Αίνιγμα και Δώρο από τον Δημήτρη Λιαντίνη

Αίνιγμα και Δώρο από τον Δημήτρη Λιαντίνη

Την 1η Ιουνίου 1998 ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης έφυγε για πάντα· αφήνοντας μια επιστολή στην κόρη του Διοτίμα αλλά και ένα δώρο/αίνιγμα προς όλους εμάς. Το δώρο αυτό, που, για αρκετούς ανθρώπους -ανάμεσα τους κι εγώ-, έμελλε να είναι σημαντικό, είναι οι… "κυματισμοί" του, όπως θα έλεγε ο Γιάλομ.

Κυματισμοί από τα βιβλία του, από τη διδασκαλία του, από τα δεκάδες ηχητικά και οπτικοακουστικά ντοκουμέντα που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Περισυλλέγοντας από όλα αυτά και από τη βιογραφία του, "Λιαντίνης - Έζησα Έρημος και Ισχυρός" 2016, θα κάνω μια προσπάθεια να φωτίσω, όσο μπορώ, με σεβασμό στη μνήμη και το έργο του, τα μονοπάτια του δύσβατου μυαλού του.

Ο ίδιος μας λέει στο αυτοβιογραφικό "Εδώ Μεσολόγγι", στην Γκέμμα, σελ. 166, πως "μας άφηκε αίνιγμα και δώρο"… Πολλά γράφτηκαν γι’ αυτό το αίνιγμα αλλά, όπως πρέπει στα αινίγματα, είναι δύσκολο να βρεθεί η απάντηση… τι αίνιγμα θα ήταν άλλωστε; Ένα αίνιγμα που προφανώς είναι άμεσα συνυφασμένο με το δώρο· όσο αναζητάς την απάντηση στο αίνιγμα τόσο κερδίζεις τα δώρα που έχει να σου δώσει η αναζήτηση - κάτι σαν την Ιθάκη του Καβάφη.

Για να το πάρω όμως απ’ την αρχή, ή, απ’ το τέλος αν προτιμάτε, στο οπισθόφυλλο της Γκέμμας καλείται να απαντήσει ο ίδιος σ’ ένα ερώτημα-αίνιγμα.

«Το ερώτημα που του τέθηκε στο δρόμο, κάτι σαν το αίνιγμα της Σφίγγας στις Θήβες, εστάθηκε το ακόλουθο:
-Καθώς κοιτάς το μηδέν στα μάτια δύνεσαι να μην αποκαρτερήσεις; 
Αποκρίθηκε:
- Ναι.»
[Οπισθόφυλλο Γκέμμας]

Η απάντηση είναι δύσκολη για οποιονδήποτε, ίσως και γι' αυτόν τον ίδιο, αν και την προετοίμαζε χρόνια. Εξίσου δύσκολη, όμως, είναι και η κατανόηση της απάντησης που έδωσε, για τους πολλούς που δεν γνώρισαν το έργο του αλλά και για αυτούς που το γνωρίζουν. Ο ίδιος μας γράφει:

«Η αυτοκτονία, έστω κι αν έχει σαν αυτουργό το Λεωνίδα της Σπάρτης ή τον Αίαντα, είναι περίπτωση παθολογική στο βαθμό που είναι αφύσικη. Στο βαθμό, δηλαδή, που το χρέος ή το πάθος αποστρατεύει τη φύση μας. Την υπαρκτική μας δηλαδή ηρεμία και κανονικότητα.»
[ΝΗΦΟΜΑΝΗΣ, σελ. 124]

Η απογοήτευσή του για τους ανθρώπους και τον τρόπο ζωής μπορεί να ήταν έκδηλη, κάτι που βλέπουμε στην επιστολή και σε άλλα κείμενα του, όπως για παράδειγμα στην αρχή της Γκέμμας με μια φράση του Θουκυδίδη από την εκστρατεία στη Σικελία: "Καὶ οὐδὲν ὅ,τι οὐκ ἀπώλετο - Και τίποτε δεν έμεινε που να μη χάθηκε...". Παρ’ όλ’ αυτά δεν το έκανε από χρέος ή πάθος, αποφάσισε περήφανα και προπάντων αυτοθέλητα να δώσει τέλος στην ύπαρξη του, μετά από ενδελεχή φιλοσόφηση.

Κανείς δεν μπορεί να δεχτεί ή έστω να κατανοήσει με ευκολία την απόφαση και πράξη του. Δεν είναι εύκολο, γιατί, όπως μας λέει ο βιογράφος του κ. Αλικάκος, σε πρόσφατη συνέντευξη του, (12/7/16):

«Ο Λιαντίνης ήταν γεμάτος αντιφάσεις. Πήγε να πεθάνει, κι όμως ήταν γεμάτος ζωή. Ήταν άθρησκος, αλλά μιλούσε με τρυφερότητα για τον Ιησού».

Αρκετές αντιφάσεις διακρίνουμε και σε κείμενα του.

«Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου».
[Η Ερώτηση της Μαργαρίτας - Γκέμμα, σελ.17]

«Γιατί ο θεός για τα μέτρα του ανθρώπου είναι και δεν είναι να υπάρχει, που λέει ο Φάουστ. Έχει και δεν έχει όνομα*, που είπε ο Ηράκλειτος. Βρίσκεται άγνωστος, και τέτοιος θα παραμένει, όπως μας παρακινεί η επιγραφή στη βάση του βωμού στην Αγορά της αρχαίας Αθήνας: τῷ Ἀγνώστῳ».

*Βλ. Ηράκλειτος Frg. 32 (Diels – Kranz)
[Η Ερώτηση της Μαργαρίτας - Γκέμμα, σελ. 18]

Λίγους μήνες πριν φύγει, σε μια διάλεξή του σε στρατιωτικούς ιατρούς με θέμα τη φιλοσοφική θεώρηση του θανάτου, στο ερώτημα που του τέθηκε "αν φοβάται τον θάνατο", δίνει μία χαρακτηριστική απάντηση:

«Η ερώτηση αυτή είναι αδιέξοδη, κατά την έννοια ότι της λείπει η απόδειξη.»

Συνέχισε, εξηγώντας, ότι αυτός δε φοβάται τον θάνατο αλλά για να τον πιστέψουμε θα πρέπει να περιμένουμε την απόδειξη.

Και η απόδειξη ήρθε…

Όσο απλή και εγωιστική αν φαντάζει, ως απάντηση-απόδειξη στο ερώτημα του ιατρού -«αν δύναται να μην αποκαρτερήση»-, σίγουρα είναι πολλά παραπάνω…

Έχει σε μεγάλη εκτίμηση τους ποιητές και συγκαταλέγει τον εαυτό του ανάμεσα τους, αν και οι απόπειρες που έκανε να γράψει ποίηση δεν είχαν ιδιαίτερη απήχηση, παρ’ όλο που ο λόγος του και η γραφή του έχουν κάτι ποιητικό.

Στα Ελληνικά σελ. 45, "Το ποίημα και η δυσκολία του" μας γράφει:

«Αν κινήσει κανείς από τη ρίζα των πραγμάτων και των λέξεων, τότε υποχρεώνεται να δεχτεί πως όταν λέει ποίημα, εννοεί και το έμμετρο και το πεζό λογοτέχνημα».

Το 1979 γράφει:

«Ο ποιητής δεν προετοιμάζει το θάνατό του με την σπατάλη της ζωής του, όπως συμβαίνει με τους πολλούς, αλλά πραγματοποιεί τη ζωή του με την σπατάλη του θανάτου του. Σαν τον μυθικό Ερυσίχθονα, τρέφεται με τις σάρκες του κι όταν σπαράξει και το τελευταίο κομμάτι τους, πεθαίνει. Ακριβώς την ώρα που ο θάνατος δεν βρίσκει τίποτα να του πάρει» 
[Χάσμα Σεισμού, σελ. 105]

«Το αληθινώτερο ποίημα στο γνήσιο ποιητή είναι η ίδια η ζωή του». 
[1979, Χάσμα Σεισμού, σελ. 24] 

«Η σύλληψη του ποιητή αυστηρή μέχρι το ανυποχώρητο και λιτή μέχρι το ελάχιστο αγνοεί το στόμφο των θεωριών και εμπνέεται από το βάρος της πράξης».
[Έξυπνον Ενύπνιον (1977), σελ. 184] 

«Πρέπει πάντα να θυμάται κανείς ότι ο μεγάλος ποιητής δεν αποτελεί την τυπική περίπτωση της συλλογικής ομορφιάς, αλλά τη χαρισματική της εξαίρεση».
[Χάσμα Σεισμού (1979),  σελ. 105]

«Το όνομα ποίημα παράγεται από το ρήμα ποιείν που σημαίνει πράττειν».
[Τα Ελληνικά (1992), σελ. 46] 

«Θυσία στον ήλιο τον κοσμήτορα και στο χάος το τέρας είναι η ζωή του ποιητή. Και διαθήκη που θα την υπογράψει με το αίμα του».
[Τα Ελληνικά (1992),  σελ. 84]

Και ο ίδιος έχει αποφασίσει να πράξει και να γράψει με το αίμα του μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Σε μια επιστολή του το '78 γράφει:

«Όταν κάποτε μου στέρευε το μελάνι, άνοιγα λίγο την αριστερή φλέβα του χεριού μου και έπαιρνα λίγο αίμα».

Γιατί όμως πιστεύει ότι πρέπει να γράψει με το αίμα του;

«Την πράξη του Εμπεδοκλή να πηδήξει ζωντανός στη λάβα της Αίτνας πρέπει να την κατανοήσουμε σαν τη σφραγίδα της διδασκαλίας του. Είναι, θα 'λεγα, το μυθικό αντίστοιχο της εθελούσιας απόφασης του Λυκούργου να εμπιστευθεί την αυτοεξορία του στο θάνατό του, προκειμένου ο όρκος των συμπολιτών του στην τήρηση των νόμων που τους άφησε να περιβληθεί με ισχύ παντοτεινή».
[Homo Educandus (1984), σελ. 85] 

Ποια όμως είναι η διδασκαλία του που θέλει με αυτόν τον τρόπο να σφραγίσει;

«Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου» μας λέει σε μια διάλεξη αναπαράγοντας των Πλάτωνα. Μελετάει και γράφει για τον θάνατο, τον οποίο κάνει και πράξη, σαν σωστός ποιητής που σφραγίζει αυτά που έγραψε στην προσπάθεια του να απαλύνει το φόβο θανάτου των συνανθρώπων του. Ο θάνατος δεν είναι για φόβο, για αυτό τον κοιτάει κατάματα χωρίς να αποκαρτερήσει, τον καταπαλεύει νοερά βροντοφωνάζοντας:

«Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήνεις να πάει χαμένη. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη».
[Λόγια από το τελευταίο του μάθημα στο Μαράσλειο διδασκαλείο λίγες μέρες πριν φύγει (27/05/1998)]

Είχε ό,τι πρέπει να έχει ένας δάσκαλος/παιδαγωγός για να κάνει ενδιαφέρον το μάθημα του... και το μάθημα που δίδασκε ήταν το μάθημα της απλής, σεμνόπρεπης και έντιμης ζωής. Της ειλικρίνειας, της δικής μας ευθύνης, της εμορφιάς, της χαρούμενης ζωής που είναι απαλλαγμένη απ’ τον φόβο θανάτου· το μάθημα της αλήθειας... και «αλήθεια είναι εκείνο που βλέπεις και ζεις, όταν αναδυθείς από τη λήθη. Το α- είναι στερητικό. Η αλήθεια είναι το έξω από τη λήθη, που μέσα της μας βυθίζει συνέχεια η μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους μας».
[Κυκλωπεία, Γκέμμα, σελ. 93]

«Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα.
Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια.»

μας λέει, ως τελευταία φράση στο κύκνειο άσμα του και φεύγει "αυτοθέλητα να αφανιστεί". Είναι τυχαίο άραγε που η τελευταία του λέξη είναι η "αλήθεια";

Στη συνέχεια ακολουθεί η επιστολή στην κόρη του, με την οποία μας δίνει μερικά στοιχεία ακόμη για την πράξη του. (Βίντεο)

Διοτίμα μου,

Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα-βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.

Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.

Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.

Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.

Έζησα έρημος και ισχυρός. 
Λιαντίνης

 «Έζησε Έρημος και Ισχυρός». Δεν του άρεσαν οι ομαδοποιήσεις, δεν "ανήκε" πουθενά, εκτός, ίσως, τη Λακωνία και τη Λιαντίνα ειδικότερα.

Φεύγει, αφανιζόμενος αυτοθέλητα, στα 56 του χρόνια, όσα και ο Νίτσε, με μια απόφαση ειλημμένη πολλά χρόνια πριν, κάτι που φαίνεται σε όλα σχεδόν τα γραπτά του.

Από τη δεκαετία του '70 γράφει σε επιστολή του:

 «Το δικό μου μεσοστράτι αύριο θα με βρει να γράφω σαν τον Dante κάτι σπουδαίο. Ίσως το πιο σπουδαίο: Το λόγο για το θάνατο».

Αργότερα στην Γκέμμα ανακοινώνει ευθαρσώς:

«Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη, δε θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρο. Μπαίνω μέσα στη γη, όταν εγώ αποφασίσω, όχι όταν αποφασίσεις εσύ».
[Γκέμμα, Εδώ Μεσολόγγι, σελ. 163]

Ο Δ. Αλικάκος λέει στη συνέντευξη του:

 «Ο Λιαντίνης δεν απευθύνεται σε συλλογικότητες, "μιλάει" στον καθέναν προσωπικά. Γίνεται ασπίδα προστασίας για τον καθένα στον κατακλυσμό της ανοησίας που χτυπάει μάτια και μυαλό.
Σήμερα προέχει να αναδείξουμε τους άξιους σε όλους τους τομείς. Πρέπει να γκρεμίσουμε τη δικτατορία των μετρίων που ηγεμονεύει στον τόπο. Και μαζί με αυτή, τον πολιτισμό της σαχλαμάρας. Κλείστε τις τηλεοράσεις. Ανοίξτε ένα καλό βιβλίο, παίξτε με τα βότσαλα στην παραλία, ακούστε τα τριζόνια τη νύχτα, πείτε καλημέρα στο γείτονα, νιώστε πως η στιγμή δεν επαναλαμβάνεται... φεύγει η ζωή. Τέτοια έλεγε ο Λιαντίνης -εκτός των άλλων- στα μαθήματά του και τον κοιτούσαν περίεργα οι φοιτητές του. Σήμερα, πενηντάρηδες πια, "επιστρέφει" μέσα τους.»

Αυτοί που πιστεύουν ότι έλεγε κοινοτοπίες αλλά και όσοι δηλώνουν φανατικοί θαυμαστές του έχουν κάτι κοινό. Δεν τον έχουν διαβάσει. Αυτός που κατανοεί σε βάθος τον Λιαντίνη δεν βγαίνει στο διαδίκτυο να φωνάζει. Όπως και να το κάνεις ο Λιαντίνης σού περνάει ένα μέτρο, μια διάθεση για ενδοσκόπηση και αυτοκριτική. Πέφτεις για τα καλά "μέσα" σου.

«Θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο».
[Γκέμμα – Ο Ελληνοέλληνας]

Από την άλλη, οι δεύτεροι, συνήθως κρίνουν από ένα βίντεο ομιλίας του -και μάλιστα απόσπασμα- ή από κάποιο κομμένο κείμενό του που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Τέλος πάντων δεν είναι για όλους ο Λιαντίνης. Κανένας στοχαστής ή φιλόσοφος δεν είναι. Οι θρησκόληπτοι και όσοι τρέμουν την ανυπαρξία του θανάτου τους ποτέ δεν θα αποκτήσουν καλές σχέσεις με τον Λιαντίνη.

Ο Λιαντίνης αγαπούσε τη ζωή και τους ανθρώπους, δεν έπασχε από κατάθλιψη, δεν έφυγε γιατί ήταν άρρωστος. Σαν Καθηγητής, εκείνος ήθελε να τον φωνάζουν Δάσκαλο, μαγνήτιζε τα βλέμματα όλων. Τον αγαπούσαν οι μαθητές του και εκείνος ακόμα πιο πολύ. Λυπόταν για το κακό που είχε προκαλέσει η γενιά του στους νεότερους και ζητούσε συγνώμη για τα κακά που θα μας έβρισκαν. Πόσα ήξερε…

«Το σθένος και η ειλικρίνεια του δασκάλου ενώπιον της διδασκαλίας σήμερα, στον αιώνα της αποθέωσης της υποκρισίας και της συμβατικότητας, είναι το κριτήριο για το αν η δουλειά του επιπλέει στο επάγγελμα ή ανυψώνεται στο λειτούργημα».
[Διδακτική (1990), σελ. 13]

«Σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή, και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.

Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε τον νέο στη ζωή. Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του την ψευτιά.

Δάσκαλος που αγνοεί το πρώτο μισό, το χρέος δηλαδή του χαλαστή, δε μορφώνει ανθρώπους. Απλά γιατροπορεύει άρρωστους…»
[Τα Ελληνικά -  Ίδε ο δάσκαλος (1992)]

«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών... Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας».
[Τα Ελληνικά - Δάσκαλοι και ποντίκια (1992)]

Ο βίος του Λιαντίνη κορυφώθηκε όπως το περιγράφει ο Σολωμός στο ποίημά του "Ο Πόρφυρας" για τον νέο που ξεσκίζεται από τα σαγώνια του καρχαρία. Είναι εκείνη η φοβερή στιγμή όπου:

«"Ἀστράψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του".

Ημπορεί ο άνθρωπος να εντάξει τη ζωή του στα όρια αυτής της στιγμής; Να ανοίξει τη στιγμή σε διάσταση ή να πυκνώσει τη διάσταση σε στιγμή; Να στίξει τη ζωή του ή να χρονώσει τη στιγμή του; Ένας Σολωμικός στίχος αναγνωρίζει αυτή τη δυνατότητα:

"Κι έζησε ζωή ατέλειωτη σε μια στιγμή"».
[Χάσμα Σεισμού, σελ. 84]

 «Στον Πόρφυρα, ποίημα καθαρά φιλοσοφικό, με τη Στιγμή συμβολίζεται η ανύψωση στην αναγνώριση του κόσμου, στην οποία όμως ημπορεί να φθάσει μόνον εκείνος, που η βούληση ή η μοίρα του τον οδήγησε στην άρνηση του κόσμου».
[Χάσμα Σεισμού, σελ. 87]

Αλλά και στην "Γκέμμα", στο "Εδώ Μεσολόγγι", τελειώνει με παρόμοιο τρόπο:

 «Ήτανε το αχνάρι που τύπωσε το πέλμα του ήρωα απάνου στην πέτρα του καιρού, και στο σωρό τα χαλάσματα του κόσμου.
Αχνάρι και τύπος, που το καμαρώνουν τα βλέμματα της γης, και το χειροκροτεί η σιγή του ουρανού».
[Εδώ Μεσολόγγι, Γκέμμα, σελ. 167] 

Φαίνεται λοιπόν ότι έζησε ζωή ατέλειωτη σε μια στιγμή και δεν αποκαρτέρησε.

Μπορεί να μοιάζει πεσιμιστής ή μηδενιστής όπως είπαν και για τον Νίτσε αλλά δεν είναι. Μας άφησε αίνιγμα και δώρο το έργο του, με το οποίο μας ζητάει, επειδή δεν είναι αναβλητή η ζωή ούτε αναστρέψιμη, να βγούμε απ' τη λήθη, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να γκρεμίσουμε την άρρωστη παράδοση των δεισιδαιμονιών που μας φορτώνουν από την τρυφερή παιδική ηλικία. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να χτίσουμε πάνω απ' τα γκρέμια μια καινούργια, ειλικρινή, έντιμη και έμορφη ζωή, λευτερωμένη απ' το άγχος του αναπόφευκτου τέλους και του επέκεινα. Μια ζωή, που θα τη ζούμε στον μέγιστο βαθμό, χωρίς να σπαταλάμε τις χαρές της άσκοπα επηρεασμένοι από τη μέριμνα της πραγμάτωσης των στόχων και τη ρουτίνα.

Με μια πράξη που έχει τη μορφή "διαμαρτύρησης" και τη "σφράγισε με το αίμα του" μιμούμενος τον Εμπεδοκλή και τον Λυκούργο, προσπάθησε "να χρονώσει τη Στιγμή του" με την οποία "συμβολίζεται η ανύψωση στην αναγνώριση του κόσμου" και "να τυπώσει το αχνάρι του απάνου στην πέτρα του καιρού" προκειμένου "η διδασκαλία του να περιβληθεί με παντοτινή ισχύ". Αν το πέτυχε ή όχι… ίσως είναι νωρίς ακόμη, αλλά αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, θα διαπιστώσουμε ότι πολλοί άνθρωποι τον γνωρίζουν και ότι όσοι έχουν εμβαθύνει στο έργο του έχουν πάρει πολλά χρήσιμα εφόδια, γιατί, πάνω απ’ όλα ήταν Δάσκαλος.

 ***

Πηγές:

  1. Λιαντίνης - Έζησα Έρημος και Ισχυρός 2016 από εκδόσεις Ελευθερουδάκη
  2. Γκέμμα
  3. Τα Ελληνικά
  4. Χάσμα Σεισμού
  5. Διδακτική
  6. HomoEducandus
  7. Έξυπνον Ενύπνιον
  8. Ο Νηφομανής
  9. Συνέντευξη Δ. Αλικάκου