Γιατί σωπαίνεις;

Γιατί σωπαίνεις;

Το χέρι του σηκώνεται και χτυπάει με ορμή τη γυναίκα εκείνη που σωριάζεται στο πάτωμα.

Νοιώθει ταπεινωμένη, κρύβει τα δάκρυά της μέσα στα μαλλιά της που έχουν καλύψει σχεδόν όλο το πρόσωπό.

Εκείνος απόμακρος, παγωμένος, χαμένος στον δικό του δικό του κόσμο. Εκείνο του ποτού και των παραισθήσεων.

Η γυναίκα τρέχει τρομαγμένη στο δωμάτιό της και κλειδώνει την πόρτα.

Για να ακούσει εκείνον να σπάει τα πάντα βρίζοντας και αναθεματίζοντας εκείνη, τη ζωή, την κακή του μοίρα, το θεό.

Και εκείνη που της ανέβηκε ξανά ο πυρετός από την αγωνία και το φόβο, προσπαθεί να σκεφτεί πώς θα δικαιολογήσει τις πληγές επάνω της.

Πρέπει και να βαφτεί, να κρύψει τα σημάδια της βιαιότητας επάνω της.

Πάλι θα πει στους καλεσμένους της αύριο ‘’δεν πρόσεξα, χτύπησα πάλι σε εκείνο το τραπέζι’’.

Και θα προσπαθεί να δει στα μάτια τους ότι τους έπεισε, ενώ θα ξέρει μέσα της ότι γνωρίζουν την αλήθεια.

Γιατί σωπαίνεις γυναίκα;

Γιατί φοβάσαι τόσο πολύ;

Γιατί αφήνεις στο κορμί να αποτυπώνεται εκείνο που σα σαράκι κατατρώγει την ψυχή σου αυτά τα χρόνια;

Ντρέπεσαι να μιλήσεις για το μαρτύριό σου αυτό;

Λυπάσαι για εκείνες τις ευτυχισμένες στιγμές- που κράτησαν τόσο λίγο όμως!

Εκείνες όταν έδενες τη ζωή σου με αυτό τον άνθρωπο και λαχταρούσες να γευτείς την ευτυχία.

Και αντί για χάδι στο μάγουλό σου και στο κορμί σου μόνο πληγές.

Και όμως, φαινόταν τότε τόσο ήρεμος, τόσο πράος. Πού κρυβόταν τόση αγριότητα, ποιοι δαίμονες κρυφοί καταδυνάστευαν την ψυχή του; Πώς κρυβόντουσαν και δεν είχαν φανεί;

Δε θέλεις να μιλήσεις. Λογικό, τι θα πει και η γειτονιά; Η οποία κατακρίνει τόσο εύκολα , αλλά στα πραγματικά δράματα σιωπά εκκωφαντικά;

Γυναίκα, μη φοβάσαι.

Πρέπει να μιλήσεις, πρέπει να σωθείς.

Η σιωπή δεν είναι προστασία, είναι έγκλημα.

Γιατί σωπαίνεις λοιπόν, γυναίκα;

 

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.