Ζυγίζοντας το Καπάνι

Ζυγίζοντας το Καπάνι

Σχεδόν έντεκα το πρωί, ήλιος και ένα απαραίτητο αεράκι. Υπάρχουν μέρες που θέλεις να ανακαλύψεις την πόλη σου και μπαίνεις λίγο στη νοοτροπία του περιπλανώμενου. Παύεις να τη βλέπεις υποκειμενικά με την καχυποψία της συνήθειας και πείθεσαι να είσαι συγκρατημένα ενθουσιασμένος με αυτά που προσπερνούσες.

Περπατώ την Ερμού και περνώ από τη σημείο που διαρκώς με ενοχλούσε η μυρωδιά και τα νερά στο δρόμο. Οι γωνίες των ψαράδικων, με τις οποίες η αγορά Βλάλη απολήγει στην Ερμού. Ας το δω αλλιώς. Στρίβω από εκεί και βρίσκομαι στο ιστορικό Καπάνι. Από τα λίγα μέρη που ξεκίνησαν ως κάτι συγκεκριμένο και συνεχίζουν ακόμη ως τέτοιο. Έχουν εξασφαλίσει την ιστορικότητα όχι μόνο από τη σημαντικότητα, αλλά και από την υπαρκτική συνέχεια στην ιστορία της πόλης. Αγορά αλεύρων σύμφωνα με τη μετάφραση καταγωγής ή -κατά μια πιο εξελιγμένη παραλλαγή- η ζυγαριά, στην οποία ζύγιζαν το αλεύρι πριν ξεκινήσει το ταξίδι των εξαγωγών.

Το σκηνικό μου φέρνει στο μυαλό τις βόλτες με τη γιαγιά και τον παππού και το άγχος που με κατέβαλλε, όταν γλιστρούσα –ενδεχομένως και επίτηδες- από τα χέρια τους και τους έχανα για μια στιγμή από το οπτικό μου πεδίο μέσα στο πλήθος των καταναλωτών. Πρόσφατα ανακάλυψα ότι μέσα στο Καπάνι υπάρχουν όμορφα και παραδοσιακά καφέ εκτός από τσιπουράδικα –που υποτιμούσα-, τα οποία φαίνονται ταυτόχρονα τόσο κοινά, όσο και ξεχωριστά δίνοντας την εντύπωση ότι βρίσκονται σε άλλο τόπο ή χρόνο ή και τα δυο. Παλινδρομούν ανάμεσα σε αυτά τα δυο στοιχεία και τους επηρεασμένους από αυτά ανθρώπους. Δυο εικοσάρηδες, τρεις εβδομηντάρες χήρες που ξεπέρασαν την απώλεια ή έστω προσπαθούν, ένας άρχοντας με διαφημιστικό μπλουζάκι και κιτρινισμένο μουστάκι. Το περιβάλλον παραδόξως τους χωρά όλους.

Ελληνικός καλοψημένος σε πατάρι, δυο παράθυρα με θέα τις ψηλότερες πιο μοντέρνες , αλλά μουντές, σκουρόγκριζες, φθαρμένες πολυκατοικίες που συνθέτουν μια αστική τριλογία με τους πάγκους εδωδίμων και μια γλάστρα πανσέδες. Τα κτίρια είναι παλιά, σχεδόν όλα διώροφα. Το σκεπτικό της αρχιτεκτονικής είναι τουρκικό, ωστόσο εγώ εντοπίζω μια μπανάλ βενετσιάνικη τεχνοτροπία. Η αύρα τους σίγουρα ελληνική. Ανάμεσά τους σουλατσάρουν κουστουμαρισμένοι κύριοι με κομπολόγια-κλειδιά στο χέρι –κατά το άσμα- περπατούν ανά τριάδες εκτελώντας ταυτόχρονα και τις εντολές για τα ψώνια της κυράς. Μετά θα ξαποστάσουν , θα χαζέψουν, το μάτι δεν φυλακίζεται, ούτε γερνάει.

Το μεγαλύτερο κεφάλαιο στο Καπάνι είναι οι ιδιοκτήτες μαγαζιών που τυγχάνει να είναι και αυτοί που τα δουλεύουν. Άνθρωποι που δεν μπορείς να φανταστείς και ούτε να δεις μακριά από το μέρος τους. Διέπονται από μια ταπεινότητα παρ’ όλο που τις περισσότερες ώρες της ημέρας παρουσιάζουν μια παράξενη οικειότητα, τρόπους πρωτόγονου. Παίζουν στα δάχτυλα και έχουν φάει με το κουτάλι ένα τέτοιο μέρος κι όμως το αντιμετωπίζουν με αναγνώριση και σεβασμό. Έχουν γίνει αξιοθέατο στο αξιοθέατο. Αυτοτελές και συνθετικό στοιχείο του τόπου.

Το πλακόστρωτο δεν είναι γεμάτο γόπες και αποτσίγαρα σε αντίθεση με άλλα μέρη της πόλης. Τουλάχιστον δεν κυριαρχούν. Για το πολυπληθέστερο είδος ανταγωνίζονται τα ξηροκάρπια και οι ελιές. Γενικά υπάρχει ένας αισθητικός ανταγωνισμός. Στην εικόνα, στον ήχο, στη μυρωδιά. Ποιος θα φανεί περισσότερο, ποιος θα ακουστεί πιο δυνατά, ακόμη και το λιβάνι από τα θυμιατά των εκκλησιαστικών ειδών παλεύει με την ψαρίλα.

Ξεχωρίζουν εκείνοι που κάνουν τη βόλτα τους στο Καπάνι, με σκοπό να νοσταλγήσουν την εποχή που εκείνοι φώναζαν, έστηναν και ξέστηναν τους πάγκους τους, άνοιγαν τα στόρια στην τότε βιοτεχνία υποδημάτων τους ή ίσως κάποτε γλιστρούσαν από το χέρι του παππού και της γιαγιάς.

Φεύγω από τη μεριά της Αριστοτέλους με μια συναίσθηση και σκέψη όμοια με το σταυροκόπημα του πιστού που αποχωρεί από το ναό. Σκούρες φάτσες πλησιάζουν δειλά και προσφέρουν χύμα τσιγάρα με μυστικότητα και πονηριά. Ευχαριστώ, δεν θέλω.