In Memoriam: Ο Παππούς μου ο Τέλλος ο Αθηναίος

In Memoriam: Ο Παππούς μου ο Τέλλος ο Αθηναίος

Ο Σόλων ο Αθηναίος φτάνει στις Σάρδεις του βασιλιά Κροίσου. Γράφει ο Ηρόδοτος:

[Α.2.30.] Και, όταν έφτασε, τον φιλοξενούσε στα ανάκτορα του ο Κροίσος· κατόπι, αφού πέρασαν δυο ή τρεις μέρες, με εντολή του Κροίσου υπηρέτες του γυρνούσαν τον Σόλωνα σε όλα τα θησαυροφυλάκιά του και του έδειχναν όλους τους θησαυρούς του, που έδειχναν μεγαλοπρέπεια και πλούτο.

Κι αφού αυτός τα είδε όλα και τα περιεργάστηκε, ο Κροίσος όταν έκρινε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη, του έκανε την εξής ερώτηση: «Ξένε μου Αθηναίε, να, ως και σ΄ εμάς έφτασε μεγάλη φήμη για σένα, τόσο για τη σοφία όσο και για τις περιηγήσεις σου, που από φιλομάθεια επισκέφθηκες πολλές χώρες, για να τις σπουδάσεις· τώρα λοιπόν με κυρίεψε πόθος να σε ρωτήσω αν κιόλας είδες κάποιον πρώτον στην ευτυχία απ’ όλους».

Εκείνος λοιπόν έκανε αυτή την ερώτηση με την ιδέα ότι είναι ο πρώτος στην ευτυχία απ’ όλους του ανθρώπους, όμως ο Σόλων, μακριά από κάθε κολακεία, αλλά κοντά στην αλήθεια, λέει: «Ναι, βασιλιά μου, τον Τέλλο τον Αθηναίο». Ο Κροίσος έμεινε άναυδος απ’ την απάντηση και ρώτησε χάνοντας την ψυχραιμία του «Λοιπόν, από πού βγάζεις το συμπέρασμα ότι ο Τέλλος είναι ο πρώτος στην ευτυχία;», κι ο άλλος είπε «Ο Τέλλος πρώτα πρώτα, ζώντας σε πόλη που ευημερούσε, είχε παιδιά εξαίρετα στο σώμα και την ψυχή κι είδε και τα ίδια τους ν’ αποχτούν παιδιά κι όλα να τους ζουν· κι ύστερα αφού έζησε μια ζωή μέσα σ’ όλα τα καλά – με τα μέτρα του τόπου μας – ήρθε να τη σφραγίσει λαμπρότατος θάνατος· δηλαδή, σε μια μάχη που έγινε των Αθηναίων με τους γείτονές του στην Ελευσίνα, αυτός πήρε τα όπλα κι έτρεξε, έτρεψε σε φυγή τον εχθρό κι έπεσε ηρωικά· κι οι Αθηναίοι τον έθαψαν στον τόπο που έπεσε με δημόσια δαπάνη και του απένειμαν μεγάλες τιμές».

[Α.2.31.] Κι έτσι που με τον Τέλλο τον ερέθισε ο Σόλων λέγοντας πολλά για την ευτυχία του, ο Κροίσος τον ρωτούσε ποιον είδε δεύτερο ύστερ’ απ’ αυτόν, έχοντας την ιδέα ότι σίγουρα πια θα πάρει τη δεύτερη θέση. Κι ο άλλος είπε: «Τον Κλεόβη και τον Βίτωνα […]».

[Α.2.32.] Κι ο Κροίσος έξω φρενών είπε: «Ξένε Αθηναίε, τόσο λοιπόν είναι το πεταμού για σένα η δική μας ευτυχία, ώστε δε μας έχεις άξιους να παραβγούμε ούτε με απλούς πολίτες;» Κι ο άλλος του είπε: «Κροίσε, […] εκείνο που με ρώτησες είναι πρόωρο να το πω για σένα, πριν μάθω ότι η ζωή σου βρήκε καλό τέλος. […] [Αυτός που] στο διάβα της ζωής του έχει τα περισσότερα και κατόπι φεύγει απ’ τη ζωή ευχαριστημένος, αυτός δικαιούται, βασιλιά μου, να του χαρίσω τον χαρακτηρισμό που ζητάς. Και πρέπει να παρατηρούμε στο καθετί το τέλος του, ποια έκβαση θα έχει· γιατί ο θεός πολλούς, αφού τους ξεγέλασε με μια δόση ευτυχίας, τους γκρέμισε συθέμελα.»

Εχθές παππού, είδαμε το δικό σου τέλος. Έφυγες χωρίς να χαιρετηθούμε. Έφυγες ήσυχα στον ύπνο σου, ίσως γιατί ένιωθες την αγάπη της οικογένειας σου να σε αγκαλιάζει σαν σύννεφο. Άφησες πίσω τα παιδιά και τα εγγόνια σου. Και κυρίως άφησες πίσω τον έρωτα της ζωής σου με τον οποίο πέρασες 63 χρόνια κοινού βίου. Είχες κλέψει τον έρωτα της ζωής σου από τη Βατσουνιά Καρδίτσας για να παντρευτείτε στο γειτονικό Μουζάκι. Άξιζε τον κόπο εν τέλει.

Εχθές παππού, μου θύμισες τον Τέλλο τον Αθηναίο που έζησε μια λαμπρή ζωή και έφυγε περιστοιχισμένος από τα παιδιά και τα εγγόνια του, για να μπορέσει ο Σόλωνας αργότερα να πει ότι ήταν πραγματικά ευτυχισμένος.

Τώρα παππού, μπορούμε και εμείς να πούμε ότι ήσουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που γνωρίζαμε.

Τώρα παππού, μόνο με μια ‘καλή αντάμωση’, θέλω να σε κατευοδώσω.

Γιατί είμαι σίγουρος, παππού, ότι πλέον πίνεις χαμογελαστός τα τσιπουράκια σου κάτω από έναν πλάτανο του παραδείσου.

in memoriam o pappoys mou o tellos o athinaios