Δείξ το μου! Λοκ, Χιουμ και Εμπειρισμός

Δείξ το μου! Λοκ, Χιουμ και Εμπειρισμός

ΣΤΗΝ Αγγλία,  ο Τζον Λοκ  (1632-1704)  ανατέ­θηκε κριτικά στην πίστη του Ντεκάρτ στο λόγο. Υποστήριξε πως  αντί για  τον  αφηρημένο  λόγο  και  τη  σκέψη,  έπρεπε  να  δώ­σουμε  μεγαλύτερη  βαρύτητα  στην  εμπειρία,  στην  ικανότητά  μας να  γνωρίζουμε  τον  κόσμο  και  να  μαθαίνουμε  μέσω  των  αισθήσεών μας.

Με τον Λοκ εγκαινιάζεται η μακρά παράδοση του βρε­τανικού εμπειρισμού,  απορρίπτοντας την επίμονη καχυποψία απέναντι  στις  αισθήσεις,  η  οποία κυριαρχούσε  στη  Δύση  πριν  α­κόμη  από  τον  Πλάτωνα. 

Ο  Λοκ  υποστήριξε  ότι  «όλη  η  γνώση προέρχεται  από  τις  αισθήσεις»,  σύντομα  δε  τον  ακολούθησαν  ο Ιρλανδός  επίσκοπος  Τζορτζ  Μπέρκλεϊ  [George  Berkley]  και  ο Σκοτσέζος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ [David Hume].

Ανατιθέμενος  στον  Ντεκάρτ, τον Σπινόζα  και τον  Λάιμπνιτς, αυτούς τους «ορθολογιστές» που υπέθεταν ότι το  μυαλό αποτελεί μια  μάλλον πλούσια και πολύπλοκη  δομή,  ο  Λοκ  ισχυρίστηκε  ότι δεν ήταν παρά  «άγραφος χάρτης»  ο  οποίος γραφόταν από την  ε­μπειρία στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.

Οι ορθολογιστές υ­ποστήριζαν την ύπαρξη  ενός σημαντικού αριθμού  εγγενών ή  «έμ­φυτων»  ιδεών,  λ.χ.  τις  ιδέες της  ουσίας  και του  Θεού.  Ο  Λοκ,  α­ντίθετα,  υποστήριξε  ότι το  μυαλό  μοιάζει  περισσότερο  με  άδειο ντουλάπι  το  οποίο  φωτίζεται  μόνο  από  το  φως  που  μπαίνει  απ’ έξω.

Ο  Άγγλος  φιλόσοφος,  ωστόσο,  έκανε  έναν  συμβιβασμό  όσον αφορά τον εμπειρισμό του σε δύο τουλάχιστον σημαντικά σημεία.

Πρώτον, υποχώρησε  απέναντι  στους  μεταφυσικούς  που  κατέκρινε,  αποδεχόμενος  την  ιδέα  της  αναγκαιότητας  να  μιλάμε  για  τα πράγματα  καθεαυτά,  πέραν  της  εμπειρίας  που  έχουμε  γι’  αυτά. Θα υπέθετε  κανείς  ότι  ο  Λοκ,  σύμφωνα  με τη  μέθοδό του,  έπρε­πε  να  καταλήξει  στο  συμπέρασμα  πως  ό,τι  είμαστε  σε  θέση  να γνωρίσουμε  είναι  μόνο τα αισθητά χαρακτηριστικά ή  «ιδιότητες» των πραγμάτων. Τούτο όμως θα δημιουργούσε  ένα πρόβλημα:  θα ήταν σαν να μην γνωρίζουμε καθόλου τα ίδια τα πράγματα, παρά μόνον  συμπλέγματα χαρακτηριστικών.  Ο  Λοκ καταλήγει να  συ­νάγει  την ύπαρξη του πράγματος καθαυτό, στο βαθμό που  είναι αδύνατο να υπάρχουν ιδιότητες οι οποίες δεν ανήκουν σε κάτι. Η θέση αυτή πλησιάζει επικίνδυνα στην έμφυτη ιδέα, μια παραδοχή, με  άλλα λόγια, που  δεν  βασίζεται στην  εμπειρία.

Ο Λοκ προχώρησε  και σ’  έναν δεύτερο  συμβιβασμό όταν διέκρινε  δύο  διαφορετικά  είδη  χαρακτηριστικών ή  ιδιοτήτων:  αυτές που αντιλαμβανόμαστε ως εγγενείς στο ίδιο το αντικείμενο, όπως το σχήμα ή τη μάζα του, κι εκείνες που αντιλαμβανόμαστε εμείς, από  τα  αποτελέσματα  δηλαδή  που  έχουν  τα  πράγματα  σ’  εμάς. Παράδειγμα  των  δεύτερων  ιδιοτήτων  είναι  το  χρώμα.  Αυτές  οι «δευτερογενείς»  ιδιότητες  (σε  αντίθεση  με  τις πρωτογενείς  ιδιό­τητες του  σχήματος και της  μάζας)  εντοπίζονται  «μέσα  μας»  αντί «εκεί έξω» στον κόσμο.

Εάν ωστόσο λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του την επιχειρηματολογία του Λοκ,  μπορεί να καταλήξει στο συ­μπέρασμα  πως  οτιδήποτε  πέφτει  στην  αντίληψή  μας,  ουσιαστικά βρίσκεται στο μυαλό μας, μέσα μας. Δεν υπάρχει ούτε ανάγκη ού­τε  δικαιολογία για να  μιλάμε για τον κόσμο  «εκεί έξω».Αυτό  ακριβώς  το  συμπέρασμα  έβγαλε  από  την  επιμονή  του Λοκ σε  μια καθαρά  εμπειρική  μέθοδο  και  ο  επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ  (1632-1704). 

Ο  Μπέρκλεϊ  δεν  είχε  κανένα  σχεδόν πρόβλημα  να  υποθέσει  πως  δεν  υπάρχει  άλλος  πραγματικός  κό­σμος  πέρα  από  τον  κόσμο  που  βρίσκεται  στο  μυαλό  μας.  Ο  κό­σμος δεν αποτελούσε παρά σύνθεση των ιδεών μας -  θέση που  έγινε  αργότερα  γνωστή  ως ιδεαλισμός.  Ως  θρησκευτικός  πα­ράγων, ο Μπέρκλεϊ είδε στην άποψη αυτή  έναν τρόπο να τοποθε­τήσει τον  Θεό  στο  επίκεντρο  της  φιλοσοφίας  του.  «Το  να  υπάρ­χεις  συνίσταται στο να  είσαι αντιληπτός», υποστήριξε,  οτιδήποτε υπάρχει  όμως  γίνεται  αντιληπτό  όχι  μόνο  από  τους  ανθρώπους αλλά και από τον Θεό.  Μπορούμε να διαπιστώσουμε  εύκολα πόσο πολύ  έμοιαζε η  θέση του Μπέρκλεϊ ως προς το πνεύμα, αν όχι και τη  μέθοδο,  με τη  «μοναδολογία» του Λάιμπνιτς.

Ο Ντέιβιντ  Χιουμ  (1711-1776)  έκανε  πασιφανείς  όλες  τις περίεργες  συνέπειες  του  εμπειρισμού. 

Η  φιλοσοφία  του  Χιουμ συνίστατο  σ’  έναν  εξονυχιστικό σκεπτικισμό  που  όμοιος του δεν  είχε  υπάρξει  από  την  αρχαιότητα.  Ο  Χιουμ  ήταν  ένας  από τους  λαμπρότερους  οπαδούς του  Διαφωτισμού,  συγχρόνως  όμως αναγνώριζε  πως  ο  λόγος  -τόσο  με  την  έννοια της  επιστημονικής μεθόδου όσο και με την ευρύτερη  έννοια του ορθολογισμού- είχε υπερβεί τα όριά του.  Θεωρούσε  ότι ήταν πολλά που δεν  μπορού­σε  να  επιτελέσει,  βεβαιότητες  στις  οποίες  δεν  μπορούσε  να οδη­γήσει, αποδείξεις που δεν ήταν σε  θέση να δώσει.

Παραδόξως,  ο σκεπτικισμός του Χιουμ αποτέλεσε το αντιπροσωπευτικότερο πα­ράδειγμα  καθαρής  αυτοεξεταστικής  διαφωτιστικής  σκέψης.  Το συμπέρασμά του ήταν πως ακόμη και η αρτιότερη σκέψη δεν ήταν σε  θέση  να κάνει  εκείνο που νόμιζαν  ότι  μπορούσε  οι στοχαστές του Διαφωτισμού.Ο  σκεπτικισμός  του  βασιζόταν  σε  μια  σειρά  δογμάτων  τα  ο­ποία  είχαν  εμφανιστεί  στα  πλαίσια  της  διαμάχης  σχετικά  με  τη γνώση, διαμάχης που  είχε υποχωρήσει  μετά τον Μπέικον και τον Ντεκάρτ. 

Ο Χιουμ ήταν δηλωμένος εμπειριστής. Όλη η γνώση,  ε­παναλάμβανε, οφείλει να στηρίζεται στην  εμπειρία. Δεχόταν επί­σης τη  διάκριση  μεταξύ της εμπειρίας και του κόσμου στον οποίο αυτή  αναφέρεται.  Στην  περίπτωση  αυτή  όμως,  μπορεί  άραγε  να θεμελιωθεί με εμπειρικό τρόπο η πίστη μας στον «εξωτερικό» κό­σμο; Όχι, ούτε όμως και με τη μέθοδο της επαγωγής μπορεί να γί­νει κάτι τέτοιο χωρίς να θεωρηθεί δεδομένο  εκ των προτέρων το ίδιο το ζητούμενο.Ο Χιουμ κατέληξε  στο συμπέρασμα ότι οι  βασικότερες παρα­δοχές,  οι παραδοχές πάνω στις οποίες  θεμελιώνεται η γνώση,  εί­ναι  αδύνατο  να  αποδειχτούν  με  το  λόγο. 

Ομοίως,  στην  περιοχή της ηθικής, ο σκεπτικισμός του κατέληγε στο ότι «δεν συνιστά πα­ραβίαση  του  λόγου  το  να  προτιμήσω  την  καταστροφή  του  μισού κόσμου  για να απαλλαγώ από  μια σουβλιά στο  μικρό  μου  δαχτυ­λάκι».

Ο λόγος δεν μπορεί να μας παρακινήσει να είμαστε ηθικοί. Τα  συναισθήματά  μας  όμως  μπορούν,  και  το  κάνουν.  Κάθε  άν­θρωπος γεννιέται με  μια φυσική  ικανότητα για  συμπάθεια  και μια φυσική ροπή προς το χρήσιμο, με τις οποίες κατασκευάζο­ νται,  ανάμεσα  σε  άλλα,  σι  ιδέες  μας  για  τη  δικαιοσύνη  και  την κοινωνία.

Ο  Χιουμ  έτεινε  στο νατουραλισμό,  την  άποψη  πως  ό,τι δεν  μπορεί να  κάνει ο λόγος το κάνει  ούτως ή  άλλως η  φύση. Αν ο λόγος δεν  είναι σε  θέση  να  μας εγγυηθεί τη γνώση, η  φύση  μάς έχει  εφοδιάσει  με  το  κατάλληλο  αισθητήριο  ώστε  να  βρίσκουμε το δρόμο μας στον κόσμο. Αν ο λόγος δεν μπορεί να εγγυηθεί την ηθικότητα,  η  ανθρώπινη  φύση  μάς  παρέχει τα  κατάλληλα  συναι­σθήματα ώστε να συμπεριφερόμαστε  ορθά ο  ένας στον άλλο.  Αν όμως  ο  λόγος  δεν  μπορεί να  θεμελιώσει την  πίστη  στον  Θεό  και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις που τη συνοδεύουν, τότε τόσο το χειρότερο  για  τη  θρησκεία. 

Ο  Χιουμ  ήταν  ένας  αμετανόητος  ά­θεος.  Αν  οι  βαθυστόχαστοι  τόμοι  του  σχολαστικισμού  δεν  είχαν κατορθώσει να  παράσχουν  ικανοποιητικά  επιχειρήματα  ή  ορθές αποδείξεις για τις θρησκευτικές πίστεις, τότε «ρίχτε τους στην πυ­ρά»,  αποφαινόταν  ο  Χιουμ  εξοργίζοντας  τους  θεολόγους.  Ευτυ­χώς δεν πρότεινε την  ίδια σκληρή  αντιμετώπιση  γι’ άλλες  αναπό­δεικτες πεποιθήσεις,  όπως για την πίστη  στην ύπαρξη  ενός  «εξω­τερικού»  κόσμου,  την  πίστη  στην  αναγκαιότητα  της  ηθικής,  κ.ά. Μπορεί ο λόγος να  είχε τα όριά του, τα συναισθήματά  μας  όμως κι ο φυσικός κοινός νους, που καλλιεργούνταν μέσω των κοινωνι­κών παραδόσεων, είχαν επίσης ισχύ και αξία.  Ο Χιουμ μάς υπεν­θυμίζει (για μία ακόμη φορά) εκείνο που τόσο παραμελήθηκε κα­τά την αναζήτηση της λογικής  βεβαιότητας,  η  οποία όρισε  σε  με­γάλο  βαθμό τη  σύγχρονη  φιλοσοφία

***

Σόλομον Ρ., Χίγκινς Κ., Μια Σύντομη Ιστορία της Φιλοσοφίας.εκδ. Φιλίστωρ