Λαγανιασμένοι χαρταετοί

Λαγανιασμένοι χαρταετοί

Ποτέ μου δεν πέταξα χαρταετό με την κυριολεκτική σημασία. Δεν ήμουν των εξορμήσεων και των χειροτεχνιών, ίσως δεν έβρισκα και νόημα στο να κοπιάσω τόσο πολύ για να στυλώσω στο τέλος ψηλά το βλέμμα να ακολουθεί την ατάκτως προδιαγεγραμμένη διαδρομή αυτού του χάρτινου αεροπλάνου. Δεν εξαιρώ, ωστόσο, τον εαυτό μου από τη γενικότητα, τη μαζικότητα της παράδοσης και του εθίμου.

Τρώω πιστά λαγάνα, παρ’ όλο που μου αρέσει πολύ περισσότερο το απλό καρβελάκι. Μόνο την Καθαρά Δευτέρα την έβρισκα εύγεστη και χορταστική. Από την αλαζονεία να αποδείξω το αντίθετο αγόρασα πριν μερικά χρόνια μια τυχαία μέρα λαγάνα από το φούρνο , αλλά κατέληξε ξεραμένη στην ψωμιέρα πλάι σε κάτι κριτσίνια. Η γιορτή πράγματι έχει επιρροή στο φαγητό ως προς το ‘’ξεχωριστό’’, ούτως ειπείν. Αυτοί, δηλαδή, που καθημερινά τρέφονται με χαβιάρι αυτή τη μέρα θα στραφούν στην υφή του ταραμά και οι άνθρωποι που τη βγάζουν στενά όλο το χρόνο, θα στερηθούν κάποια πράγματα τον προηγούμενο μήνα για να απολαύσουν μερικές γαρίδες με τα άτομά τους.

Κατά τα άλλα η λίαν συντονισμένη και καλά κουρδισμένη μονοτονία και προβλεψιμότητα, που λατρεύω. Οικογενειακές και φιλικές μαζώξεις εν οίκω σε κλίμα ιλαρότητας με φωνές υπό το μυρωδιά του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού και του χταποδιού που βράζει με coca-cola, οι άντρες σχολιάζουν πολιτικά, αθλητικά και εν κρυπτώ και παραβύστω κάνα καλλίγραμμο κορμί που στάμπαραν στη δουλειά ή στην τηλεόραση. Οι γυναίκες σε κατανυκτική κατάσταση περισυλλογής απορούν με τις διατροφικές συνήθειες αγίων που τους αρκούσαν ξερά χόρτα και μετά απογοητευμένες και ένοχες χαρακτηρίζουν τους εαυτούς λυσσασμένα βουλιμικά ζώα σκουπίζοντας κομψά την κρασίλα από τα χείλη τους. Μετά τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους.

Σε ένα άλλο γεύμα σε συνοικιακή ταβέρνα, τρία παιδιά έχουν τελειώσει το φαγητό τους και τους κατακτά μια βαρεμάρα, χλιαρή και πηχτή σαν λάσπη. Ανακοινώνουν στους αδιάφορους για αυτά συνδαιτυμόνες ότι θα βγουν για λίγο έξω σχετλιάζοντας που αντί να πάνε μια εκδρομή να πετάξουν χαρταετό, ήρθαν κατ’ επιθυμία των γονιών τους στο τραπέζι. Ο μικρότερος τότε εξομολογείται στους φίλους του το παίδεμα με τη συμμαθητριούλα που του πήρε το μυαλό και ότι τη σκέφτεται πριν κοιμηθεί. Ο μεγαλύτερος περιγράφει γλαφυρά με κάθε λεπτομέρεια πώς θα κουτουπώσει την ωραία της τάξης. Ο μεσαίος είναι αριστούχος.

Στο ίδιο τραπέζι ο πρεσβύτερος παππούς μερακλωμένος και συγκεκινημένος από τη συνάντηση με τα παιδιά του ζητά άλλο ένα ούζο και η κυρά του τον κλωτσά με τρόπο κοιτώντας τον με βλέμμα επίπληξης σαν να ήταν άτακτο, απαλούκωτο σκυλί. Έπειτα σουφρώνει τα μούτρα της με μια απογοήτευση και απορία που ο άντρας της δεν υπακούει στις οδηγίες του γιατρού και τον αφήνει τελικά να πιει και αυτό το ‘’ένα ακόμη’’.

Μέχρι και οι σκύλοι συντρώγουν με τα γατιά ελιές και φασολάδα.

Με αυτούς είμαι που αύριο θα τους ξημερώσει μια φαινομενικά προδιαγεγραμμένη Τρίτη, μετά από μια εσαεί προσχεδιασμένη μέρα. Γιατί να ξεφύγεις από το όλον και να αναζητήσεις μάταια τη διαφοροποίηση ενώ έχεις τόσες άλλες μέρες να το κάνεις; Άμα δεν κάνεις τα συνηθισμένα πράγματα τις ξεχωριστές μέρες, πώς περιμένεις να κάνεις τα ξεχωριστά τις συνηθισμένες. Αντίφαση; Όχι, σάμπως ο άνθρωπος δεν είναι αντιφατικός. Συμπεριφέρεται σαν τα υγρά, σε όποιο λήκυθο, σε όποιο δοχείο και να τον χύσεις, αυτό το σχήμα θα πάρει, ακόμη κι αν στριμωχτεί.