Ώριμα καλοκαίρια

Ώριμα καλοκαίρια

Την κριτική του την έκανε τους χειμώνες ο Μηνάς. Την αυτοκριτική του, όμως, συνήθιζε να την κάνει τα καλοκαίρια. Εκεί κάτω από το μεγάλο πλάτανο του χωριού που επισκεπτόταν εξ απαλών ονύχων, για να τον δουν και αργότερα για να δει τους παππούδες του.

 Παρατήρησε ένα καλοκαίρι στην πλατεία του χωριού, ένα μεσημέρι, που είχε ξετρυπώσει από το σπίτι, επειδή βαριόταν απίστευτα να βλέπει τους μεγάλους να κοιμούνται , πως εφέτος ήταν κάπως διαφορετικός στη σκέψη του, στον τρόπο που έβλεπε τους άλλους, τις καταστάσεις, το παιχνίδι. Μετά από τούτη τη σκέψη το έπαιζε τόσο ώριμος στα 8 του που το απόγευμα, όταν μαζεύτηκε  άπασα η πιτσιρικαρία πήγε να το παίξει 14 στη Δημητρούλα την εγγονή της κυρίας Νίκης που είχε το μαγαζί με την ταμπέλα ‘’Εδώδιμα και παραδοσιακά’’. Παταγώδης αποτυχία, καλομαγειρεμένη χυλόπιτα δια χειρός Δημητρούλας. Το πεταχτό που ήθελε πέταξε. Δεν πτοήθηκε, βέβαια, μικρός και πεισματάρης, κουρεμένος καπελάκι είχε πολλή αυτοπεποίθηση ακόμη στην αποθήκη του από εκείνα τα ‘’ΤΙ ΟΜΟΡΦΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΗΝΑΣ ΣΑΣ’’, ‘’ΚΟΥΚΛΟΣ, ΚΟΥΚΛΟΣ’’. Παρ’ όλο που έπληττε με αυτά τα σχόλια και σιχαινόταν εκείνα τα σαλιάρικα φιλιά που εισέπραττε στο μάγουλο από εκείνες τις κουτσομπόλες γριούλες , αυτές οι κολακείες του άρεσαν. Στη συζήτηση που είχε με έναν φίλο του για το σχέδιο ‘’Δημητρούλα’’, αν και τον ενδιέφερε το ζήτημα, δεν πολυάκουγε τον Πετράκη. Σκεφτόταν ότι αυτό το καλοκαίρι τον έβλεπε αλλιώς, πιο ώριμα από πέρυσι, αυτή η σκέψη τον είχε κερδίσει. ‘’Ποιος  την χέζει τη Δημητρούλα’’ ήταν έτοιμος να πει αν τον διέκοπτε κανείς από τον ειρμό του.

Τα καλοκαίρια περνούσαν, η πιτσιρικαρία μεγάλωνε, η Δημητρούλα έγινε Δήμητρα, μια ακόμη ψηλομύτα, που είχε μαζί της τα καλλυντικά της ακόμη και στο καθιερωμένο ενιαύσιο τσίκνισμα στην πλατεία  και ο Μηνάς έκανε αυτήν την αυτοκριτική του πολύ καλά πλέον. Άρχισε να αποκτά συναίσθηση του τι ήθελε, τι προσδοκούσε από τον καθένα, μάθαινε πλέον να χειρίζεται τους ανθρώπους . Στα 15 του έκανε το πρώτο του τσιγάρο σε ένα απομακρυσμένο καταφύγιο. Ήθελε και το έκανε. Το ίδιο και τα επόμενα χρόνια όποτε ήθελε, το έκανε. Κάπνιζε περιστασιακά, αλλά ενσυνείδητα. Καλοκαίρι με το καλοκαίρι άρχισε να περιορίζει κάπως τις επαφές του με όλη την πιτσιρικαρία. ‘’Πολλοί και πολύ μαλάκες είναι ορισμένοι’’, έλεγε στον Πέτρο, τον οποίο ακόμη συμπαθούσε, κάτω από το θεόρατο πλατάνι, ενώ απολάμβαναν  έναν ελληνικό. Σε αυτόν τον μύησε ο Πέτρος και του ήταν ευγνώμων γι’ αυτή τη συνήθεια που έμελλε να καθιερωθεί.  Για κάθε φίλο από την πιτσιρικαρία με τον οποίο έκοβε ο Μηνάς, έφερνε το επόμενο καλοκαίρι και ένα βιβλίο παραπάνω στο χωριό, το καλοκαίρι μετά το πρώτο έτος, δεν θα είχε φέρει καμιά δεκαριά;  

Ο Μηνάς είχε περάσει στην Ιατρική της Αθήνας και ο Πέτρος στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Η Δήμητρα, όλως παραδόξως, είχε περάσει Παιδαγωγικό στα Γιάννενα, αλλά ακόμη πιο παράδοξο ήταν ότι αυτή η και καλά ντίβα ερχόταν ακόμη στο χωριό. Ο Μηνάς με την ανάπτυξη της λογικής του είχε διαμορφώσει τη ζωή που ήθελε να ζει στα 21 του πια, ήταν κυνικός και λογικός. Με ό, τι και με όποιον διαφωνούσε το έλεγε και αν ερχόσουν σε ρήξη μαζί του… σε ισοπέδωνε με τις λέξεις, διάβαζε πολύ και έκανε παρέα με νομικάριους. Μια νύχτα στη βεράντα, η μητέρα του σε μια αφηρημένη συζήτηση είπε ότι δεν αξίζει να χαλιέται κανείς με κάποιον συγγενή ή  γνωστό του ακόμη και αν λέει λάθος πράγματα. ‘’Μην ασχολείσαι , βάλε νερό στο κρασί σου’’. Ο Μηνάς, όμως, έπινε σκέτο μέχρι και το ουίσκι, διπλό κιόλας, σιγά μην έριχνε νερό στο κρασί. Έτσι του είχε πει ο παππούς του, καλό ποτήρι, ότι τα ποτά πίνονται σκέτα, και ο Μηνάς ακολουθούσε αταβιστικά αυτή τη συμβουλή. Η αδερφή του σε μια παρόμοια συζήτηση είπε ότι σκοπός της είναι να ξυπνάει κάθε μέρα ευτυχισμένη. Ο Μηνάς της απάντησε. ‘’Εγώ θέλω να ξυπνάω όπως μου ταιριάζει εκείνη τη μέρα, ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος. Μια μέρα που θα σηκωθώ δυστυχισμένος επειδή το θέλω θα είμαι ευτυχισμένος’’. Την μπέρδεψε λίγο, Ίσως η Νεφέλη δεν είχε περάσει τα ώριμα καλοκαίρια του Μηνά.

Το ίδιο καλοκαίρι μια νύχτα στο μοναδικό μπαρ του χωριού ο Μηνάς είπε στον Πέτρο ότι σήμερα θα έσκιζε τη Δήμητρα, που στο μεταξύ χόρευε δυο τραπέζια παραδίπλα με 2 φίλες της. Εκείνος απόρησε. Ήξερε ότι δεν την πήγαινε καθόλου, όλη μέρα την στόλιζε πατόκορφα. ‘’Α, σήμερα ξέρω τι θέλω , Πέτρο, μόνο δώσε μου τα κλειδιά του σπιτιού σου, γιατί σε εμένα είναι η γιαγιά’’. Πράγματι την πλησίασε, της είπε κάτι στο αυτί, κάτι τραβηγμένο μάλλον, αλλά το κάστρο της ντίβας έπεσε, ήταν ωραίος ο Μηνάς. Στο σπίτι του Πέτρου, ο Μηνάς την πήρε δυο φορές και την οδήγησε στη πόρτα με τυπικές διαδικασίες. Αυτή απόρησε με την αγενή συμπεριφορά του, αλλά είχε περάσει πολύ καλά για να σκέφτεται τέτοια. Ξύπνησε με το πρώτο εωθινό καυγαδάκι που είχαν δυο σκυλιά κάτω από το δωμάτιο. Καθώς σέρβιρε τον καφέ του κατάλαβε ότι ξύπνησε δυστυχισμένος και αυτό τον ευχαρίστησε.

Λίγες μέρες μετά σε ένα οικογενειακό τραπέζι μάλωσε άσχημα με  το φασίστα θείο του, καθώς δεν μπορούσε να ακούει ΤΙΣ μπούρδες. Τα έχωσε καλά στον ψωροπερήφανο αρειμάνιο Ελληναρά, που στην ταβέρνα του χωριού χτυπούσε τη χερούκλα του στο τραπέζι δηλώνοντας πως αν ήταν αυτός πρωθυπουργός θα έκανε και τούτο κι εκείνο, και σηκώθηκε κι έφυγε. Την άλλη μέρα το  απόγευμα είχε έρθει στο σπίτι ο γέρο Μπίλλ, Βασίλη τον έλεγαν κανονικά, αλλά ήταν ένας εξηντάρης ροκάς κομμουνιστής και το έπαιζε ιστορία. Ε, κάθισε λίγο μαζί τους, αλλά δεν άντεξε. ‘’Άσε μας ρε συ που πλένεσαι με φύλλα λεμονιού, επειδή νομίζεις πως τα σαμπουάν τα γεννά ο καπιταλισμός’’.

Εκείνο το καλοκαίρι ο Μηνάς έφτασε στον τελικό στόχο που ξεκίνησε στα 8 του. Εκείνη η ωριμότητα που είχε ανακαλύψει τότε εξελισσόταν, η διαμόρφωσή  σκέψης και θέλησης είχε ολοκληρωθεί. Είχε πια αποβάλλει την ασφάλεια της ακρισίας  των συμβουλών  και ένιωσε πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος.