Τζακ Λόντον - Ο ακαταδάμαστος

22.11.2017
Τζακ Λόντον - Ο ακαταδάμαστος

ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΟ», παραδέχτηκε ο Γουίντον Σκοτ. Κάθισε στο σκαλοπάτι και κοίταξε τον Ματ που ανασήκωσε τους ώμους συμφωνώντας. Και οι δυο μαζί κοιτάζανε τον Ασπροδόντη στην άκρη της τεντωμένης αλυσίδας του, με την τρίχα ορθή, γρυλίζοντας ανήμερος, προσπαθώντας να φτάσει τα σκυλιά του έλκηθρου. Έχοντας πάρει πολλά μαθήματα από τον Ματ, μαθήματα που συνοδεύονταν απ’ το ματσούκι, τα σκυλιά του έλκηθρου είχανε μάθει να μην πειράζουν τον Ασπροδόντη κι ακόμα κι όταν ξάπλωναν μακριά, έκαναν πως ξεχνούσαν την ύπαρξή του.

«Είναι λύκος και δε δαμάζεται», είπε ο Γουίντον Σκοτ.

«Α, όσο γι’ αυτό δεν ξέρω», διαφώνησε ο άλλος. «Έχει πολλά πράγματα από σκύλο μέσα του απ’ ό,τι βλέπω. Μα ένα ξέρω στα σίγουρα».

Σταμάτησε κι έδειξε με το κεφάλι προς το βουνό Μουζεχίντ.

«Έλα, λοιπόν, τα λόγια σου τώρα τσιγκουνεύεσαι;» είπε απότομα ο Σκοτ, αφού περίμενε κάμποσο. «Πες ό,τι έχεις να πεις. Τι είναι;»

Ο Ματ έδειξε τον Ασπροδόντη.

«Λύκος ή σκύλος, το ίδιο κάνει, έχει κιόλας εξημερωθεί».

«Όχι!»

«Ναι, σου λέω. Κι έχει ζευτεί στα χάμουρα. Κοίτα εκεί. Βλέπεις αυτά τα σημάδια στο στέρνο του;»

«Δίκιο έχεις, Ματ. Ήταν σκυλί έλκηθρου πριν τον βάλει στο χέρι ο Ωραίος Σμιθ».

«Και δε βλέπω γιατί να μην ξαναγίνει».

«Εσύ τι νομίζεις;» ρώτησε ο Σκοτ ζωηρά. Ύστερα η ελπίδα του σβήστηκε, καθώς πρόσθετε κουνώντας το κεφάλι: «Τον έχουμε δυο βδομάδες τώρα κι αν μη τι άλλο, είναι πιο άγριος από πριν».

Δώσ’ του μια ευκαιρία», τον συμβούλεψε ο άλλος. «Ας’ τον ελεύθερο γι’ αλλαγή».

Ο άλλος τον κοίταξε μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του.

«Ναι», συνέχισε ο Ματ, «ξέρω ότι δοκίμασες, μα δεν κρατούσες ρόπαλο».

«Δοκίμασε τότε εσύ».

Ο Ματ, μ’ ένα ματσούκι στο χέρι, πλησίασε το αλυσοδεμένο ζώο. Ο Ασπροδόντης κοίταξε το ματσούκι σαν λιοντάρι σε κλουβί, που βλέπει το μαστίγιο του εκπαιδευτή του.

«Έχει τα μάτια καρφωμένα στο ματσούκι», είπε ο Ματ. «Αυτό είναι καλό σημάδι. Δεν είναι ανόητος. Ούτε και θ’ αποτολμήσει τίποτα, όσο το κρατάω στο χέρι. Φαίνεται μυαλωμένο σκυλί».

Καθώς το χέρι του άντρα πλησίαζε στο σβέρκο του, ο Ασπροδόντης όρθωσε την τρίχα και γρύλισε και ζάρωσε χάμω. Μα ενόσω παρακολουθούσε το χέρι, ταυτόχρονα είχε στο νου του και το ματσούκι που κρεμόταν απειλητικά από πάνω του. Ο Ματ ξεσκάλωσε την αλυσίδα από το κολάρο κι έκανε πίσω. Ο Ασπροδόντης δύσκολα συνειδητοποιούσε πως ήταν ελεύθερος. Πολλοί μήνες είχαν περάσει στα χέρια του Ωραίου Σμιθ και σ’ όλο εκείνο το διάστημα δε γνώρισε ούτε μια στιγμή ελευθερίας, παρά μόνο τις φορές που τον ξέλυναν για ν’ αντιμετωπίσει τους άλλους σκύλους. Κι αμέσως μετά τον έδεναν ξανά.

Δεν ήξερε τι να κάνει την ελευθερία του. Ίσως κάποιο νέο σατανικό σχέδιο ετοίμαζαν οι θεοί. Προχώρησε αργά κι επιφυλακτικά, προετοιμασμένος να δεχτεί κάποια ξαφνική επίθεση από στιγμή σε στιγμή. Δεν ήξερε τι να κάνει, ήταν πρωτάκουστο αυτό που του συνέβαινε. Πλησίασε προσεχτικά ως την άκρη της καλύβας, μακριά από τους δυο θεούς που τον παρακολουθούσαν. Τίποτα δε συνέβη. Είχε εντελώς σαστίσει και γύρισε πάλι πίσω, σταμάτησε σε καμιά δωδεκαριά βήματα και κοίταξε επίμονα τους δυο άντρες.

«Λες να το σκάσει;» ρώτησε ο καινούριος αφέντης.

Ο Ματ ανασήκωσε τους ώμους.

«Θα το διακινδυνεύσουμε. Είναι ο μόνος τρόπος να πειστούμε».

«Το δύστυχο το ζωντανό», μουρμούρισε πονετικά ο Σκοτ. «Αυτό που χρειάζεται είναι λίγη ανθρώπινη καλοσύνη», πρόσθεσε. Σηκώθηκε και μπήκε στην καλύβα. Γύρισε μ’ ένα κομμάτι κρέας και το πέταξε στον Ασπροδόντη Εκείνος πήδηξε μακριά κι από κει το περιεργάστηκε φιλύποπτα

«Μη, Ταγματάρχη!» φώναξε ξαφνικά ο Ματ προειδοποιώντας τοv άλλο σκύλο, μα ήταν αργά.

Ο Ταγματάρχης είχε κιόλας πηδήξει για το κρέας. Τη στιγμή που το άρπαζε με τα δόντια του, ο Ασπροδόντης επιτέθηκε. Τον έριξε χάμω. Ο Ματ έκανε να τρέξει αλλά γρηγορότερος ήταν ο Ασπροδοντης. Ο Ταγματάρχης κατάφερε να σταθεί στα πόδια του αλλά το αίμα έτρεχε από το λαιμό του κοκκινίζοντας το χιόνι, σχηματίζοντας ένα αυλάκι που όλο και μεγάλωνε.

«Κρίμα το σκυλί, μα τα ’θελε και τα ’παθε», είπε ταραγμένος ο Σκοτ.

Όμως το πόδι του Ματ είχε κιόλας σηκωθεί για να κλοτσήσει τον Ασπροδόντη. Ένα πήδημα, μια λάμψη των δοντιών και μια κραυγή πόνου... Ο Ασπροδόντης, γρυλίζοντας απαίσια, πετάχτηκε μακριά, ενώ ο Ματ έσκυβε πάνω από το δαγκωμένο πόδι του.

«Με πέτυχε για τα καλά», είπε δείχνοντας τα σκισμένα ρούχα και το λεκέ από το αίμα που μεγάλωνε.

«Σου το ’πα, μάταια προσπαθούμε», είπε απογοητευμένος ο Σκοτ. «Το σκέφτηκα πολλές φορές, μόλο που δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Μα τώρα δε γίνεται αλλιώς. Είναι η μόνη λύση».

Μιλώντας, τράβηξε απρόθυμα το ρεβόλβερ του, άνοιξε τον κύλινδρο και βεβαιώθηκε για το περιεχόμενό του.

«Κοίτα, κύριε Σκοτ», διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. «Το σκυλί έχει τραβήξει τα πάνδεινα. Μην περιμένεις από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνει αγγελούδι. Δώσ’ του λίγο καιρό».

«Κοίτα τον Ταγματάρχη», πρόσθεσε ο άλλος.

Ο Ματ ζύγισε με το μάτι το χτυπημένο σκύλο. Είχε σωριαστεί στο χιόνι, στον κύκλο που σχημάτιζε το αίμα του, ξεψυχώντας.

«Του άξιζε. Το πες κι ο ίδιος, κύριε Σκοτ. Δοκίμασε να κλέψει το κρέας του Ασπροδόντη και την έπαθε. Έπρεπε να το περιμένεις. Δε θα ’δινα μια πεντάρα για το σκύλο που δε θα υπερασπιζότανε το φαγητό του»,

«Μα κοίτα πώς έγινες, Ματ. Εντάξει, δε λέω για τα σκυλιά αλλά κάπου πρέπει να βάλουμε ένα όριο».

«Μου άξιζε», έκανε πεισμωμένος ο Ματ. «Τι ήθελα να τον κλοτσήσω Το ’πες και μόνος σου πως καλά έκανε. Άρα δεν ήταν δίκαιο irou τον κλότσησα».

Χάρη θα του κάναμε, αν τον σκοτώναμε», επέμεινε ο Σκοτ. «Δεν εξημερώνεται».

Κοίτα, δώσ’ του μια ευκαιρία, κύριε Σκοτ. Η ζωή του ήταν σωστή κόλαση ως τώρα, πρώτη του φορά που τον αφήνουν ελεύθερο. Δώσε του μια ευκαιρία κι αν αποτύχει, τον σκοτώνω εγώ ο ίδιος».

''Μάρτυς μου ο Θεός, ούτε κι εγώ θέλω να τον σκοτώσουμε», αποκρίθηκε ο Σκοτ αφήνοντας κατά μέρος το ρεβόλβερ. «Ας τον αφήσουμε λυτό και βλέπουμε τι θα γίνει. Ορίστε, εγώ θα κάνω μια προσπάθεια».

Πλησίασε τον Ασπροδόντη κι άρχισε να του μιλά ήρεμα και καλοσυνάτα.

Έχε καλύτερα πρόχειρο και το ρόπαλο», προειδοποίησε ο Ματ.

Ο Σκοτ κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε την προσπάθεια να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Ασπροδόντη.

Ο Ασπροδόντης τον κοιτούσε καχύποπτα. Σίγουρα κάτι του μαγειρευαν. Είχε σκοτώσει το σκύλο του θεού, δαγκώσει το σύντροφό του, τι άλλο να περιμένει, αν όχι μια φοβερή τιμωρία; Μα σ’ αυτό ήταν ανυποχώρητος. Όρθωσε την τρίχα κι έδειξε τα δόντια, με τα μάτια άγρυπνα, με κάθε ίντσα του κορμιού του σ’ επιφυλακή και προετοιμασμένος για οτιδήποτε. Ο θεός δε βαστούσε ματσούκι, τον άφησε, λοιπόν, απρόθυμα να κοντοζυγώσει. Το χέρι του θεού απλώθηκε και πλησίαζε το κεφάλι του.

Ο Ασπροδόντης ζάρωσε, πάντα μ επιφυλακή. Εδώ υπήρχε κάποιος κίνδυνος, κάπως πήγαιναν να τον ξεγελάσουν. Ήξερε καλά αυτά τα χέρια των θεών, είχε δοκιμάσει τη δύναμή τους, την πονηριά τους να χτυπούν. Έπειτα ήταν κι εκεινη η παλιά του αποστροφή να τον αγγίζουν. Γρύλισε πιο απειλητικά, μαζεύτηκε περισσότερο, μα το χέρι συνέχιζε να κατεβαίνει προς το κεφάλι του. Δεν ήθελε να δαγκώσει το χέρι και το ριψοκινδυνέυσε, ώσπου το ένστικτό του, επιτακτικό, άπληστο για ζωή, κυριάρχησε στη λογική του.

Ο Γουίντον Σκοτ πίστευε πως ήτανε γρήγορος αρκετά, ώστε ν’ αποφύγει το δάγκωμά του. Μα ακόμα δεν είχε μάθει για την ασύλληπτη γρηγοράδα του Ασπροδόντη που χτύπησε με τη σβελτάδα και τη σιγουριά κουλουριασμένου φιδιού.

Έκπληκτος ο Σκοτ έμπηξε μια κραυγή πιάνοντας σφιχτά το ανοιγμένο χέρι του με το άλλο. Ο Ματ, βλαστημώντας, πετάχτηκε πλάι του. Ο Ασπροδόντης ζάρωσε χάμω πισωπατώντας, με το τρίχωμα ορθό, δείχνοντας τα δόντια του, με μια λάμψη μοχθηρίας και απειλητικότητας στα μάτια του. Τώρα σίγουρα θα τον έδερναν και, μάλιστα, χειρότερα απ’ ό,τι κι ο Ωραίος Σμιθ ακόμα.

«Τι πας να κάνεις;» φώναξε ξαφνικά ο Σκοτ.

Ο Ματ φάνηκε τρέχοντας μ’ ένα τουφέκι στο χέρι.

«Τίποτα», είπε αργά, ήρεμος φαινομενικά. «Απλώς θα κρατήσω την υπόσχεσή μου. Είπα ότι θα τον σκοτώσω εγώ κι αυτό θα κάνω».

«Όχι, δε θα τον σκοτώσεις!»

«Θα το κάνω και θα δεις».

Κι όπως προηγουμένως είχε παρακαλέσει ο Ματ, όταν τον είχε δαγκώσει ο Ασπροδόντης, τώρα ήρθε η σειρά του Γουίντον Σκοτ.

«Είπες να του δώσουμε μια ευκαιρία. Δώσ’ του τη, λοιπόν. Μόλις τώρα αρχίσαμε μ’ αυτόν, δε θα τα παρατήσουμε αμέσως. Φταίω κι εγώ — και καλά να τα πάθω. Άλλωστε... μα κοίταξέ τον!»

Ο Ασπροδόντης, στη γωνιά της καλύβας, σαράντα πόδια μακριά, γρύλιζε εχθρικά όχι στον Σκοτ μα στον άλλο.

«Βρε, πανάθεμά με!» φώναξε κατάπληκτος ο Ματ.

«Δες πόση νοημοσύνη έχει», συνέχισε βιαστικά ο Σκοτ. «Ξέρει τι σημαίνει αυτό το όπλο, όσο κι εσύ. Έχει αντίληψη και πρέπει να του δώσουμε μια ευκαιρία. Άφησε το όπλο κάτω».

«Εντάξει. Όπως θες», συμφώνησε ο Ματ ακουμπώντας το τουφέκι στο σωρό με τα ξύλα.

«Μα εδώ δες τώρα!» φώναξε πάλι.

Ο Ασπροδόντης είχε πάψει να γρυλίζει.

«Αξίζει να βεβαιωθούμε. Κοίτα».

Έκανε να πάρει το τουφέκι και την ίδια στιγμή ο Ασπροδόντης ξανάρχισε να γρυλίζει. Απομακρύνθηκε απ’ το τουφέκι και τ’ ανασηκωμένα χείλια του σκύλου χαμήλωσαν σκεπάζοντας τα δόντια του.

Ο Ματ έπιασε το τουφέκι και το έφερε αργά ως τον ώμο του. Το γρύλισμα του Ασπροδόντη άρχισε με την κίνηση του χεριού και δυνάμωσε, καθώς το χέρι πήγαινε να ολοκληρώσει την κίνηση. Αλλά πριν σηκωθεί κι αρχίσει να τον σημαδεύει τ’ όπλο, πήδηξε στο πλάι πίσω από την καλύβα. Ο Ματ στεκότανε και χάζευε το χιονισμένο άδειο χώρο, όπου πριν λίγο καθόταν ο Ασπροδόντης. Απόθεσε χάμω το τουφέκι, σοβαρός, ύστερα στράφηκε στον εργοδότη του.

«Συμφωνώ, κύριε Σκοτ. Τούτος ο σκύλος παραείναι έξυπνος για να τον αφήσουμε να χαθεί». 

***

Τζακ Λόντον -  Ο Ασπροδόντης