Όπου θάνατος και φασαρία ο Ελληνάρας πρώτος

Όπου θάνατος και φασαρία ο Ελληνάρας πρώτος

Πέθανε ο τάδε, τραυματίστηκε σοβαρά ο δείνα. Συχνοί τίτλοι που κατακτούν ολόκληρο το χρόνο μιας τηλεοπτικής εκπομπής και διευκολύνουν ευεργετικά τη θεματολογία των εκπομπών.

Αν ο χαμός οφείλεται σε κάποια καχεξία του συστήματος, σε λάθος της πολιτείας -π.χ υποδομές- από το θάνατο ξεκινά μια συζήτηση για το πολιτικό σύστημα, τα λάθη του κάθε κόμματος, το μπαλάκι των ευθυνών πάει κι έρχεται,γενικά κοκορομαχίες. Αν πρόκειται για τη φευγάλα κανενός γνωστού ή σπουδαίου προσώπου, καλλιτέχνιδος φαινομενικά όλη η τηλεόραση πενθεί, σύσσωμος ο εν τη γυάλα κόσμος βλέπεις να δακρύζει, να μοιρολογεί βαττολογώντας και μηρυκάζει κοινοτοπίες θρηνωδώντας για το χαμό ενός προσώπου. Μάλιστα το κάνουν με τέτοια λεπτομέρεια της πραγματικότητας , με τέτοια ακρίβεια, ώστε έχουν προβλέψει να μιμηθούν και εκείνον το σκατόψυχο συγγενή, ο οποίος πάνω από το φέρετρο θα παρακαλέσει μεν  το Θεό να συγχωρήσει τον τεθνεώτα, αλλά θα πει πως ήταν κι αυτός κακό μέρος του λόγου. Τις έκανες τις ατασθαλίες του. Θα το έτρωγε το κεφάλι του μοιραία κάποια στιγμή. Και ακόμη χειρότερα ενδεχομένως να μην πλέξει το εγκώμιό του, αλλά να τον βρίσει με μανία. Κάτι που φυσικά θα δείλιαζε να κάνει όσο ζούσε ο μακαρίτης. Αν πάλι δε, είναι κανένας μεγάλος Έλληνας τραγουδιστής όλοι μένουν εμβρόντητοι για κάνα λεπτό με τα δυο χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στόμα. Φυσικά γνωρίζουν τα τραγούδια του… τα τρία πιο γνωστά και δυο από τα τελευταία του. Αν παίξεις κάνα παλιό ή λιγότερο παιγμένο στα ραδιόφωνα θα γίνουν ρεζίλι στον αέρα. Ας μην κάνουμε κουβέντα για το θάνατο συγγραφέων. Σε αυτόν τον τομέα οι παρουσιαστές έχουν πλήρη άγνοια, αλλά ωστόσο το παίζουν τόσο συγκλονισμένοι που οδηγούνται σε μια έπαρση, ώστε να θεωρούν απαραίτητο να σχολιάσουν τη μαλακία τους και να μπολιάσουν με ανακριβή στοιχεία και μπούρδα τα νοικοκυριά που όντως δεν ήξεραν τον άνθρωπο που εξεμέτρησε το ζην.

Δεν αμφισβητώ τη σημασία του να μιλάς για ένα θάνατο που θα έκανε τον κοινό τηλεθεατή να σε παρακολουθήσει –γιατί για την τηλεθέαση γίνεται ας μην γελιόμαστε- νομίζω  όμως ότι αποτελεί και χρέος στο πλαίσιο της ενημέρωσης. Αμφισβητώ το γεγονός ότι άνθρωποι τυχαίοι ως προς τον εκλιπόντα, τολμούν να μιλούν με ιταμή άνεση,  γι’ αυτόν χωρίς να έχουν ακούσει τα τραγούδια του, χωρίς να έχουν διαβάσει ένα από τα βιβλία του, χωρίς να ξέρουν κάτι για τον ψυχισμό του, έχοντας μαύρα μεσάνυχτα, ρε παιδί μου, για το βίο και την πολιτεία του μέχρι την μέρα του θανάτου του, γιατί τότε πιθανόν τους έδωσαν να διαβάσουν πέντε πράγματα για να αραδιάζουν στην οθόνη άλλα τόσα.

Δεν ήταν πάντα έτσι η τηλεόραση και φυσικά δεν τους βάζω όλους στο ίδιο σακί. Στις αρχές της στελεχωνόταν από κεφάλια δημοσιογραφίας, ανθρώπους που ένα ποτό μαζί τους ισοδυναμούσε με ένα έτος στο πανεπιστήμιο, αλλά όσο καταλαβαίναμε, καταλαμβάναμε την δύναμη της και την (παρα)δώσαμε σε στόματα που το καλύτερο που μπορούν και έχουν να πουν είναι η σιωπή τους. Από χώρος της νόησης που θα μπορούσε να είναι, αποτελεί καμιά φορά προκλητικούς συγγενείς που ζητάνε κολασμένα τη μούντζα. Φυσικά δεν είμαι κατά του πλουραλισμού, της ελευθερίας της έκφρασης και της παρρησίας, αλλά είμαι φανατικά υπέρ του σεβασμού και της ευσυνειδησίας.

Έτσι σκέφτομαι καμιά φορά και παραδέχομαι για μια έτι φορά το Μάνο Χατζιδάκι , που θέλησε η ώρα και ο τόπος της κηδείας να παραμείνει κρυφός. Η τελευταία του σύνθεση στα εγκόσμια να είναι σε ένα ήσυχο μέρος να απολαύσει το τσιγάρο του, ακούγοντας τα πουλιά και χαζεύοντας τα δένδρα. Όχι να ακούει τη γνώμη και τα σχόλια του καθένα για τη στάση ζωής που κράτησε, για τις επιλογές και τους στίχους του. Και αν υποτεθείσθω  αυτοί οι άνθρωποι ήταν καλεσμένοι στη δική σου κηδεία και μουρμούριζαν από πάνω σου, θα σηκωνόσουν να τους μουντζώσεις;