Θέλω να σκοτώσω τον παππού μου

07.09.2016
Θέλω να σκοτώσω τον παππού μου

Θα μου πεις, τι σ' έπιασε τώρα. Ήρθες μετά από ένα χρόνο σχεδόν, στα μέρη που μεγάλωσες. Αυτή τη φορά με τη νέα σου οικογένεια, περιτριγυρισμένος από οικεία και αγαπημένα πρόσωπα, από όμορφες εικόνες και γλυκιές μυρωδιές. Σ' αυτά να μείνεις και αυτά να κρατήσεις, έχοντας στο μυαλό πως όλα για τον άνθρωπο είναι.

Εγώ όμως θέλω να σκοτώσω τον παππού μου.

Ούτε που ξέρω πως έφτασα σ' αυτό το σημείο. Ή μάλλον ξέρω. Χωρίς να τον προκαλέσω ίδιος, δημιουργήθηκε μέσα μου ένας ασυγκράτητος, δυσάρεστος συνειρμός που με συνεπήρε.

Αν, λέω αν, ήταν νόμιμη και στην Ελλάδα όπως σε κάποιες άλλες χώρες, η ευθανασία ανθρώπων που αποτελούν ειδικές περιπτώσεις και όπως καθόμασταν όλοι γύρω από το κρεβάτι του στο Νοσοκομείο παρακολουθώντας τον, ανήμπορο, κατάκοιτο, αποστεωμένο, αν λέω, μας έδινε την επιλογή ο γιατρός να τον γλυτώσουμε από το μαρτύριο του; Και αν το παίρναμε απόφαση τελικά, ποιος από μας θα μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη; Την ηθική, γιατί νομική δε θα υπήρχε. Ποιος θα ήταν εντάξει με τη συνείδησή του; Με τις Ερινύες που θα τον ακολουθούσαν;

Θέλω να σκοτώσω τον παππού μου.

Θα έπρεπε κι εγώ σαν τον πατέρα μου να κάνω πως γελάω με όσα τραγελαφικά συμβαίνουν στο Νοσοκομείο και να μη σκέφτομαι τέτοια πράγματα. Που τον πήρε το ασθενοφόρο μαζί με το σεντόνι του απ' το κρεβάτι, από εκεί στα επείγοντα και από εκεί στο ακτινολογικό και οι γιατροί αναρωτιόντουσαν πως γίνεται ο παππούς να έχει καταπιεί ολόκληρο κομπιούτερ τηλεόρασης. Μα, επειδή έμεινε από κάτω του, πάνω στο σεντόνι του κρεβατιού του με το οποίο τον μεταφέρατε ηλίθιοι. Ή που μας έστειλαν να αγοράσουμε τα φάρμακα της αγωγής του και το σωληνάκι τροφοδοσίας του, γιατί «το Νοσοκομείο έχει έλλειψη».

Χαχα. Ναι πατέρα, πολύ αστείο, έχεις δίκιο. Έχεις δίκιο...

Αλλά εγώ θέλω να σκοτώσω τον παππού μου.

Το είχα ξαναεπεξεργαστεί ως φιλοσοφικό ερώτημα στο μυαλό μου. Αλλά έξω απ' το χορό, στη θεωρία, είμαστε όλοι καλοί. Εδώ είχα να λιώνει μπροστά μου ο άνθρωπος με τον οποίο μοιραζόμουν κοινό όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, αξίες, αναμνήσεις.

«Εσύ ανέβαινες στην οικοδομή και έστιβες την πέτρα! Δεν έχεις ανάγκη! Θα γίνεις μια χαρά!» του φωνάζω με την ελπίδα να με καταλαβαίνει. Με καταλαβαίνει. Το ξέρω ότι με καταλαβαίνει. Οι άλλοι νομίζουν τους κοιτάει, αλλά κοιτάει πίσω τους. Εγώ ξέρω με κοιτάει και με βλέπει, ότι κοιτάει μέσα μου. Μου μιλάει. Και μ' ακούει. Το ακούει.

«Θέλω να σκοτώσω τον παππού μου».

Όπως θα' θελα να' χε τη δύναμη να το θέλει κι ο δικός μου εγγονός.

 

Konstantinos Mitroudis

CoverPhoto: @Ezekiel Gonzales