Στον δημόσιο λόγο οι αυτόκλητοι σωτήρες-αναλυτές μιλούν στον ίδιο τόνο για τον Μιχαλολιάκο αλλά και όσους έχουν ενστερνιστεί το «Δεν πληρώνω». Δίνουν έμφαση στη φοροδιαφυγή αλλά όχι στη γραφειοκρατία - θεμέλιο λίθο της διαπλοκής. Θεωρούν ότι η κυβέρνηση και οι ψηφοφόροι έχουν το ίδιο μερίδιο ευθύνης. Στο μυαλό τους είναι ρουσφέτι η προσέγγιση του πολιτικού από τον ψηφοφόρο που ψάχνει δουλειά, αλλά «λόμπινγκ» η προσέγγιση του πολιτικού από τον εφοπλιστή. Όταν αναφέρονται στην αντιπολίτευση χρησιμοποιούν παραδείγματα από τη σκοτεινή ιστορία της Αριστεράς του 20ού αιώνα. Δεν κάνουν το ίδιο όμως όταν η συζήτηση έρχεται στον ρόλο της Γερμανίας ή των υπόλοιπων κρατών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.
Τα βάζουν όλα μαζί σε μια μαύρη σκουπιδοσακούλα που την πετούν από το παράθυρο στον Κυβερνοχώρο. Δεν υπάρχουν πια αποχρώσεις στα νοήματά τους και κυρίως, δεν υπάρχει συναίσθημα παρά μελοδραματισμοί. Υπογραμμίζουν στον λόγο τους πως «ο καλύτερος θα επιβιώσει» λες και η ζωή είναι σχεδιασμένη για να είναι αποκλειστικά μια μάχη. Αναφέρονται με θαυμασμό στους «doers» και σχεδόν αδιαφορούν για εκείνους που θέλουν να ζήσουν ήσυχα και ήρεμα. Αντιμετωπίζουν το χρέος υπό χριστιανικό πρίσμα αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι αμαρτία να χρωστάς, ενώ επί της ουσίας αποτελεί μια διοικητική πράξη που δεν χαρακτηρίζει το ποιόν των αντισυμβαλλόμενων μερών. Είναι οι άνθρωποι που στο παρελθόν έγραφαν για τον έρωτα ή το ελληνικό οικονομικό θαύμα ενώ σήμερα βλέπουν μόνο σκατά.
Έχουν άδικο; Δυστυχώς όχι πάντα. Όμως είναι άστοχο και ύποπτο να βλέπεις ένα καράβι να βουλιάζει κι εσύ να κατηγορείς τους επιβάτες που δεν κατάλαβαν εγκαίρως πόσο άθλιος ήταν ο καπετάνιος ή πόσο κοντά στην ξέρα έπλεε το πλοίο.
Άρθρο του Θανάση Τρομπούκη, αναδημοσίευση από το protagon.gr