυτά, αρκετοί γενίτσαροι ήδη έχετε βάλει τα δάχτυλα στα αυτιά και τραγουδάτε δυνατά την κουμπαγιά, θα σας το κάνω ακόμη πιο λιανό: Όπως ακριβώς το σφυρί και το δρεπάνι είναι αντικείμενα που τα χρησιμοποιείς είτε ως εργαλεία, είτε ως αντικείμενα θρησκευτικής / ιδεολογικής λατρείας (ναι, για εσένα μιλάω), είτε ως όπλα για να ανοίξεις το κεφάλι του διπλανού σου, έτσι ακριβώς και οι λέξεις είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας, το πώς θα τις χρησιμοποιήσει ο κάθε ένας από εμάς, είναι στην διακριτική μας ευχέρεια, όχι στην δική σας, ούτε και σε κανενός άλλου, ιδίως όταν το πλαίσιο που είναι τοποθετημένες δεν είναι κακοπροαίρετο.

Η Ελληνική Αριστερά, συμπεριφέρεται λες και  έχει το ιδεολογικό μονοπώλιο στην κοινωνική ευαισθησία, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στον Ανθρωπισμό, ότι μπορεί να τα ορίζει και να τα επιβάλλει όπως εκείνη θέλει. Κατά την ίδια ακριβώς αναλογία που η ακροδεξιά, έχει το δικό της μονοπώλιο στην αγάπη προς την Πατρίδα, ασκεί την πλέον εμετική  πατριδοκάπηλη ρητορεία για να δικαιολογήσει τα εγκλήματά της έναντι και των αλλόφυλων και των αλλόδοξων και όποιου γενικότερα αποκλίνει από το τρίπτυχο Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Και κατά την ίδια ακριβώς αναλογία που η εταίρα πατριδοκάπηλος, η εκκλησία, μονοπωλεί την αγάπη μας προς τον πλησίον. Και οι τρεις τους λένε, εάν δεν είσαι μαζί μας είσαι εναντίον μας, αν δεν είσαι αριστερός είσαι φασίστας, αν δεν είσαι φασίστας είσαι ανθέλληνας, αν δεν είσαι χριστιανός είσαι ο έξω από δω! Και αν δεν μιλάς με το αναμενόμενο λεξιλόγιο είσαι οπωσδήποτε κάτι από όλα αυτά. Και αναρωτιέμαι ποιος θα μας σώσει από τους «σωτήρες» μας;

Προσωπικά «δεν μ' αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρω να σωθώ». Θέλω όμως να σωθούν οι λέξεις, γιατί η γλώσσα μας, αυτή η  παλαιότατη, η πλουσιότατη και η πανέμορφη, είναι ο ζωντανός καμβάς της ζωής μας για τον κάθε έναν από εμάς εξατομικευμένα και για όλους εμάς μαζί, συλλογικά ως κοινωνία και ως πολιτισμό. Είναι το μέσον για να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι και όχι σκλάβοι και είναι η μόνη πραγματική μας κληρονομιά. Της αρμόζει σεβασμός, ευαισθησία και γνώση και για καμία χωλή ιδεολογία, δεν αξίζει να τη ρημάξουμε, όπως ρημάξαμε τα πάντα σε αυτόν τον τόπο.

Σας καληνυχτίζω με τις απόψεις του αξεπέραστου Τζωρτζ Κάρλιν για την πολιτική ορθότητα.

το αρχικό αρχικά δημοσιεύθηκε εδώ