Τα τελευταία ποιήματα του Henry Charles Bukowski

05.11.2017
Τα τελευταία ποιήματα του Henry Charles Bukowski

Για τον Μπουκόφσκι η ποίηση, μαζί με το ποτό και τον ιππόδρομο, ήταν ο δικός του ιδιότυπος τρόπος να τα βγάζει πέρα με την τρέλα και τον εφιάλτη, με τις παλαβές φιλενάδες και τις απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, με τους ρημαγμένους κολλητούς και με την ενοχλητική αστυνομία, με την ασχήμια της Αμερικής και την οδύνη του ανθρώπου.

Ήταν ο τρόπος του να συνεχίζει να ζει: ύστερα από μια μέρα εξαντλητικής εργασίας (για όσο καιρό αυτό συνέβαινε), ύστερα από μια μέρα (ή μια εβδομάδα) εξαντλητικής μέθης, ύστερα από έναν άγριο καβγά στον δρόμο ή στο διπλανό μπαρ γύριζε στο σπίτι, καθόταν στο τραπέζι του μ' ένα τσιγάρο ή ένα φτηνό πούρο να καίγεται στο τασάκι, έβρισκε στο ραδιόφωνο έναν σταθμό με κλασική μουσική, άνοιγε ένα κουτάκι μπύρα κι άρχιζε, για δυο τρεις τέσσερις ώρες, να βαράει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του.

Έγραφε καμιά δεκαριά ποιήματα κάθε βράδυ, σαν να έγραφε το καθημερινό του ημερολόγιο, σαν να έκανε τη βραδινή του προσευχή στον διάβολο, σαν να έγραφε τη διαθήκη του ή τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα παράχωνε ύστερα στο συρτάρι ή σ' ένα χαρτόκουτο και συνέχιζε να πίνει και να καπνίζει ώσπου να κοιμηθεί.

Όταν ο John Martin , που επρόκειτο να γίνει ο δια βίου εκδότης του, τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο σπίτι του και τον ρώτησε αν έχει τίποτα έτοιμα γραπτά για να του δείξει, ο Μπουκόφσκι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, άνοιξε άλλη μια μπύρα και του είπε να κοιτάξει σ' ένα συρτάρι και να πάρει ό,τι θέλει από κει μέσα: υπήρχαν εκεί ένα σωρό ποιήματα και διηγήματα που είχε γράψει τους τελευταίους μήνες και από τα οποία διάλεξε κάμποσα ο Martin και τα 'βγαλε λίγο καιρό αργότερα σ' έναν τόμο ο Μπουκόφσκι έμαθε ποια από αυτά δημοσιεύτηκαν και με ποια σειρά μόνο όταν πήρε στα χέρια του το τυπωμένο βιβλίο.

Η ίδια περίπου διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του Μπουκόφσκι, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στα χέρια του εκδότη ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανέκδοτων ποιημάτων, που τώρα πια άρχισαν να δημοσιεύονται. Πρόκειται, σύμφωνα με τον μέχρι τώρα εκδοτικό σχεδιασμό, να εκδοθούν πέντε τόμοι με ποιήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται βέβαια και τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι ως λίγο πριν από τον θάνατό του, στις 9 Μαρτίου του 1994.

Δύο ογκώδεις τόμοι έχουν κυκλοφορήσει ως σήμερα: ο πρώτος, Sifting through the madness for the word , the line , the way , που εμφανίστηκε το 2003, είναι ποιοτικά μάλλον άνισος, καθώς περιέχει πολλά αδύνατα και προχειρογραμμένα ποιήματα, μαζί με ορισμένα πραγματικά καλά· ο δεύτερος όμως τόμος, The flash of lighting behind the mountain , που κυκλοφόρησε μόλις προ λίγων μηνών και περιλαμβάνει και μια ενότητα με τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι, άρρωστος πια αλλά θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό για τη ζωή που έζησε, μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο και περιμένοντας το τέλος του, είναι εξαιρετικός και επιβεβαιώνει πανηγυρικά την αξία του βραχνού αμερικανού ποιητή.

Κλαμπ Κόλαση, 1942

το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο πράγμα
που είχε σημασία.
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και
το νοίκι
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση
για όλα
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα
τότε η ζωή ήταν στ' αλήθεια ωραία.

κατάντησε να μας γίνει συνήθεια,
τρόπος ζωής.

πού θα μπορούσαμε να βρούμε άραγε το επόμενο
μπουκάλι;
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς,
τολμηρούς.
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.

το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να καθόμαστε
ένα γύρο και να συζητάμε για
βιβλία και λογοτεχνία
και να βάζουμε στα ποτήρια μας
κι άλλο κρασί.
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο
νόημα για μας.
είχαμε, βέβαια, και
τις περιπέτειές μας:
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την
αστυνομία.

προκόψαμε με το ποτό και
με την τρέλα και με τη
συζήτηση.
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν
κάρτα
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.

είχαμε αυτή τη μικρή συμμορία,
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε
έτσι που κάποια μέλη απλώς
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν,
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο
μα συνεχώς νέοι οπαδοί
κατέφθαναν.

ήταν το Κλαμπ από την Κόλαση
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού
Συμβουλίου.

* * *

τώρα πίνω μόνος μες στο ήσυχο
δωμάτιό μου στο
δεύτερο πάτωμα που βλέπει το λιμάνι
του San Pedro .
είμαι άραγε εγώ ο τελευταίος των
τελευταίων;
αρχαία φαντάσματα αιωρούνται μέσα και έξω απ'
αυτό το δωμάτιο.
μόλις που μισοθυμάμαι τα πρόσωπά τους.
με κοιτάζουν, οι γλώσσες τους
κρέμονται έξω.
σηκώνω το ποτήρι μου προς το μέρος τους.
παίρνω ένα πούρο, το κολλάω στη
φλόγα του αναπτήρα
μου.
ρουφάω βαθιά
και να μια λάμψη γαλάζιου
καπνού καθώς
στο λιμάνι
ένα πλοίο βαράει τη
σειρήνα του.

μοιάζουν όλα με μια καλή παράσταση, καθώς αναρωτιέμαι πάλι:
τι γυρεύω εγώ
εδώ;

πώς είναι η κατάσταση

πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη.

κι αν δεν σπάσεις
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο.

οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν
απ' αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου

από σεισμό
κατακλυσμό
πείνα
οργή
αυτοκτονία
απελπισία
ή απλά
από σοβαρό έγκαυμα
στη μύτη
την ώρα που ανάβεις
το τσιγάρο σου.

ώστε θέλεις να γίνεις συγγραφέας;

αν δεν ξεχύνεται από μέσα σου
ενάντια σ' όλα τ' άλλα,
μην το κάνεις.
αν δεν έρχεται, χωρίς καν να το 'χεις ζητήσει, από την
καρδιά σου και το μυαλό σου και το στόμα σου
και τα σπλάχνα σου,
μην το κάνεις.
αν χρειάζεται να κάτσεις για ώρες
κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή σου
ή να καμπουριάζεις πάνω από τη
γραφομηχανή σου
ψάχνοντας για τις λέξεις,
μην το κάνεις.
αν το κάνεις για τα λεφτά ή
τη δόξα,
μην το κάνεις.
αν το κάνεις γιατί θέλεις
γυναίκες στο κρεβάτι σου,
μην το κάνεις.
αν χρειάζεται να κάθεσαι και
να γράφεις ξανά και ξανά τα ίδια,
μην το κάνεις.
αν σου είναι δύσκολο και μόνο να σκέφτεσαι ότι θα το κάνεις,
μην το κάνεις.
αν προσπαθείς να γράψεις σαν κάποιον
άλλο,
καλύτερα ξέχνα το.

αν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να ουρλιάξει από
μέσα σου,
τότε περίμενε υπομονετικά.
κι αν δεν ουρλιάξει ποτέ από μέσα σου,
κάνε κάτι άλλο.
αν πρέπει πρώτα να το διαβάσεις στη γυναίκα σου
ή στη φιλενάδα ή στον φίλο σου
ή στους γονείς σου ή σε οποιονδήποτε,
τότε δεν είσαι έτοιμος.

μην είσαι σαν τόσους άλλους συγγραφείς,
μην είσαι σαν τόσες άλλες χιλιάδες
ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς,
μην είσαι πληκτικός και βαρετός και
ξιπασμένος, μην κατατρώγεσαι από την αυτο-
λατρεία σου.
οι βιβλιοθήκες του κόσμου
χασμουριούνται
από τη νύστα
μπροστά στο είδος σου.
μην προσθέτεις σε αυτό.
μην το κάνεις.
αν δεν βγαίνει από
την ψυχή σου σαν ρουκέτα,
αν το να μείνεις ήσυχος δεν
σε φέρνει στην τρέλα ή
την αυτοκτονία ή τον φόνο,
μην το κάνεις.
αν ο μέσα σου ήλιος
δεν σου καίει τα σπλάχνα,
μην το κάνεις.

όταν θα 'ναι στ' αλήθεια η ώρα,
και αν είσαι ο εκλεκτός,
θα συμβεί από
μόνο του και θα συνεχίσει να συμβαίνει
μέχρι που θα πεθάνεις ή που θα πεθάνει μέσα σου
αυτό.
δεν υπάρχει άλλο τρόπος.
και ποτέ δεν υπήρξε.

η μοίρα μου μού χαμογελάει

δεν υπάρχει άλλος τρόπος:
8 ή δέκα ποιήματα κάθε
νύχτα.
στον νεροχύτη
πίσω μου υπάρχουν πιάτα
που δεν έχουνε
πλυθεί εδώ και 2
εβδομάδες.
τα σεντόνια χρειάζονται
άλλαγμα
και το κρεβάτι είναι
άστρωτο.
τα μισά φώτα είναι
καμένα εδώ μέσα.
είναι σκοτεινά
και σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο
(έχω λάμπες για να τις
αντικαταστήσω μα δεν μπορώ να τις
βγάλω από το χαρτονένιο
περιτύλιγμά τους.) Παρόλα τα
βρόμικα μου σορτσάκια στην
μπανιέρα
και την υπόλοιπη βρόμικη
μπουγάδα μου στο
πάτωμα του υπνοδωματίου μου,
δεν έχουν
έρθει ακόμα για μένα
με τα σήματά τους και
τους κανονισμούς τους και τα
μουδιασμένα τους αφτιά. ωχ, αυτοί
και τα καπρίτσια τους!
όπως η αλεπού
τρέχω με τον κυνηγημένο και
αν δεν είμαι ο πιο ευτυχισμένος
άνθρωπος στη γη είμαι στα σίγουρα ο
πιο τυχερός άνθρωπος
που ζει.

και γαμώ τα ζευγάρια

ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους
σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια
από τ' αναψυκτικά).
μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι
μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή,
μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο
να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της
και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου
έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με
τρύπες απ' τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες
στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη
μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς
πεθαίναμε στα γέλια.

λέγανε αργότερα πως
ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα
τα παλιά τραγούδια
και ποτέ
να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε
να σπάνε τα γυαλικά
τρέλα
οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα
σπρωγμένα μπροστά στην
πόρτα.

μόλις ξυπνάγαμε
έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες

κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα
θα ήταν η σειρά μου και

ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν' αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν' αναρωτιόμαστε
ποια
καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι,
ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας,
βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε
ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.

μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.

συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε
σκατά! κι εγώ θα έλεγα
ναι!
κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να
συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.

η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.

barfly

η Τζέην, που είναι πεθαμένη εδώ και 31 χρόνια,
δεν θα μπορούσε ποτέ
να φανταστεί ότι θα έγραφα ένα σενάριο για τις μέρες
που πίναμε μαζί
και
ότι θα γινότανε ταινία
και
ότι μια όμορφη ηθοποιός θα έπαιζε τον δικό της
ρόλο.

μπορώ ν΄ ακούσω την Τζέην τώρα: ?Μια όμορφη ηθοποιός; μα,
για όνομα του Θεού!?

Τζέην, έτσι είναι οι σώου μπίζνες, γι' αυτό πήγαινε,
αγαπημένη μου, πάλι να κοιμηθείς, γιατί
όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουνε
δεν θα μπορέσουνε να βρουν καμία ακριβώς σαν
εσένα

κι ούτε κι εγώ
θα μπορέσω.

ο γέρο - αναρχικός

ο γείτονάς μου μού δίνει το κλειδί του σπιτιού του
όταν φεύγει για διακοπές.
ταΐζω τις γάτες του
ποτίζω τα λουλούδια και το
γρασίδι του.

βάζω την αλληλογραφία του σε μια τακτοποιημένη στοίβα
πάνω στην τραπεζαρία του.
είμαι ο ίδιος άνθρωπος άραγε που
πριν από 15 χρόνια
σχεδίαζε ν' ανατινάξει την πόλη του Λος Άντζελες;

κλειδώνω την πόρτα του.
βαδίζω στην είσοδο
στέκομαι
χασομεράω μια στιγμή
στο ηλιοβασίλεμα και σκέφτομαι,
υπάρχει ακόμα καιρός,
υπάρχει ακόμα καιρός για μια
επιστροφή.
ποτέ δεν ταίριαξα εξάλλου
μ' αυτούς τους άλλους.

βαδίζω στο πεζοδρόμιο
προς το σπίτι μου

προσέχοντας
να μην πατήσω
καμιά λακκούβα.

απόψε

πόσα από τα κύτταρα του εγκεφάλου μου δεν έχουν καταστραφεί από
το αλκοόλ
κι εγώ κάθομαι τώρα εδώ και πίνω
όλοι οι σύντροφοί μου στο ποτό πεθαμένοι,
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
πίνω μόνος τώρα.
πίνω με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου.
πίνω για τη ζωή μου και για τον θάνατό μου.
η δίψα μου ακόμα δεν ικανοποιήθηκε.
ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη, γυρίζω αργά
το μπουκάλι, το
θαυμάζω.
όμορφη παρέα.
χρόνια έτσι.
τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει
και να το κάνω τόσο καλά;
έχω πιει περισσότερο από τους πρώτους
εκατό ανθρώπους που θα συναντήσεις
στον δρόμο
ή θα δεις στο τρελάδικο.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
ανήκω πια στους μεγαλύτερους πότες
των αιώνων.
με έχουν επιλέξει.
σταματάω τώρα, σηκώνω το μπουκάλι, καταπίνω μια
μεγάλη γουλιά.
μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι
κάποιοι έχουν στ' αλήθεια σταματήσει και
γίνανε νηφάλιοι
πολίτες.
με στεναχωρεί.
είναι στεγνοί, βαρετοί, ασφαλείς.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από μένα κι εγώ είμαι
γεμάτος.
πίνω αυτό εδώ για όλους εσάς
και για μένα.
είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα κι ένας μοναχικός
σκύλος ουρλιάζει μες στη
νύχτα.
κι είμαι τόσο νέος όσο κι η φωτιά που ακόμα
καίει
τώρα.

ψυχρό καλοκαίρι

όχι όσο άσχημα θα μπορούσε
αρκετά άσχημα πάντως: μία μέσα μία έξω
απ' το νοσοκομείο, μία μέσα μία έξω από
το γραφείο του γιατρού, να κρέμομαι
από μια κλωστή: είναι σε ύφεση
τώρα, όχι, περίμενε, 2 καινούρια
κύτταρα εδώ, και τα αιμοπετάλιά
σου είναι πολύ χαμηλά.
μήπως έπινες πάλι;
θα πρέπει μάλλον να πάρουμε
άλλο ένα δείγμα νωτιαίου μυελού
αύριο.

ο γιατρός είναι απασχολημένος, η
αίθουσα αναμονής στο τμήμα
καρκίνου είναι φίσκα στον κόσμο.

οι νοσοκόμες είναι ευχάριστες,
αστειεύονται μαζί μου.
σκέφτομαι ότι αυτό είναι ωραίο, ν' αστειεύεσαι την ώρα
που βρίσκεσαι στη σκοτεινή
κοιλάδα του θανάτου.
η γυναίκα μου είναι μαζί μου.
λυπάμαι για τη γυναίκα μου, λυπάμαι
για όλες τις
γυναίκες.

ύστερα είμαστε κάτω
στο πάρκινγκ.
μερικές φορές οδηγεί αυτή.
μερικές φορές οδηγώ εγώ.
τώρα οδηγώ εγώ.
είναι ένα ψυχρό καλοκαίρι.
ίσως να πρέπει να κολυμπήσεις
λίγο όταν φτάσουμε στο σπίτι,
λέει
η γυναίκα μου.

η μέρα σήμερα είναι πιο ζεστή
απ' ό,τι συνήθως.

αμέ, λέω και κατευθύνομαι έξω
από το πάρκινγκ.

είναι γενναία γυναίκα, κάνει
σαν όλα να είναι
όπως συνήθως.
μα τώρα πρέπει να πληρώσω για όλα εκείνα
τα άσωτα χρόνια·
κι ήταν τόσα πολλά
από δαύτα.
ο λογαριασμός πρέπει πια να εξοφληθεί
και θα δεχθούν μόνο
μια τελική
πληρωμή.

έτσι κι αλλιώς πάντως μάλλον
θα κολυμπήσω λίγο.

το πρώτο ποίημα πάλι

64 μέρες και νύχτες σε αυτό
το μέρος, χημειοθεραπεία,
αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες
στον καθετήρα.
λευχαιμία.
ποιος, εγώ;
στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως
απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου
αλλά
οι θεοί το θέλουν διαφορετικά.
κάθομαι μπροστά σ' αυτή τη μηχανή, διαλυμένος,
μισοπεθαμένος,
τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη,
μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει·
και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο.
δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω
μόνο
λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες,
σαν
αυτήν
εδώ.

παρακαλώ

μες στη νύχτα τώρα να σκεφτόμαστε τα χρόνια και τις
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια
που χάθηκαν για πάντα
να μπορούσαμε
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη
για μένα
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά
σκοτεινή και μοναχική
νύχτα.

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

 
Πηγή:  happyfew.gr