Καλή χρονιά του σκύλου!

Καλή χρονιά του σκύλου!

Τον πολύ πολύ παλιό καιρό ζούσε εκεί μακριά στην Κίνα ένα τέρας που το λέγανε Νιέν. Το Νιέν ήταν φοβερό τέρας, με πλήρες σετ από παραφερνάλια τέρατος (κέρατα, νυχάρες, δοντάρες κ.λπ.) αλλά – ευτυχώς να λες – ήταν και φοβερός τεμπελχανάς.

Είχε μεγάλη όρεξη κι εξίσου μεγάλο στομάχι αλλά η τεμπελιά του ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Κι έτσι, επειδή τύχαινε να ‘χει κι ένα θεματάκι με τη ζέστη και το πολύ φως, είχε βρει ένα σκοτεινό και ήσυχο γιατάκι στον πάτο της θάλασσας κι εκεί την έπεφτε και ψιλοροχάλιζε ολοχρονίς.

Επρεπε, όμως, ρε αδερφέ, να κάνει κι αυτό κάτι για να δικαιολογεί τη φοβερή και τρομερή του φήμη, όπως κάνουν όλα τα τέρατα της προκοπής ανά τον κόσμο. Έτσι, κούρδιζε το Νιέν το ξυπνητηράκι του, να χτυπήσει το πρωί (όχι και χαράματα τώρα, μη νομίσετε: εκεί κατά τις δέκα, δέκα και μισή) της τελευταίας μέρας του σεληνιακού χρόνου. Κι αφού έκανε ένα καλό τέντωμα να ξεμουδιάσει από ενός χρόνου ύπνο, θυμόταν – ουιιιιι, τι λες τώρα – ότι είχε ένα χρόνο να φάει. Βουου-ούπ, έδινε μια και βρισκόταν ξαφνικά στη στεριά κι άρχιζε να τρώει ό,τι ζωντανό βρισκόταν μπροστά του: ζώα, ζωάκια, ανθρώπους, ανθρωπάκια, τα πάντα. 

Οι χωριάτες το ήξεραν το τροπάρι γιατί κάθε χρόνο τα ίδια γίνονταν. Κι έτσι, κάθε πρωί της παραμονής της πρωτοχρονιάς, συμμάζευαν ό,τι μπορούσαν να συμμαζέψουν κι έτρεχαν πατείς με πατώ σε να κρυφτούν στις γύρω σπηλιές. Ακόμα κι έτσι, όμως, το Νιέν τα κατάφερνε να τσακώσει κάμποσους και να τους απαλλάξει από τα βάσανα του μάταιου τούτου κόσμου. 

Κάποια χρονιά, την ώρα της αναμπουμπούλας, μπήκε στο χωριό ένας ζητιάνος. Μάταια ζητούσε ο έρημος από ‘δω κι από ‘κει λίγο φαΐ. Όλοι έτρεχαν να φύγουν και κανένας δεν του ‘δινε σημασία. Μόνο μια γριά τον λυπήθηκε και του ‘βρασε λίγα τζιάοτζι πριν πάρει κι αυτή το δρόμο για τις σπηλιές. Ο γέρος της ζήτησε να τον αφήσει να μείνει στο σπίτι της κι υποσχέθηκε να γλιτώσει το χωριό από το θηρίο. Η γριά, σιγά που τον πίστεψε αλλά του έκανε τη χάρη: «Κοίτα μη γυρίσω και βρω ατσαλιές μόνο!» του είπε κι έφυγε μαζί με τους άλλους. Μόλις έμεινε μόνος του ο γέρος έκανε τα κουμάντα του. Και κάποια στιγμή, να σου το το Νιέν σπινιαριστό, έρχεται και σταματάει μπροστά στο γέρο με το στόμα ορθάνοιχτο, έτοιμο να τον αρπάξει. Αλλά ξαφνικά, κάνει μια γκριμάτσα:

«Ίιιιουου! Πού πας γέρο με την κόκκινη μπέρτα! Θα με κάνεις να ξεράσω ό,τι έφαγα και δεν έφαγα!»

Καθώς τα ‘λεγε αυτά το Νιέν, ο γέρος έριξε μια λοξή ματιά με νόημα στην πόρτα του σπιτιού της γριάς. Άθελά του, το Νιέν ακολούθησε το βλέμμα του γέρου κι είδε αριστερά και δεξιά της πόρτας δυο μεγάλα κατακόκκινα χαρτιά γεμάτα με μαύρα ορνιθοσκαλίσματα. Τι του ‘ρθε κι αυτουνού, πλησίασε και προσπάθησε να τα διαβάσει, μέχρι που το έπιασε κακός πονοκέφαλος. Κι εκεί που πήγαινε να σπάσει η κεφάλα του, μπαμ, μπουμ, μπαμ, μπουμ! Ο γέρος είχε βάλει στη φωτιά το μπαμπού που είχε για μπαστούνι κι αυτό έσκαγε κι έκανε το σαματά του διαόλου. 

Το Νιέν έβαλε τα χέρια του στ’ αφτιά του κι όπου φύγει φύγει.

Όταν γύρισε ο κόσμος πίσω στο χωριό, ο γέρος, που δεν ήταν όποιος κι όποιος αλλά θεϊκός απεσταλμένος παρακαλώ, έδωσε οδηγίες για το πώς κάνεις το Νιέν να φύγει τρέχοντας. Κι από ‘κει έμεινε, μέχρι σήμερα, οι Κινέζοι να φοράνε την παραμονή της πρωτοχρονιάς κόκκινα ρούχα, να κολλάνε στην πόρτα τους κόκκινα χαρτιά με (ορνιθοσκαλισμένες) ευχές και να σκάνε όλες αυτές τις απερίγραπτες στρακαστρούκες.

***

Σημείωση πρώτη: 
Επειδή την Ιστορία τη γράφουν πάντα οι νικητές, επικράτησε η άποψη, ότι το Νιέν τρρρρέμει το κόκκινο και τους κρότους. Ουδέν αναληθέστερον. Η απέχθεια του Νιέν για το κόκκινο είναι καθαρά στιλιστική, αγαπητοί μου. Είναι θέμα γούστου. Δεν του αρέσει το κόκκινο. ΤΟ ΣΙΧΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ. ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ??? Και ενοχλείται από το θόρυβο. Όπως όλα τα πλάσματα με υψηλή νοημοσύνη, άλλωστε. Αλλά, είπαμε: καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα...

Σημείωση δεύτερη:
‘Νιέν’ στα κινέζικα σημαίνει ‘χρόνος’: nián: 年.

Καλή χρονιά του σκύλου!