Ελένη Λαυρεντάκη

Ελένη Λαυρεντάκη

Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.

«Ήρθες σαν τσεκούρι...»

«Δεν θέλω αλήθεια, μαγεία θέλω»

Πήρε να χειμωνιάζει. Πλήθυναν οι άδειες καρέκλες γύρω μου.

Έχω πιάσει γωνιά και πίνω καφέδες, φουμέρνοντας αντίκρυ στο πέλαγος.

Θα μπορούσα να περάσω έτσι μια ζωή ολόκληρη, αν δεν την έχω κιόλας περάσει.

Πέμπτη, 15 Φεβρουαρίου 2024 13:55

Χρήστος Μπουλώτης | Θυμάσαι;

Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες.
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ;

Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 2024 12:21

Τίτος Πατρίκιος | Ο δρόμος και η ζωή

Ό,τι κι αν λέμε, ό,τι κι αν κάνουμε

ό,τι κι αν σιωπηλά ή φωναχτά αναψηλαφούμε

κάποιοι άλλοι, μικρά παιδιά ακόμα

θα ζήσουν τα ίδια χιλιοειπωμένα βάσανα

Παρασκευή, 09 Φεβρουαρίου 2024 11:06

Pablo Neruda | Ίσως η απουσία είναι παρουσία

‘Ισως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,

χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι

σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς

[...] Ρίχτηκα με τα μούτρα στην αναζήτηση του προσωπικού μου θεού: ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ. Όσο πιο συμπυκνωμένα και λακωνικά έγραφα τόσο λιγότερα περιθώρια για λάθος και για ψέμα υπήρχαν. Η ευφυΐα θα ήταν η δυνατότητα να λες κάτι βαθύ με πολύ απλά λόγια.

Τρίτη, 06 Φεβρουαρίου 2024 10:24

Τάσος Λειβαδίτης | Ποῦ εἶσαι

Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε
ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε; ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…

Παρασκευή, 26 Ιανουαρίου 2024 10:39

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης | Γκρίζα

Κοιτάζοντας ένα οπάλιο μισό γκρίζο

θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια

που είδα· θα ’ναι είκοσι χρόνια πριν....

Παγωνιά

φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας

ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη

παρασέρνει τ' αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά

λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους

φυσάει

Τρίτη, 16 Ιανουαρίου 2024 14:55

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Η Φόνισσα

[3. Δυο Μικρα Κορασια]

Από το κεφ. Θ'

Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλι το ρέμα ρέμα εις τα οπίσω, εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Αγίου Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει. Μόνον πριν φθάση ακόμη εις την κορυφήν του λόφου, εφ' ου ίσταται το παρεκκλήσιον, και οπόθεν ανοίγεται μεγάλη θέα προς τον λιμένα και την πόλιν, είδεν εκεί δεξιά της χαμηλά εις το βάθος μικράς κοιλάδος, ήτις καλείται της Μαμμούς το ρέμα, και τέμνει κατ' αμβλείαν γωνίαν την άλλη βαθείαν κοιλάδα του Αχειλά, τον ευρύν και καλώς καλλιεργημένον κήπον του Γιάννη του Περιβολά, και είπε μέσα της: