«Ξεχασμένα» Χριστούγεννα

«Ξεχασμένα» Χριστούγεννα

 Το προηγούμενο βράδυ είχα επιτέλους λάβει την απόφαση πως την επομένη θα πραγματοποιούσα την αγορά των χριστουγεννιάτικων δώρων για τα πολύ κοντινά μου πρόσωπα. Οι ημέρες πλησίαζαν και η χαρά μου μεγάλωνε που το πνεύμα των Χριστουγέννων άγγιζε με το τρυφερό του χέρι τις ψυχές των ανθρώπων, μαζί με αυτών και τη δική μου.

Ολοκληρώνοντας το μάθημα ξεχύθηκα με πάθος πρωτόγνωρο, ωσάν να ήμουν παιδί, με πνεύμα ατίθασο και απροβλημάτιστο στους δρόμους της Τσιμισκής, της Εγνατίας και την γεμάτη, ξέγνοιαστες και αθώες φωνές, πλατεία της Αγίας Σοφίας.

 Η χριστουγεννιάτικη κομψότητα των δρόμων, ο απέριττος μα συνάμα τόσο επιβλητικός στολισμός των εμπορικών κέντρων, οι ελπιδοφόρες συζητήσεις των διερχομένων, τα ανεξάντλητα χαμόγελα προσέδιδαν μία ακόμη πιο ξεχωριστή νότα, ενώ οι ωδές των μικρών παιδιών έδιναν τον δικό τους μοναδικό ρυθμό στον ζωηρό μου βηματισμό. Ήταν και εκείνες οι μουσικές μπάντες σε κάθε γωνιά της λεωφόρου που με ταξίδευαν αταλαντεύτως, δίνοντας ακόμη πιο ευχάριστη χροιά. Δεν ήμουν καθόλου ανήσυχος για την επιλογή των δώρων, γνώριζα τι επρόκειτο να αγοράσω, εξάλλου το χαρτζιλίκι που μου είχε απομείνει δεν μου προσέφερε ευρύτητα επιλογών. Ομολογώ όμως πως κάτι τέτοιο μου περνούσε σχεδόν απαρατήρητο, καθώς γνώριζα πως τα δώρα μου είχαν συμβολικό χαρακτήρα και πως θα κατάφερνα να προσεγγίσω πλήρως τις προτιμήσεις των αγαπημένων μου προσώπων. Όλες αυτές οι εικόνες που ξεδιπλώνονταν ενώπιον μου με συγκινούσαν, με γοήτευαν, με μετέφεραν σε άλλες εποχές, μακριά απ’ τους χαοτικούς και ξεδιάντροπους ρυθμούς της ρουτίνας, μα κυρίως μου υπενθύμιζαν το πόσο ευλογημένη και χαρισματική περίοδος είναι τα Χριστούγεννα. Είχε καιρό η ψυχή μου να βαπτιστεί με τόσο δυνατά και ηχηρά συναισθήματα. Προς στιγμήν αισθάνθηκα περίεργα που έπρεπε να καταφθάσουν οι εορτές για περικυκλωθώ από όμορφα και διαλεχτά συναισθήματα, ωστόσο ο ανίκητος ενθουσιασμός της στιγμής και η σαγήνη της ημέρας διάνθισαν τον ψυχικό μου κόσμο με αγάπη, στοργή, τρυφερότητα, ζεστασιά και αμοιβαιότητα, εξανεμίζοντας αστραπιαία το περίεργο εκείνο συναίσθημα. Λίγα μέτρα απείχα από το κατάστημα και σκεφτόμουν πόσο χαρούμενη θα είναι η όψη του μικρού μου αδελφού μου στο αντίκρισμα του δώρου του. Γνώριζα πως τα δώρα του προσέφεραν μεγάλη ευχαρίστηση και σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να του την αποστερήσω. Παράλληλα ξεπρόβαλλε και στην δική μου θύμηση η προσμονή αλλά και η ακατάλυτη λαχτάρα στο άνοιγμα των δώρων που είχα παιδιόθεν. Τα συναισθήματα αυτά που προέρχονταν απ’ τα έγκατα της παιδικής μου ηλικίας με συντρόφευαν σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος της βόλτας μου και με ωθούσαν στην αγαλλίαση και στην ηδεία νοσταλγία του παρελθόντος, εύλογο ήταν πως δεν επιθυμούσα σε ουδεμία περίπτωση να τα αποχωριστώ δίχως να τα απολαύσω. Έφθασα! Πέρασα εν τέλει το κατώφλι του μαγαζιού και δίχως ιδιαίτερο κόπο έκανα την επιλογή που ήθελα και το δώρο περιβλήθηκε από πανδαισία ονειρεμένων χρωμάτων και χριστουγεννιάτικων στολιδιών.

 Ήταν όμορφα εκείνο το απόγευμα, μα οι αντοχές μου άρχισαν σταδιακώς να με εγκαταλείπουν και δίχως να κάνω πρόσθετους λογισμούς έλαβα την απόφαση να λάβω τον δρόμο της επιστροφής δια των στενών, καθώς θα επέστρεφα συντομότερα και θα απέφευγα την οχλαγωγία. Επιστρέφοντας, όμως, ήρθα αντιμέτωπος με κάτι εξόχως συγκλονιστικό και πρωτόγνωρο. Στην άκρη του στενού πέντε άστεγοι καθήμενοι και υπό την παρουσία μίας μικρής φωτιάς που είχαν τοποθετήσει οι ίδιοι τραγουδούσαν, συζητούσαν, έπιναν, γελούσαν και διασκέδαζαν. Κοντοστάθηκα και αμφιβάλλω αν για κάποια δευτερόλεπτα είχα το ψυχικό σθένος να κάνω κάποια σκέψη, εξάλλου η εικόνα της στιγμής με την γαλήνη, την νηνεμία και την ασυνήθη έλξη που προσέφερε απλόχερα απέκρουε  κάθε μου προσπάθεια να σκεφθώ. Ενώπιον μου άνοιξε ένας νέος κόσμος, πολύ πιο απόμακρος από αυτόν που με δίδαξε η πρότερη βόλτα μου. Ήταν δύο κόσμοι αλληλοσυγκρουόμενοι και αντιφατικοί, δύο κόσμοι ξέχωροι και διαφορετικοί. Το γέλιο τους παθιασμένο, τα τραγούδια τους μοναδικά, συνδυασμός που ενδυνάμωνε την φλόγα που τους συντρόφευε. Μαζί με αυτήν ενισχυόταν και η φλόγα των δικών μου συναισθημάτων, ενώ με την συμβολή αυτής της εικόνας η βοή και η όψη των Χριστουγέννων κατέστη πιο λαμπρή και μεγαλεπήβολη από ποτέ εντός μου. Δεν κατάφερα να αντιληφθώ το ταχύ πέρας της ώρας, το θέαμα που «αιχμαλώτισα» με απορρόφησε στον κόσμο των αστέγων, ένας κόσμος που χρειάστηκε μόλις λίγα δευτερόλεπτα για να με κάνει απόκτημα του, ολότελα δικό του. Δεν άντεξα να κοιτάζω περαιτέρω και αποχώρισα κατησχυμένος όντας παραστάτης, θεατής και συμμέτοχος δυο αντικρουόμενων κόσμων. Στην επιστροφή μου σκεπτόμουν πως σε αυτά τα στενά εμφανίσθηκαν εμπρός μου κάποια «ξεχασμένα» Χριστούγεννα τα οποία περιείχαν μια σπάνια και δυσεύρετη ομορφιά, ήταν Χριστούγεννα που τα διαπερνούσε ο αγέρας και το άνθος της απλότητας και της λιτότητας. «Ξεχασμένα» και υποτονικά για εμάς, μα τόσο αληθινά και φλογερά για εκείνους.