Πολιτικό σύστημα του χθες. Ή και του σήμερα;

10.02.2014
Πολιτικό σύστημα του χθες. Ή και του σήμερα;

Κάθε πολιτικό σύστημα διαχωρίζει τα κόμματα στη βάση του σημαντικότερου διακυβεύματος κάθε εποχής. Για παράδειγμα, μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα, κριτήριο διαχωρισμού ήταν το αν ανήκει κανείς στο «στρατόπεδο» των φιλελεύθερων (ΗΠΑ) ή των κομμουνιστών (ΕΣΣΔ). Παρεπόμενα ζητήματα, όπως οι εξοπλισμοί, τα πυρηνικά, οι πολιτικές ελευθερίες, η οικονομία κ.α. απλώς υποδιαιρούσαν απλά τους υποστηρικτές του ενός ή του άλλου στρατοπέδου σε περισσότερα κόμματα.

Έτσι, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, εκφραζόμενοι από την ΕΡΕ και την Ένωση Κέντρου αντίστοιχα, παρά τις όποιες διαφορές τους, αυτοπροσδιορίζονταν ως σύμμαχοι των ΗΠΑ και εχθροί του κομμουνισμού. 

Με την έλευση της Μεταπολίτευσης, ο Ψυχρός Πόλεμος ατόνησε ως στοιχείο διαχωρισμού των κομμάτων. Η σταδιακή παντοκρατορία του επενδυτικού-τραπεζικού τομέα, και η παρακμή του Κομμουνισμού, προσέδωσαν στην έννοια της κυριαρχίας οικονομική, κυρίως, διάσταση σε βάρος της στρατιωτικής. Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν ακολούθησε την μεταβολή: ήταν μια αδύναμη οικονομία και το ιστορικό της παρελθόν πολύ βεβαρυμένο, ώστε να προκύψει νέος διαχωρισμός βασισμένος σε οικονομικά μεγέθη και ρεύματα άλλων χωρών. Έτσι, οι πολιτικές δυνάμεις διαφοροποιήθηκαν στη βάση κοινωνικών και ιστορικών ζητημάτων: η παλαιά συντηρητική (και μέρος της φιλελεύθερης) παράταξης αποτελούσε τη Νέα Δημοκρατία, ενώ το ΠΑΣΟΚ, με το σύνθημα «Αλλαγή», εμφανίστηκε ως αρνητής της δεξιάς κληρονομιάς και κυριαρχίας, αγκαλιάζοντας ένα εύρος υποστηρικτών που εκτεινόταν από μέρος του πρώην φιλελεύθερου χώρου, έως τον κομμουνιστικό. 

Η είσοδος του ΠΑΣΟΚ στον πολιτικό βίο είναι σημείο κομβικό για το πολιτικό σύστημα. Ως αντίπαλο δέος της Δεξιάς, δεν ανέπτυξε κάποια στέρεα ιδεολογία, αλλά εισήγαγε το -ελεγχόμενο μέχρι τότε- στοιχείο του λαϊκισμού. Έτσι, κάτω από την «Αλλαγή», η όποια διαφωνία με τη Νέα Δημοκρατία ήταν ευκαιριακού χαρακτήρα, κι όπως η ιστορία απέδειξε, ανεδαφική: έξοδος από την ΕΟΚ, έξοδος από το ΝΑΤΟ, αναθεώρηση της συμμαχίας με τις ΗΠΑ και απομάκρυνση των βάσεων από την Ελλάδα, εισοδηματική αναδιαμονή. Η μόνη ουσιώδης αντιπρόταση του τότε ΠΑΣΟΚ ήταν ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας από ψυχροπολεμικά κατάλοιπα και ο εκσυγχρονισμός των θεσμών. Η συναισθηματική επιρροή του λαϊκισμού αποϊδεολογικοποίησε εντελώς την κόντρα μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα τα δύο κόμματα να μην αποτελούν πολυτασικούς σχηματισμούς (πχ μια Δεξιά με συντηρητικούς, φιλελεύθερους και εθνικιστές) αλλά υβρίδια, μέσα στα οποία μπορούσε να συναντήσει κανείς τα πάντα: από ακραίους συντηρητικούς κι εθνικιστές στο ΠΑΣΟΚ, έως σοσιαλιστές στη Νέα Δημοκρατία. Χαρακτηριστική περίπτωση της αλλοίωσης των κομμάτων αποτελεί η διακυβέρνηση του Κ. Καραμανλή (2004-2009), ως μια γαλάζια εκδοχή ακραίου κρατισμού. Βεβαίως, κάθε κόμμα εμπεριείχε τα λεγόμενα «υπεύθυνα ρεύματα/ τάσεις» του, τα οποία έφεραν ένα ιδεολογικό φορτίο, αλλά υπό την προοπτική της εξουσίας, οι φωνές αυτές καταπνίγονταν και η συλλογική κομματική πρακτική, παρήγαγε έναν τελείως διαφορετικό, «λαοφιλή» ήχο. 

Με την είσοδο των Μνημονίων το πολιτικό σύστημα υπέστη ένα «σοκ υπευθυνότητας». Τα κόμματα, αντιμέτωπα με τις χρόνιες ευθύνες τους, έπρεπε να λάβουν σκληρές αποφάσεις για τη σωτηρία της χώρας, με αποτέλεσμα, στη βάση του Μνημονίου (της οικονομικής εξυγίανσης αλλιώς) να δομηθεί ένας νέος διαχωρισμός: αυτός ανάμεσα στις (αναγκαστικά) υπεύθυνες δυνάμεις και τους λαϊκιστές. Οι δεύτεροι αποτελούν πωλητές ελπίδας, βασισμένοι στην επαγγελία μιας άλλης πολιτικής που εγγυάται καλύτερη ζωή, αγνοώντες οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους. Βασικός εκφραστής τους, ως μόρφωμα –πλέον- της κεντροαριστεράς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος έξυπνα και ταχύτατα το «κενό λαϊκισμού» που έφεραν οι μνημονιακές ανακατατάξεις, σε έναν χώρο που παραδοσιακά κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ έως το 2010. 

Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε τώρα ως χώρα είναι μία κυκλική αναπαραγωγή της Ιστορίας από το 1981: η σταδιακή απεμπλοκή της χώρας από τις δανειακές συμβάσεις, σε συνδυασμό με μια πιθανή εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, να δημιουργήσει μια νέα λαϊκίστικη κυβέρνηση, η οποία θα συνεπιφέρει μια λαϊκίστικη αντιπολίτευση, σε μια προσπάθεια της τελευταίας να γίνει περισσότερη αρεστή (ως μη κυβερνώσα) και να εκλεγεί. Η προοπτική αυτή δεν είναι τόσο απίθανη, ειδικά αν σκεφτεί κανείς την αργοπορία των “υπεύθυνων δυνάμεων” σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, την εσωκομματική αντιπολίτευση σε αυτές, και τις ήπιες “αντιμνημονιακές” υπόνοιες που στελέχη της αφήνουν όταν τα πράγματα ηρεμούν. Αν, δηλαδή, η κυβέρνηση, υπό τόσο σκληρά διλήμματα, με το ελαφρυντικό των δανειακών υποχρεώσεων και την απειλή της πτώχευσης, μεταρρυθμίζει τόσο πρόχειρα και αργά την οικονομία, πώς αναμένεται να είναι η κατάσταση όταν δε θα υπάρχουν οι παραπάνω απειλές και τα διλήμματα; 

Είναι αναπόφευκτη η επανάληψη της ελληνικής Μεταπολίτευσης στο προσεχές διάστημα; Προκειμένου να σπάσει ο φαύλος κύκλος του λαϊκισμού δεν αρκούν ούτε τα αδιάσειστα στοιχεία για τις ευθύνες μας, ούτε η αποδεδειγμένη ανεπάρκεια των εύκολων πολιτικών: απαιτείται ένα μόρφωμα και μια προσωπικότητα, ικανά να σύρουν το πολιτικό σύστημα έξω από το χορό της κολακείας του λαού. Ένα μόρφωμα που θα θελήσει να μεατρρυθμίσει πηγαία την οικονομία και την κοινωνία, κι όχι επειδή οι δανειστές το επιβάλλουν. Μία δύναμη που θα δημιουργήσει τέτοιες δομές στην οικονομία και τους θεσμούς, ώστε να ασκήσει έλξη σε σε όλο το φάσμα της αντιπολίτευσης, αναγκάζοντάς το να παίζει με τους «κανόνες» που αυτή εισήγαγε. Η Θάτσερ έλεγε ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα της ήταν το New Labour Party, ένα Εργατικό Κόμμα που σεβόταν τις αρχές του φιλελευθερισμού κι αντιπολιτευόταν εκ των έσω, χωρίς να αναζητεί συστημικές αλλαγές. Θα καταφέρουμε άραγε να δημιουργήσουμε εκείνον τον φορέα που θα σπάσει τα δεσμά του λαϊκισμού ώστε να μην επιστρέψουμε εκεί πού ήμασταν; Το αν και το πώς της επιτυχίας, είναι κάτι που θα πραγματευθούμε σε μελλοντικό κείμενο. 

YΓ: Αφορμή για τις σκέψεις αυτές αποτελέσε μια δημοσιευθείσα επιστολή μου από τον Νίκο Δήμου στο protagon (http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.ellada&id=31443). 

Γράφει ο Μιχάλης Νταγγίνης