Νίτσε: Πέθανε ο Θεός - Ελλήνισε και διαβάζει ο Δημήτρης Λιαντίνης

Νίτσε: Πέθανε ο Θεός - Ελλήνισε και διαβάζει ο Δημήτρης Λιαντίνης

Από το βιβλίο: ‘‘Η χαρούμενη επιστήμη’’ Στοχασμός 125 - Friedrich Nietzsche.
Μετάφραση του Δημήτρη Λιαντίνη στο βιβλίο ‘’Γκέμμα’’ & Video.

Ο Τρελός

     Δεν έχετε ακουστά για κείνο τον Τρελό, που μέσα στο ντάλα μεσημέρι άναψε ένα φανάρι, όρμησε στη μέση την Αγορά, και άρχισε να φωνάζει:

     «Ψάχνω για το θεό, ψάχνω για το θεό!»

-  Εκεί υπήρχαν άνθρωποι πολλοί που δεν πίστευαν στο θεό. Και αναμεταξύ τους ο Τρελός ξεσήκωσε άγριο γέλιο. Απολέσθηκε, ρε; είπε ο ένας. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν τα μικρά παιδιά; είπε ο άλλος. Μήπως κρύφτηκε κάπου; Μήπως βαρκαρίστηκε σε καράβι, και έσυρε στην ξενιτειά; Έτσι ρώταγαν και γελούσαν.

Τότες ο Τρελός πήδηξε καταμεσής στους άθεους, τους κοίταξε άγρια στα μάτια, και είπε:

«Ρωτάτε πού πήγε ο θεός; Εγώ θα σας πώ. Τον σκοτώσαμε! Εσείς κι εγώ τον σκοτώσαμε. Όλοι εμείς είμαστε οι φονιάδες του.

Μα πώς κάναμε τέτοιο κακό; Πώς φτάσαμε ν' αδειάσουμε τις θάλασσες; Ποιος μας έδωκε το σφουγγάρι και σβήσαμε τους ορίζοντες; Πώς έγινε τρόπος να κόψουμε τη γης από το μαγνήτη του ήλιου; Για πού τραβάει τώρα η γης; Κι εμείς χωρίς τον ήλιο, για πού τραβάμε τώρα εμείς;

Κοίτα πώς γκρεμιζόμαστε μπροστά. Πώς τραβάμε πίσω, πάνου, κάτου, αριστερά, δεξιά. Σε όλα τα σημεία.

Στέκεται στη θέση του ακόμα το Πάνω και το Κάτω; Η στράτα μας δεν είναι μια περιπλάνηση μέσα στο ατελεύτητο Τίποτα; Η απογειάδα του άδειου χώρου δε μας παραφυσάει θανάσιμα; Δε γίνεται πιο παγερή η παγωνιά μας; Νύχτα πάνου στη νύχτα, δε μας κυκλώνει ζοφερότερη η νύχτα; Δέκα η ώρα το πρωί, και πρέπει ν' ανάψουμε τα φανάρια μας.

Ακούστε, λοιπόν τους νεκροθάφτες! Τον κρότο που κάνουν, καθώς παραχώνουν το θεό. Δεν σας παίρνει τη μύτη η θεϊκή αποσύνθεση; Γιατί και οι θεοί σαπίζουν.

Πέθανε ο θεός! Ο θεός είναι νεκρός! Κι αυτοί που τον σκότωσαν είμαστ' εμείς. Είμαστε οι φονιάδες πάνου απ' όλους τους φονιάδες.

Ποιος μπορεί να μας παρηγορήσει τώρα; Το Άγιο και το Ισχυρό, εκείνο που άρμοζε ως τώρα σε τάξη τον κόσμο και τη φύση, στάζει αίματα ανάμεσα στα μαχαίρια μας.

Ποιος θα σκουπίσει τα ματωμένα μας χέρια; Ποια αγιασμένα ύδατα θα μας γίνουν καθαρμοί; Τι λογής αγνιστήριες γιορτές, τι λογής ιερούς αγώνες θα θεσπίσουμε; Το μέγεθος αυτής της πράξης είναι πάνου από το μέτρο των ανθρώπων.

Τώρα πρέπει οι ίδιοι εμείς να γίνουμε θεοί! Έτσι μόνο θα σταθούμε στο ύψος της πράξης του φόνου. Γιατί δεν εξανάγινε στυγερότερη πράξη. Αυτοί που θα ζήσουν μετά από μας, έχοντας πίσω τους ένα τέτοιο πελώριο έργο, θα ζήσουνε σε μια εποχή ανώτερη απ' όλες τις εποχές μέχρι τώρα.»

-  Στο σημείο αυτό ο Τρελός σταμάτησε. Γύρισε τη ματιά του τριγύρω στους ανθρώπους, και οι άνθρωποι τον κοίταζαν χαμένοι. Ο Τρελός βρόντηξε τότες το φανάρι του στη γης. Και το φανάρι σβήστηκε σπάζοντας χίλια κομμάτια.

«Φτάνω νωρίς, τους είπε. Φτάνω προτού φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Ετούτη η πελώρια πράξη βρίσκεται καθ' οδόν. Ταξιδεύει. Δε χτύπησε ακόμη στ' αυτιά των ανθρώπων. Χρειάζεται χρόνο η αστραπή και η βροντή. Το φως των αστεριών χρειάζεται χρόνο. Οι πράξεις των ανθρώπων χρειάζουνται χρόνο από τότε που γίνανε, ως τότε που θα φτάσουν στα αυτιά και στα μάτια τους. Και η πράξη τούτη είναι πιο μακρυνή από τα μάκρυνα αστέρια. Και όμως, αυτοί που την κάμανε είμαστ' εμείς!»

-  Λένε ακόμη πως εκείνη την ίδια μέρα ο Τρελός μπήκε σε πολλές εκκλησίες, και κλαίγοντας σύνθεσε το δικό του Requiem για τον αιώνιο θάνατο του θεού. Ύστερα βγήκε και είπε τα τελευταία του λόγια:

«Μα τι είναι αυτές οι εκκλησιές των ανθρώπων, αν δεν είναι οι σπηλιές και τα μνήματα του θεού;»

 

^^^

Από το βιβλίο: ‘’Γκέμμα’’ του Δ. Λιαντίνη, η μετάφραση του Στοχασμού 125, του Friedrich Nietzsche, που υπάρχει στο βιβλίο ‘’Η χαρούμενη επιστήμη’’.