Marc Ferro - Η τύφλωσή μας περνάει μέσα από τη γλώσσα.

Marc Ferro - Η τύφλωσή μας περνάει μέσα από τη γλώσσα.

Πώς δεν βλέπουμε το προφανές; Έχουμε καλή ανατροφή, δείξαμε αλληλεγγύη για την Αιθιοπία και για τα θύματα των φυσικών καταστροφών. Μερικές φορές στείλαμε χρήματα, θαυμάσαμε τον Μπερνάρ Κουσνέρ με τα σακιά με το ρύζι, αγαπούσαμε τον Κολίς που έλεγε «Σήμερα δεν έχουμε πλέον το δικαίωμα ούτε να πεινάμε ούτε να κρυώνουμε», θυμόμαστε τη μελωδία λιγότερο από όσο τα λόγια: «Je ne te promets pas le grand soir mais juste a manger et a boire» [βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1980!]. Οι παγιωμένες συνήθειες, ο εγωισμός ή η αδιαφορία δεν αρκούν: δεν πρόκειται για ηθικολογία αλλά για τους μηχανισμούς που μας τυφλώνουν κάθε μέρα μπροστά σε ό,τι πρέπει να μας κάνει καλύτερους.

Στο σύντομο άρθρο του «Η τέχνη να αγνοούμε τους φτωχούς», ο αμερικανός οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ συντάσσει με ειρωνική διάθεση μια λίστα με κόλπα που χρησιμοποιούμε, εδώ και αιώνες, για να αγνοούμε τη φτώχεια των άλλων με ήσυχη τη συνείδησή μας.

Βεβαίως, ο ύπνος μας διαταράσσεται μερικές φορές από μια σκηνή μεταξύ δύο μεθυσμένων αστέγων μια ψυχρή νύχτα (τους υποσχεθήκαμε ποτό στο τραγούδι του Κολίς, μην το ξεχνάμε!), αλλά μπορούμε να ξανακοιμηθούμε χρησιμοποιώντας κάποιο οπιούχο υπνωτικό: η βασιλεία των ουρανών είναι ανοιχτή για τους μη έχοντες (αυτό το σκέφτονται οι θρησκευόμενοι), δεν υπάρχει πλούτος χωρίς φτώχεια (το αόρατο χέρι το ρυθμίζει αυτό), η βοήθεια δεν τους βοηθάει τελικά κι αν τους αναλάβουμε τους στερούμε από την ελευθερία τους (η φτώχεια, όπως η πορνεία, είναι άραγε μια επιλογή;).

Τέλος, αν δεν υιοθετούμε τις θεωρίες του Μπένθαμ, του Μάλθους και του Σπένσερ, υπάρχει πάντα η «ψυχολογική άρνηση»: παραμερίζουμε τις δυσάρεστες σκέψεις και επικεντρωνόμαστε σε κάτι πιο ευχάριστο. Με την κρίση και τη δραστική αύξηση των ανθρώπων που δεν έχουν σπίτι, ήταν απαραίτητο να βρούμε νέες στρατηγικές αποφυγής των δυσάρεστων προβλημάτων. Η γλώσσα αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη γι’ αυτό. Στα γαλλικά χρησιμοποιούμε ακρωνύμια, όπως SDF (sans domicile fixe: χωρίς σταθερή κατοικία) για να πούμε «άστεγος» - κι ενώ ο παλιός κλοσάρ ακούγεται σήμερα σαν μια παριζιάνικη γραφικότητα, μιλάμε για τους αστέγους λες και το πρόβλημά τους είναι η «σταθερότητα» της κατοικίας και όχι η έλλειψή της.

Η επισφάλεια ταυτίζεται στο μυαλό μας με την εξαθλίωση. Και η τύφλωσή μας περνάει μέσα από τη γλώσσα.

θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το φαινόμενο μια μορφή τακτ -στο κάτω κάτω, προτιμάει κανείς την έκφραση «άτομο με ειδικές ανάγκες» παρά «ανάπηρος», «καθυστερημένος», «σακάτης» και τα λοιπά- και καλής προαίρεσης: στα γαλλικά αποκαλούμε «technicien de surface» (τεχνικό επιφανειών) τον σκουπιδιάρη. Ακούγεται πιο αξιοπρεπές. Παράλληλα, φυσικά, αποκλείουμε από το λεξιλόγιό μας εκφράσεις όπως «κλαίει σαν γυναικούλα», «έχει αρχίδια», «δουλεύω σαν Αράπης»...

Η πολιτική ορθότητα είναι περίπλοκη: μας ήρθε από τις ΗΠΑ ως κληρονόμος του πουριτανισμού μαζί με μια συνοδεία υπαινιγμών, ευφημισμών, αποσιωπήσεων (στα αγγλικά αποφεύγουν τη λέξη «καρκίνο» προτιμώντας να λένε «C») και συντομεύσεων που θυμίζουν το άλικο γράμμα του ομώνυμου μυθιστορήματος του Χόθορν.

Προπάντων ο σχετικισμός των αξιών, που χαρακτηρίζει τις δημοκρατικές κοινωνίες και επιτρέπει τις διαφορές στους κόλπους τους, ισοπεδώνει τα πάντα προσδίδοντάς τους μια θετική διάσταση. Οι «διαφορές», αδιακρίτως αν είναι θετικές και καλοδεχούμενες, γίνονται η ταυτότητά μας. Η πολιτική ορθότητα είναι ένα παράξενο μείγμα στιγματισμού και ολοκληρωτικού ανοίγματος. Δείχνουμε με το δάχτυλο αλλά αγανακτούμε εναντίον όσων δείχνουν με το δάχτυλο. Εξυμνούμε και θρηνούμε: τι κρίμα που είναι κάποιος ανάπηρος αλλά τι τύχη που έχει «ειδικές ικανότητες»! Η πολιτική ορθότητα είναι η σύνθεση του Χένρι Τζέιμς (ακριβέστερα της αμερικανικής κοινωνίας που περιγράφει) και των διαφημίσεων της Benetton - η ντροπή και η αγανάκτηση των πουριτανών μαζί με την «υπερηφάνεια» και τη δημοκρατική ανεκτικότητα.

Πώς να υπερβούμε αυτή την αντίφαση; Αρκεί να αγανακτούμε (πουριτανική συμπεριφορά) εναντίον όσων στιγματίζουν (επίσης πουριτανική συμπεριφορά): πρέπει να αποκλείουμε και να καταγγέλλουμε όσους αποκλείουν και καταγγέλλουν. Έτσι γεννιέται μια μορφή πουριτανισμού στο τετράγωνο που επιτρέπει την αγανάκτηση, ώστε να δείχνουμε ότι είμαστε δίκαιοι, ενώ ταυτόχρονα κάνουμε επίδειξη ανεκτικότητας.

Υπάρχει εδώ κάτι ακροβατικό που εξηγεί πώς οι κοινωνίες μας χάνουν την ισορροπία τους και «ολισθαίνουν» όταν π.χ. κάποιοι εκφράζονται «ρατσιστικά» και «σεξιστικά» ή όταν στην τηλεόραση ακούγονται «αστοχίες» ή κακόγουστα αστεία - ό,τι δηλαδή αντικατέστησε σήμερα το παλιό «σκάνδαλο», την ομοφυλοφιλία, τη μοιχεία, τους κακούς τρόπους. Ο αμερικανικός πουριτανισμός δεν παρήλθε· αντιθέτως, ενισχύεται: σήμερα σημαίνει έλλειψη ανεκτικότητας έναντι των μη ανεκτικών, μισαλλοδοξία και προκατάληψη έναντι των μισαλλόδοξων και προκατειλημμένων. Η θέση είναι ιδεώδης από στρατηγική άποψη: παρέχει ελευθερία κριτικής και αποδοκιμασίας χωρίς να αποδέχεται την παραμικρή κριτική εφόσον οι συνεχείς νεοπουριτανικές καταγγελίες δεν εμφορούνται από ηθική, θρησκεία ή πολιτικές ιδέες - εμφορούνται από το ίδιο το Καλό. Ωστόσο, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται στις κοινωνίες με πουριτανική παράδοση: η παγκοσμιοποίηση παρέσυρε και τη γηραιά Ευρώπη σε αυτή την κουλτούρα. Στη Γαλλία υπάρχουν ορισμένοι ενδοιασμοί και κάπου κάπου σατιρίζουμε την πολιτική ορθότητα, αλλά διστάζουμε να πούμε «τυφλός» ή «σκουπιδιάρης», και αποφεύγουμε τα παλιά αστεία του τύπου «τον Αράπη κι αν τον πλένεις...»

Είτε θεωρούμε την πολιτική ορθότητα καταπιεστική και δυσάρεστη, είτε όχι, δύσκολα διακρίνουμε πώς οδηγεί στην τύφλωση που αποτελεί το αντικκείμενο αυτού του βιβλίου. Στο κάτω κάτω, πρόκειται, όπως είπαμε, για μια μορφή ευγένειας: η σκοτεινή πλευρά του φαινομένου παραμένει σκοτεινή

Το 1933, ο φιλόλογος Βίκτορ Κλέμπερερ άρχισε να μελετάει το ναζιστικό ιδίωμα, τη Lingua Tertii Imperii  και την ικανότητά της να καθιστά αποδεκτό το απαράδεκτο, να εξουδετερώνει τη φρίκη, κοντολογίς, να τυφλώνει με διάφορους τρόπους τους Γερμανούς.

Το 1935 ο Κλέμπερερ απολύθηκε από το πανεπιστήμιο επειδή ήταν Εβραίος, έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο και γλίτωσε την εξόντωση χάρη στον γάμο του με μια «αρία» - μολονότι δεν είχε δικαίωμα εισόδου σε βιβλιοθήκες, άρχισε αυτή την έρευνα για να μην τρελαθεί, για να διατηρήσει την ελευθερία της κρίσης του. Κάθε μέρα κρατούσε σημειώσεις στο ημερολόγιό του γύρω από την εξέλιξη της γλώσσας των συμπατριωτών του, γύρω από το πώς «ο ναζισμός μπήκε στη σάρκα και στο αίμα των περισσοτέρων μέσω γλωσσικών εκφράσεων, διαστρεβλώσεων, συντακτικών μορφών τις οποίες υιοθέτησε ο πληθυσμός μηχανικά και ασυνείδητα».

Μεταξύ των πολλών παραδειγμάτων που παρουσιάζει, είναι εντυπωσιακή η μεταμόρφωση της λέξης «φανατικός»:

«Οι λέξεις μπορούν να είναι σαν μικρές δόσεις αρσενικού: τις καταπίνουμε χωρίς να πολυπροσέχουμε, δεν έχουν κανένα άμεσο αποτέλεσμα, και να, λίγο καιρό αργότερα που εμφανίζονται τα συμπτώματα της δηλητηρίασης. Αν κάποιος, αντί να λέει “ηρωικός και ενάρετος”, λέει “φανατικός” για πολύ καιρό, θα καταλήξει να πιστέψει ότι ο φανατικός είναι ενάρετος ήρωας κι ότι χωρίς φανατισμό δεν μπορεί κανείς να είναι ήρωας».

Σήμερα είμαστε «φαν»; φαν μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, φαν ενός μουσικού είδους. Στην εποχή του Κλέμπερερ, προτού ο ναζισμός αποκαταστήσει την έννοια της λέξης, ο «φανατικός» ήταν κάτι αρνητικό. Στην εποχή του Διαφωτισμού, ο Βολτέρος και ο Ρουσό απέρριπταν τον φανατισμό και τους φανατικούς σαν τον Ραβαγιάκ, τον οποίο ο Κλέμπερερ αναφέρει ως παράδειγμα. Ο φανατισμός συγγένευε με την τρέλα και τη θρησκευτική μανία οδηγώντας στο έγκλημα ή στο παραλήρημα. Στη διάρκεια του Γ' Ράιχ, ο «φανατικός» έγινε «χαρακτηριστικός επιθετικός προσδιορισμός και, στον υπερθετικό βαθμό, μια επίσημη αναγνώριση». Οι εφημερίδες έκαναν λόγο για «φανατικό εγκώμιο», για «ομολογία φανατικής πίστης», για «φανατική πεποίθηση στην αιωνιότητα του Ράιχ». Στις καθημερινές συνομιλίες, το επίρρημα «φανατικά» αντικατέστησε το «εμπαθώς» ή το «παθιασμένα». Έτσι, η λέξη έχασε τη βιαιότητά της και ο Γκέμπελς προσπάθησε τον Νοέμβριο του 1944 να αναζωογονήσει έναν λίγο ξεφτισμένο πια όρο μιλώντας για «άγριο φανατισμό». Ο Κλέμπερερ αναρωτιόταν, αστειευόμενος, αν είχε υπάρξει ποτέ εξημερωμένος φανατισμός.

Ο Κλέμπερερ εντοπίζει κι άλλες μεταμορφώσεις που μοιάζουν με την πολιτική ορθότητα την οποία αναφέραμε. Στα ταχυδρομικά κουτιά των εκτοπισμένων εβραϊκών οικογενειών υπάρχει η ένδειξη «Ο παραλήπτης μετανάστευσε», ενώ δεν γίνεται λόγος για «εκτόπισμά» αλλά για «ταξίδι»· αντί για «κλήση στην Γκεστάπο» έλεγαν «υποχρέωση παρουσίασης», αντί για «σύλληψη» έλεγαν «υποβολή σε ερωτήσεις». Όσο για τον αποκλεισμό των Εβραίων από μια επιχείρηση, περιγραφόταν ως «πλήρης αριοποίηση της επιχείρησης» ή ως «αποϊουδαιοποίηση» ή «βορειοποίηση». Η έκφραση «τελική λύση» ακουγόταν επίσης και παρότι τρομερή, η λέξη «λύση» προοριζόταν να εκφράσει κάτι καλό... Στη γλώσσα του Γ' Ράιχ υπήρχε πλήθος ειρωνικών εισαγωγικών: ο Αϊνστάιν ήταν «ερευνητής», ο Τσόρτσιλ «ηγέτης», ο [υπουργός εξωτερικών] Βάλτερ Ρατενάου «Γερμανός», ο Χάινε «ποιητής». Εξίσου συχνές ήταν οι συντομογραφίες, χαρακτηριστικό μιας γλώσσας που «τεχνικοποιούσε και οργάνωνε», αλλά κυρίως που σφράγιζε με τη σβάστικα όλες τις διαστάσεις της ζωής και της κοινωνίας, όπως γράφει ο Κλέμπερερ.

Όλα αυτά δεν εμποδίζουν τη λέξη «εξόντωση» να χρησιμοποιείται συνεχώς. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί: η γλώσσα του Γ' Ράιχ ως σύνολο είχε στόχο να αποκλείσει τους Εβραίους τους οποίους οι ναζί θεωρούσαν κατώτερους και ανέντιμους. Οι γιατροί που διαχειρίζονταν Εβραίους ονομάζονταν «θεραπευτές» και οι δικηγόροι «νομικοί σύμβουλοι». Οι λέξεις αποκτούν ένα συνθετικό «ιουδαιο-»: «ιουδαιο-μαρξισμός», «ιουδαιο-μπολ σεβικισμός», «ιουδαιο-αμερικανικός», «ιουδαιο-αγγλικός»,«ιουδαιο-καπιταλισμός». Αν ήσουν Εβραίος, πριν από το επίθετό σου υπήρχε ο προσδιορισμός «Εβραίος»: ο Εβραίος Ούντελ, όχι ο κύριος Ούντελ.

Το ναζιστικό ιδίωμα χρησιμοποιεί όλα τα γλωσσικά κόλπα, μεταξύ των οποίων τον ευφημισμό και το σφυροκόπημα. Ο ευτελισμός του μίσους, η συνεχής επανάληψη της απόρριψης, του αποκλεισμού και κατωτερότητας, η πανταχού παρουσία της λέξης «Εβραίος» σε συνδυασμό με υποτιμητικούς όρους (πανούκλα, πόλεμος) και με αφηρημένες εκφράσεις, φτωχές, ευφημιστικές και συχνά εμφατικές, συνέβαλαν στην τύφλωση των Γερμανών (ο ίδιος ο Κλέμπερερ εξεπλάγη όταν χρησιμοποίησε την έκφραση «βλέπω με εβραϊκά μάτια» ενώ μιλούσε με τη σύζυγό του) μπροστά στην τύχη του εβραϊκού λαού. Η γλώσσα συνέβαλε στο να χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα και να μην βλέπουν πια ό,τι ήταν ανυπόφορο. Ομοίως, στον πόλεμο της Αλγερία, το «αλγερινό ζήτημα» και «τα γεγονότα της Αλγερίας» έκρυβαν τα βασανιστήρια και τον πόλεμο.

Αν και ο ευφημισμός, χαρακτηριστικό της πολιτικής ορθότητας, μπορεί να αποβεί δηλητήριο, δεν είναι εύκολο να αποδώσουμε σε αυτόν την ανθρώπινη τύφλωση. Όταν λέμε «υπέρβαρος» δεν ξεχνάμε ότι μιλάμε για έναν χοντρό - τονίζουμε όμως τη δυσάρεστη θέση του χοντρού απαιτώντας διακριτικότητα. Ο «πολίτης τρίτης ηλικίας» δεν είναι πια ο γέρος, αλλά δεν αίρει το ότι η κοινωνία είναι «φανατική» της νεολαίας. Όμως, αν κοιτάξουμε από πιο κοντά, ο ευφημισμός υποδεικνύεται ισχυρός παράγοντας της τύφλωσης (της οπτικής διαταραχής, sorry!).

Η πολιτική ορθότητα έχει συντελέσει στην εκτροπή της συζήτησης γύρω από τη γλώσσα και στην απομάκρυνση από την πραγματικότητα. Πόσες «φρασoύλες» που υπονοούνται, πόσα «ολισθήματα» του λόγου συσκοτίζουν τα πραγματικά προβλήματα...

Η έκφραση «επιχείρηση Σκούπα» παραμέρισε το ζήτημα της βίας στα [γαλλικά] προάστια. Μετά τον θάνατο από σφαίρα ενός νεαρού σε συγκρότημα λαϊκών πολυκατοικιών, ο υπουργός Εσωτερικών πήγε στον τόπο της τραγωδίας και έκανε το λάθος να υποσχεθεί «καθαρισμό με σκούπα υψηλής απορροφητικότητας» στην περιοχή. Έπαψε κάθε σχόλιο για το νεκρό παιδί, για τις σφαίρες και για τα προβλήματα στις λαϊκές πολυκατοικίες. Τελικά, οι κοινωνίες της «πολιτικής ορθότητας» στρέφουν τόσο την προσοχή και την ηθική τους αγανάκτηση σε όσους δεν τηρούν το ευπρεπές λεξιλόγιο ώστε δεν μπορούν πλέον να δουν τα βάσανα και τα προβλήματα που υποτίθεται ότι αντιστοιχούν στις αξίες τους.

Η πολιτική ορθότητα είναι για τον συναισθηματικό και δημοκρατικό κόσμο ό,τι ήταν το Newspeak για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σε κάθε περίπτωση, η ελεγχόμενη γλωσσική έκφραση υπονομεύει την πραγματικότητα. Και οδηγεί στην τύφλωση... 

***

Η τύφλωση μέσω της γλώσσας: Η πολιτική ορθότητα

Από το βιβλίο του Marc Ferro - Τύφλωση. Ή γιατί αρνούμαστε να δούμε την πραγματικότητα.