Φερνάντο Πεσσόα - Η ώρα του Διαβόλου

Φερνάντο Πεσσόα - Η ώρα του Διαβόλου

Βγήκαν από το σταθμό και τότε κείνη είδε με έκπληξη ότι βρισκόταν στο δρόμο όπου έμενε, λίγα βήματα από το σπίτι της. Έμεινε ακίνητη. Κατόπιν γύρισε πίσω της για να εκφράσει την έκπληξη της στο συνοδό της. Αλλά πίσω της δεν υπήρχε κανείς. Δε φαινόταν παρά ο δρόμος, σεληνιακός κι έρημος, όπου κανένα κτήριο δε μπορούσε να είναι ή να μοιάζει με σιδηροδρομικό σταθμό.

Ζαλισμένη, μισοκοιμισμένη, αλλά εσωτερικά σε εγρήγορση κι ανήσυχη, προχώρησε μέχρι το σπίτι της. Άνοιξε τη πόρτα και μπήκε. Ανέβηκε τις σκάλες. Στον επάνω όροφο συνάντησε, ακόμη ξύπνιο, τον άντρα της. Διάβαζε στο γραφείο κι όταν εκείνη μπήκε άφησε το βιβλίο του.

 -«Λοιπόν;» τη ρώτησε.

Κι εκείνη:

 -«Περάσαμε πολύ ωραία. Η γιορτή είχε πολύ ενδιαφέρον». Και πρόσθεσε πριν τη ρωτήσει: «Κάποιοι που ήταν μαζί μου στο χορό με φέρανε με το αυτοκίνητο ως την αρχή του δρόμου. Δε θέλησα να με συνοδεύσουν μέχρι τη πόρτα. Επέμεινα να κατέβω εκεί. Πόσο κουρασμένη νιώθω!»

Ύστερα, κάνοντας μια κίνηση που έδειχνε τη μεγάλη της κούραση και ξεχνώντας να τον φιλήσει, πήγε να ξαπλώσει.

Ο γιος της, όταν γεννήθηκε, έμοιαζε απολύτως φυσιολογικός αλλά δεν άργησε να φανεί ότι επρόκειτο για ιδιοφυΐα. Τα ποιήματά του έχουν ένα ύφος παράξενο και σεληνιακό. Τα διαπνέει ένας πόθος για υψηλά πράγματα, ίδιος με τον πόθο που ενέπνευσε εκείνον που, μια μέρα, σε κάποια προηγούμενη ζωή του, πέταξε πάνω απ' όλες τις πολιτείες της γης. Τους στίχους του διατρέχει ένα όραμα μεγάλων γεφυριών, ανεξήγητο από τις μέχρι τώρα εμπειρίες του. Και μια φορά, σ' ένα ποίημα που έγραψε σα σε όνειρο, λέει ότι κάτι μέσα του δοκίμασε τον πειρασμό, σα το Χριστό, κάπου ψηλά, εκεί απ' όπου βλέπει κανείς ολόκληρο τον κόσμο.

Κάτω σε μια απόσταση τόσο μεγάλη που δε τη χωρά ο νους, φαίνονταν, σα διάσπαρτα άστρα, μεγάλες κηλίδες φωτός -το δίχως άλλο πόλεις της γης. Ο Διάβολος της τις έδειξε.

 -«Είναι οι μεγάλες πολιτείες του κόσμου: αυτό είναι το Λονδίνο», κι έδειξε μια πόλη κάτω μακριά. «Αυτό είναι το Βερολίνο», κι έδειξε μια άλλη. «Κι αυτό εκεί είναι το Παρίσι. Είναι κηλίδες φωτός μες στο σκότος κι εμείς, στο γεφύρι αυτό περνάμε ψηλά από πάνω τους, προσκυνητές του μυστήριου και της γνώσης».

 -«Τι φοβερό κι εξαίσιο θέαμα! Τι είναι όλο αυτό εκεί κάτω»;

 -«Αυτό, κυρία μου, είναι ο κόσμος. Από εδώ, με την προτροπή του Θεού, έβαλα σε πειρασμό τον Υιό Του, τον Ιησού. Αλλά χωρίς αποτέλεσμα, όπως το περίμενα, γιατί ο Υιός ήταν πιο μυημένος από τον Πατέρα και βρισκόταν σε άμεση επαφή με τους Ανώτερους Αγνώστους του Τάγματος. Ήταν μια δοκιμασία, όπως λέγεται στη γλώσσα της μύησης κι ο Υποψήφιος ανταποκρίθηκε επιτυχώς».

 -«Δε καταλαβαίνω καλά. Από εδώ, στ' αλήθεια, βάλατε σε δοκιμασία το Χριστό»;

 -«Ναι. Είναι σαφές ότι εκεί που σήμερα υπάρχει μια απέραντη πεδιάδα υπήρχε τότε ένα βουνό. Και στην άβυσσο παρατηρούνται γεωλογικά φαινόμενα. Από δω που περνάμε ήταν η κορφή του. Το θυμάμαι πολύ καλά! Ο Υιός του Ανθρώπου με έδιωξε πιο πέρα κι από το Θεό. Υπάκουσα γιατί ήταν το καθήκον μου, η συμβουλή κι η διαταγή του Θεού. Τον έβαλα σε δοκιμασία με ό,τι υπήρχε. Αν είχα ακολουθήσει τη δική μου γνώμη, θα τον δοκίμαζα με ό,τι δεν είναι δυνατό να υπάρχει. Ίσως η ιστορία του κόσμου γενικά και της χριστιανικής θρησκείας ειδικά, να ήταν διαφορετικές. Αλλά τι μπορεί να κάνει ο Θεός που δημιούργησε αυτόν εδώ τον κόσμο κι ο επαρχιώτης διάβολος που είμαι εγώ, ενάντια στη δύναμη του Πεπρωμένου, που είναι ο ανώτατος αρχιτέκτονας όλων των κόσμων»;

 

-«Αλλά πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζουμε κάτι και ταυτόχρονα να το αρνούμαστε»;

 -«Είναι ο νόμος της ζωής καλή μου κυρία. Το σώμα ζει γιατί αποσυντίθεται, όχι όμως εντελώς. Αν δεν αποσυντίθετο ανά πάσα στιγμή, θα ήταν ορυκτό. Η ψυχή ζει γιατί βρίσκεται συνεχώς υπό το κράτος του πειρασμού, παρότι ανθίσταται. Ό,τι ζει εναντιώνεται σε κάτι. Κι εγώ είμαι αυτός προς τον οποίο εναντιώνονται τα πάντα. Αλλά, αν δεν υπήρχα, τίποτα δε θα υπήρχε, γιατί δε θα υπήρχε κάτι στο οποίο να εναντιωθεί κανείς, όπως το περιστέρι του μαθητή μου του Καντ, που επειδή πετά εύκολα στον ελαφρύ αέρα, θεωρεί ότι θα μπορούσε να πετάξει καλύτερα στο κενό. Η μουσική, το σεληνόφως και τα όνειρα είναι τα μαγικά μου όπλα. Ωστόσο ως μουσική δε πρέπει να νοείται μόνον η μουσική που παίζεται, αλλά κι εκείνη που δε θα παιχθεί ποτέ. Ούτε κι ως σεληνόφως πρέπει να νοείται αυτό που προέρχεται από τη σελήνη και κάνει τα δέντρα να φαίνονται μεγαλύτερα. Υπάρχει κι άλλο σεληνόφως που δε το εξουδετερώνει ούτε κι ο ίδιος ο ήλιος και σκοτεινιάζει καταμεσήμερο αυτό που τα πράγματα παριστάνουν ότι είναι. Μόνο τα όνειρα είναι πάντοτε αυτό που είναι. Είναι κείνο το μέρος του εαυτού μας όπου γεννηθήκαμε κι όπου είμαστε πάντοτε εμείς, ο εαυτός μας».

 -«Αλλά αν ο κόσμος είναι δράση, πώς γίνεται και το όνειρο αποτελεί μέρος του κόσμου»;

 -«Είναι γιατί το όνειρο καλή μου κυρία, είναι δράση που έγινε ιδέα και γι' αυτό το λόγο διατηρεί τη δύναμη του κόσμου απορρίπτοντας την ύλη, δηλαδή το να υπάρχει κανείς μες στο χώρο. Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι μέσα στο όνειρο είμαστε ελεύθεροι»;

 -«Ναι, και τι θλίψη να ξυπνά κανείς...»

 -«Ο καλός ονειροπόλος δε ξυπνά. Δεν ξύπνησα ποτέ. Ο ίδιος ο Θεός πιστεύω πως κοιμάται διαρκώς. Μου το είπε κάποτε...»

Εκείνη τον κοίταξε αναριγώντας και ξαφνικά ένιωσε φόβο, ένα συναίσθημα από τα κατάβαθα της ψυχής της που ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει.

 -«Μα επιτέλους, ποιος είστε; Γιατί είστε έτσι μεταμφιεσμένος»;

 -«Θα απαντήσω με μια μόνο απάντηση και στις δυο σας ερωτήσεις. Δεν είμαι μεταμφιεσμένος».

 -«Πώς»;

 -«Καλή μου κυρία, είμαι ο Διάβολος. Ναι, είμαι ο Διάβολος. Αλλά μη με φοβάστε, μη τρομάζετε».

Και με μια τρομαγμένη ματιά, στην οποία κρυφόκαιγε πρωτόγνωρη ηδονή, εκείνη αναγνώρισε ξαφνικά πως ήταν αλήθεια. 

 -«Είμαι πράγματι ο Διάβολος. Μη τρομάζετε, γιατί είμαι στ' αλήθεια ο Διάβολος και γι' αυτό δε κάνω κακό. Ορισμένοι μιμητές μου στη γη και πάνω από τη γη, είναι επικίνδυνοι, όπως όλοι οι αντιγραφείς, γιατί δε γνωρίζουν το μυστικό της ύπαρξής μου. Ο Σαίξπηρ τον οποίο ενέπνευσα πολλές φορές, μου απένειμε δικαιοσύνη. Λέει ότι είμαι κύριος. Γι' αυτό ησυχάστε. Είστε με καλή παρέα. Είμαι ανίκανος να προφέρω μια λέξη, να κάνω μια χειρονομία που θα προσέβαλλε μια κυρία. Ακόμη κι αν δε μου το υπαγόρευε η ίδια μου η φύση, θα μου το επέβαλλε ο Σαίξπηρ. Αλλά, πραγματικά, δεν είναι απαραίτητο.

Υπάρχω από την αρχή του κόσμου κι ήμουν ανέκαθεν είρων. Αλλά, όπως θα γνωρίζετε, όλοι οι είρωνες είναι ακίνδυνοι εκτός κι αν θέλουν να χρησιμοποιήσουνε την ειρωνεία για να υπαινιχθούν κάποια αλήθεια. Εγώ ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι θα πω την αλήθεια σε κανέναν -αφενός γιατί δε χρησιμεύει σε τίποτα κι αφετέρου γιατί δε τη γνωρίζω. Κι ούτε ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο παντοδύναμος Θεός, πιστεύω πως τη γνωρίζει. Αλλά αυτά είναι οικογενειακές υποθέσεις.

****

Φερνάντο Πεσσόα - Η ώρα του Διαβόλου

Το 1989 έρχεται στο φως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα του σπουδαίου Πορτογάλου λογοτέχνη Φερνάντο Πεσσόα. Αποδίδεται στα νεανικά του χρόνια και πραγματεύεται ένα από τα αγαπημένα του θέματα: Τη σχέση του διαβόλου με τον κόσμο. Τί συμβολίζει αυτός ο παράξενος άντρας σε αυτήν την «ώρα» της συνάντησής του με τη Μαρία; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η αλήθεια; Και ποια πραγματικά είναι αυτή η αλήθεια; Αν υπάρχει Θεός και Διάβολος είναι πράγματι εχθροί ή συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον; Πώς ένα τέτοιο ιδιαίτερο ζευγάρι, ο Διάβολος  και η Μαρία του, αγγίζουν ιερά και ανίερα θέματα προτού πλησιάσουν ο ένας τον άλλον;

«Όλα είναι πιο μυστηριώδη από όσα πιστεύουμε. Όλα αυτά – ο Θεός, το Σύμπαν, εγώ-  δεν είναι παρά ένα ψεύτικο κομμάτι της απρόσιτης αλήθειας.»