Αν αγαπάτε πραγματικά την Ελλάδα, αρχίστε να την μισείτε

Αν αγαπάτε πραγματικά την Ελλάδα, αρχίστε να την μισείτε

Του χρόνου κλείνω δεκαετία παραμονής και εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο πέρα από ευκαιρίες καριέρας και βιοπορισμού, ήταν ένα καλό σχολείο για να πλαστεί η ευρωπαϊκή μου ταυτότητα, μιας και πήρα μέρος σε ευρωπαϊκά project και ταξίδεψα – και ταξιδεύω – στην Ευρώπη.

Τα τελευταία δέκα χρόνια, έχω σμιλεύσει την προσωπικότητά μου προσπαθώντας να συνδέσω αρμονικά το μεσογειακό-βαλκανικό μου ταμπεραμέντο με αυτό της φιλελεύθερης, προοδευτικής Ευρώπης του μοντερνισμού και της δημιουργικότητας.

Η αλήθεια είναι οτι επικρατεί ένας πόλεμος μεταξύ των δύο και βρίσκω τον εαυτό μου να αναγκάζει το πρώτο να κάνει πολλές εκπτώσεις για να συνδεθεί με το δεύτερο.

Παρατηρώ ότι για να γίνει αυτή σύνδεση εφικτή, πρέπει να εξωραΐσω τον ελληνισμό μέσα μου, μέσω του εκρομαντισμού του, για να μπορέσω να αισθανθώ ευρωπαίος πολίτης.

Κάποτε με είχαν ρωτήσει ποιός είναι ο καλύτερος και ποιός ο χειρότερος λαός κατά την άποψή μου. Αν και αποφεύγω να απαντάω σε τόσο γενικευμένες και υπεραπλουστευμένες ερωτήσεις, απάντησα και στα δυο «οι Έλληνες».

Πιστεύω ατράνταχτα ότι η ανθρώπινη ζεστασιά, το αίσθημα της παρέας, η φυσική μας ιδιότητα να εκφράσουμε σωματικά τα συναισθήματά μας και η φιλοτιμική μας διάθεση να βοηθήσουμε κάποιον με την πρώτη ευκαιρία δεν υπάρχει τόσο έντονα σε κανέναν Ευρωπαϊκό λαό, και πιστέψτε με δεν το λέω πατριωτικά αλλά κατόπιν παρατήρησης.

Αλλά όλα αυτά έρχονται με ένα μεγάλο κόστος το οποίο απορρέει από την βαθιά κρίση ταυτότητας που έχουμε μέσα μας που ελλοχεύει ένα ναρκισσισμό, ένα είδος προπατορικού δικαιώματός ότι αξίζουμε κάτι παραπάνω μόνο επειδή υπάρχουμε και είμαστε έτοιμοι να το διεκδικήσουμε, ακόμη και άμα πρέπει να καταστρέψουμε το μέλλον των παιδιών μας.

Για χάριν οικονομίας δεν θα μπω σε μάχη πολιτικών ιδεολογιών αλλά από την μεταπολίτευση και μετά φτιάξαμε σιγά-σιγά ένα τερατόμορφο οικονομικό μοντέλο το οποίο είχε την εξής εξίσωση: Οι ευκαιρίες ήταν πολύ λιγότερες από τις επιβραβεύσεις, σε ποσότητα αλλά και φυσικά σε ποιότητα.

Αυτό το άδικο και αναξιοκρατικό σύστημα το μεγεθύναμε – και λέω εμείς επειδή είμαστε μια χώρα με αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική δημοκρατία – σε έναν αυτοκαταστροφικό βαθμό και αδυνατούμε να σπάσουμε αυτό τον φαύλο κύκλο ακόμη και μετά από συνεχόμενα χρόνια οικονομικής κρίσης επειδή «έτσι μάθαμε».

Χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες ζήσαν – και ακόμη ζούνε – εύκολες και ξέγνοιαστες ζωές χάρη ενός σχεδόν tribal νεποτισμού που τους πρόσφερε μια οικονομική παροχή είτε μέσω του κράτους, είτε μέσω αναδόχων του κράτους, αναγκάζοντας τον, τσακισμένο πια, φορολογούμενο και τον εξωτερικό δανειστή, να πληρώνει τον λογαριασμό. Και αυτό το παρατηρεί κάποιος μόνο άμα ταξιδεύει ή/και ζει στο εξωτερικό για χρόνια.

Στην Ευρώπη όταν γνωρίζω κάποιον ευκατάστατο - για παράδειγμα τον γείτονα μου που έχει μια Aston Martin – μέσω του φιλικού διαλόγου μαθαίνω ότι ο άνθρωπος αυτός διαθέτει αυτό τον πλούτο γιατί είτε είναι επιστήμονας, πετυχημένος επιχειρηματίας ή στέλεχος κάποιας μεγάλης επιχείρησης και αυτός είναι ο κανόνας.

Όσο ζούσα στην Ελλάδα είχα γνωρίσεi αρκετούς που είχαν πολλά χρήματα – και το επεδείκνυαν όσο μπορούσαν περισσότερο – και όταν προσπαθούσα να καταλάβω γιατί απολάμβαναν τέτοια ποιότητα ζωής σπάνια έφτανα σε κάποιο συμπέρασμα ότι ήταν απόρροια της νοημοσύνης τους ή/και της σκληρής δουλειάς για να φτάσουν να είναι τόσο εύποροι και ευκατάστατοι.

Μάλιστα, θυμάμαι κάποιους να λένε ότι οι νεόπλουτοι Έλληνες με τις Porsche Cayenne και τα ανεξάντλητα χρήματα για γαρίφαλα στα μπουζούκια προσπαθούσαν το παίξουν Ευρωπαίοι.

Εντελώς λάθος διατύπωση. Περισσότερο Σαουδάραβες θύμιζαν παρά Ευρωπαίοι.

Για παράδειγμα, ο γείτονας μου με την Aston Martin πάει στην δουλειά του με ποδήλατο, φοράει καθημερινά απλά ρούχα και δεν επιδεικνύει την περιουσία του απλά γιατί θεωρείται κοινωνικά απαράδεκτη μια τέτοια συμπεριφορά.

Γιατί λοιπόν πρέπει να μισήσουμε την Ελλάδα; Για τον ίδιο λόγο για τον οποίο αγαπάμε τα παιδιά μας γιατί αυτά θα είναι η Ελλάδα του υπόλοιπου 21ου αιώνα.

Πρέπει να μισήσουμε τις πρακτικές που αναγκάζουν το μισό κομμάτι του πληθυσμού να γονατίζει υπό την καταιγίδα φόρων και εισφορών για να επιβραβεύει το άλλο μισό επειδή έτυχαν να γεννηθούν με βύσμα, μέσο και σόι στο υπουργείο.

Πρέπει να μάθει το πρώτο μισό να μην θέλει τι έχει το δεύτερο μισό και το δεύτερο μισό να μάθει ότι ό,τι έφαγε-εφαγε και πρέπει να μάθει να ζει με λιγότερο.

Πρέπει να καταλάβουν κάποιοι ότι όταν κατεβαίνουν στους δρόμους ζητώντας να μην μειωθούν οι κρατικές δαπάνες ότι ζητώντας αυτό, είτε αφαιρούν το ψωμί από το στόμα των παιδιών τους ή να αναγκάζουν να πάνε στο εξωτερικό.

Και όσο αφορά την μετανάστευση, υπάρχει αυτή σχιζοφρενική αντίληψη όπου είμαστε υπερήφανοι για τις επαγγελματικές επιτυχίες των αδερφών/ξάδερφων/φίλων μας σε Γερμανία, Βρετανία, ΗΠΑ, κτλ αλλά όταν μας ζητούν να υιοθετήσουμε λίγες από τις πρακτικές των χωρών αυτών, μόνο που δεν βγάζουμε τυφέκια και ξιφολόγχες.

Είμαστε ένα λαός σε σύγχυση όπου την μία μέρα υποστηρίζουμε ό,τι την άλλη κατηγορούμε.

Μετά από έξι συνεχόμενα χρόνια κρίσης, συντηρούμε με νύχια και πόδια το καθιερωμένο καθεστώς ελαχίστων ευκαιριών και επιλεκτικής επιβράβευσης το οποίο αφαιρεί κάθε μέρα από τις επόμενες γενιές οποιαδήποτε ευκαιρία για δημιουργική και σημαντικότερα, αυτάρκη και αξιοπρεπή βιοπορία, ανάλογη με αυτή που απολαμβάνουν οι νέες και νέοι της Ευρώπης.

Τελειώνοντας, είμαι σίγουρος ότι κάποιος ή κάποια θα κρίνει τα παραπάνω θέτοντας το επιχείρημα ότι δεν αναφέρω τα χρέη, τα μνημόνια, της τρόικα, κτλ.

Γιατί δεν μισώ αυτά και μισώ το ίδιο μου το αίμα; Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν θα συμφωνήσει ότι ο χειρισμός των δανειστών ήταν, είναι και μάλλον θα συνεχίσει να είναι ένας αριθμητικός μεσοπρόθεσμος καταλύτης για την αποφυγή της χρεοκοπίας κάθε χρόνο.

Αλλά, η ελλειμματική οικονομική πολιτική της χώρας ανά τις δεκαετίες είναι καθαρά δικό μας φταίξιμο, και όσο αντικαθιστούμε τους υπαίτιους της τραγωδίας - δηλαδή εμάς – με εξωτερικές οντότητες, το σύστημα το οποίο τρώει τα παιδιά μας από τις τρίχες της κεφαλής μέχρι το νωτιαίο μυελό είναι δικό μας γέννημα και αν δεν το μισήσουμε και το καταστρέψουμε, τότε καλά θα κάνουμε να υπερστελεχώσουμε τα τμήματα διαβατηρίων στο μέλλον.

Ευχαριστώ.

 

Facebook: George Julius Perakis