Ο ρόλος της κρεοφαγίας στην ανθρωποποίησή μας

25.07.2017
Ο ρόλος της κρεοφαγίας στην ανθρωποποίησή μας

... ή γιατί είναι αφύσικη η ιδεοληπτική «νηστεία» από το κρέας; 

Την εποχή του Διαδικτύου μια ασφαλής μονάδα μέτρησης του ενδιαφέροντος του κοινού για ένα οποιοδήποτε κοινωνικό ή επιστημονικό ζήτημα είναι ο αριθμός των ιστότοπων που αναφέρονται σε αυτό.

Αν πληκτρολογήσουμε σε μια μηχανή αναζήτησης το θέμα «υγεία και διατροφή» ή «διατροφή και σωματική εμφάνιση», θα προκύψει μια κυριολεκτικά ατέλειωτη λίστα σχετικών ιστότοπων.

Ομως, τα περισσότερα από αυτά τα διαδικτυακά κείμενα είναι γεμάτα επιστημονικές ανακρίβειες και χρησιμοποιούν ένα ψευδοεπιστημονικό επικάλυμμα προκειμένου να εξυπηρετήσουν αποκλειστικά ευτελείς διαφημιστικές ανάγκες. 

Επί σειρά ετών υπήρξε σφοδρή διαμάχη μεταξύ των ειδικών για το αν η διατροφική μας συμπεριφορά καθορίζεται κυρίως από τα γονίδια ή το περιβάλλον.

Σήμερα αυτή η διένεξη αποδεικνύεται εντελώς στείρα. 

Για τη σύγχρονη βιοϊατρική σκέψη και πρακτική, το δίλημμα «είμαστε ό,τι τρώμε ή τρώμε ό,τι είμαστε;» δεν υφίσταται καν, αφού οι σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η υγεία ενός ατόμου εξαρτάται από τη στενή αλληλεπίδραση των γενετικών προδιαγραφών του τόσο με τα διατροφικά ήθη της εποχής όσο και με την ποιότητα των τροφών που υπάρχουν στο περιβάλλον του. 

Πράγματι, η βιοϊατρική του 21ου αιώνα, και ειδικότερα οι επιστήμες της διατροφής, εστιάζουν τις έρευνές τους τόσο στους «εξωγενείς» όσο και στους «ενδογενείς» παράγοντες που συνδιαμορφώνουν τα διατροφικά μας ήθη.

Ετσι ελπίζουν ότι θα δημιουργήσουν μια αποτελεσματικότερη ασπίδα προστασίας απέναντι σε πληθώρα νοσημάτων που μαστίζουν τις καταναλωτικές κοινωνίες μας, από τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τον καρκίνο μέχρι την κατάθλιψη. 

Δίαιτα ή Γενετική; Ενας ακόμη δυσεπίλυτος βιο-κοινωνικός κόμβος   

Γιατί άραγε δεν αντιδρούν όλοι οι ανθρώπινοι οργανισμοί με τον ίδιο τρόπο σε μια συγκεκριμένη δίαιτα;

Μολονότι, από γενετική άποψη, όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται από κοινού το 99,9% των γονιδίων τους, στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ ίδιοι.

Aπ' ό,τι φαίνεται, το «υπόλοιπο» 0,1% των ατομικών γονιδιακών παραλλαγών είναι υπεραρκετό για την εκδήλωση σημαντικών ατομικών διαφορών· ακόμη και όσον αφορά τις βασικές αντιδράσεις σε μια συγκεκριμένη δίαιτα. 

Την ολοφάνερη αδυναμία των στατιστικών προσεγγίσεων να εξηγήσουν τις διατροφικές μας συνήθειες ήρθαν να καλύψουν δύο νέες επιστημονικές προσεγγίσεις: η διατροφική γονιδιωματική (nutrigenomics) και η διατροφική γενετική (nutrigenetics).

Η πρώτη επιχειρεί να διαφωτίσει τις αμφίδρομες και εξαιρετικά περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στο γονιδίωμα και τη διατροφή, ενώ η δεύτερη μελετά τις εξατομικευμένες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη διατροφή και στον γονότυπο ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. 

Η διατροφική γονιδιωματική έθεσε εξαρχής στόχο της να προβλέπει εγκαίρως πώς ένα δεδομένο διατροφικό περιβάλλον επιδρά πάνω στα συγκεκριμένα κύτταρα, στα όργανα και στο σύνολο του οργανισμού, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.

Μόνο αν γνωρίζουμε επακριβώς πώς επενεργούν συγκεκριμένες τροφές σε συγκεκριμένους οργανισμούς μπορούμε να βελτιώνουμε (μέσω διασταυρώσεων) και να επανασχεδιάζουμε (μέσω της γενετικής μηχανικής) τροφές που θα ασκούν μόνο ευεργετική επίδραση στην υγεία του οργανισμού. 

Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε για τα ανθρώπινα διατροφικά ήθη μια επανάσταση εξίσου σημαντική με την επινόηση της γεωργίας: να δημιουργούμε, βάσει των δεδομένων της διατροφικής γενετικής, την τροφή που ταιριάζει στον κάθε άνθρωπο ανάλογα με τις ιδιαίτερες γονιδιακές του ανάγκες!

Για την έλευση όμως αυτού του «διαιτολογικού παραδείσου» θα πρέπει μάλλον να περιμένουμε πολύ, δεδομένων των οξύτατων διατροφικών προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον η ήδη πολυπληθής ανθρωπότητα. 

Πέρα λοιπόν από τη στείρα αντιπαράθεση της «δίαιτας» εναντίον της «γενετικής», οι σύγχρονες επιστήμες μελετούν το πώς επηρεάζουν και τελικά ρυθμίζουν την έκφραση των συγκεκριμένων γονιδίων κάθε οργανισμού οι διατροφικές επιλογές του, καθώς και οι διαθέσιμες τροφές.

Και το κοινωνικό-πολιτικό διακύβευμα αυτών των ερευνών είναι πολύ πιο σοβαρό απ' ό,τι συνήθως φανταζόμαστε: από αυτό θα εξαρτηθεί, στο άμεσο μέλλον, η μακροζωία και κυρίως η ευζωία πολύ μεγάλων τμημάτων του ανθρώπινου πληθυσμού. 

Παλαιά και νέα ανθρώπινα διατροφικά ήθη και πάθη 

Διατροφή  

Πάντως, όλο και περισσότερες έρευνες επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι μια «σωστή» υποθερμιδική δίαιτα, δηλαδή μια δίαιτα που στηρίζεται κυρίως σε φυτικές και μόνο εν μέρει σε ζωικές τροφές, αυξάνει το προσδόκιμο ζωής.

Οταν όμως αυτή η υποθερμιδική δίαιτα γίνεται υπερβολική, τότε συχνά προκαλεί σοβαρές και μόνιμες βλάβες στον οργανισμού, οι οποίες σχεδόν αναπόφευκτα οδηγούν στις πολύ διαδεδομένες «πολιτισμικές» παθήσεις: διαβήτη, καρδιαγγειακά νοσήματα, ορισμένες νεοπλασίες, αλλά και ψυχικές διαταραχές. 

Εξάλλου, χάρη στην πολυετή συνεργασία τους με φυσιολόγους και βιολόγους, οι σύγχρονοι διατροφολόγοι ανακάλυψαν ότι για την καλή μας υγεία είναι αποφασιστικής σημασίας τόσο οι «μακροτροφικοί» παράγοντες (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη) όσο και οι εξίσου σημαντικοί «μικροτροφικοί» παράγοντες (βιταμίνες, άλατα και διάφορα βιοδραστικά μόρια). 

Κυρίως όμως διαπίστωσαν ότι η αφομοίωση αυτών των πολύτιμων διατροφικών στοιχείων διασφαλίζεται μόνο μέσω της ισορροπημένης κατανάλωσης τόσο ζωικών όσο και φυτικών τροφών!

Μάλιστα, από την πολύχρονη συνεργασία ειδικών διατροφολόγων με επιδημιολόγους, προκύπτει ότι ορισμένα ισορροπημένα πρότυπα διατροφής -όπως π.χ. το μεσογειακό ή το ιαπωνικό- είναι πολύ καλύτερα από κάποια άλλα αποκλειστικά κρεοφαγικά ή αποκλειστικά φυτοφαγικά πρότυπα διατροφής. 

Γιατί άραγε επιμένουμε να τρώμε κρέας, και μάλιστα σε μια εποχή όπου η κρεοφαγία φαίνεται να είναι κάθε άλλο παρά αναγκαία, δεδομένου ότι τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες μπορούμε να τις εξασφαλίσουμε από πολλά άλλα διαθέσιμα είδη τροφής (φυτά, φρούτα, ξηροί καρποί);

Και επίσης, πώς δικαιολογείται εξελικτικά η επίμονη βιολογική μας ανάγκη να τρεφόμαστε με κρέας; 

Από καιρό ήταν γνωστό ότι η νοημοσύνη και η περίπλοκη κοινωνική συμπεριφορά ενός ζωικού είδους όχι μόνο σχετίζονται στενά αλλά και αντανακλώνται στα διατροφικά του ήθη.

Πράγματι, η ευελιξία και η πολυπλοκότητα στη διατροφική συμπεριφορά ενός ανώτερου ζωικού είδους αποτελούσε -και εξακολουθεί να αποτελεί- για τους ειδικούς έναν σχετικά ασφαλή δείκτη για την αποτίμηση και τη συγκριτική αξιολόγηση της νοημοσύνης του.

Σύμφωνα μάλιστα με τις πιο πρόσφατες παλαιοντολογικές και βιο-ανθρωπολογικές ανακαλύψεις, η συστηματική εισαγωγή του κρέατος στη διατροφή των εξελικτικών μας προγόνων ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εκρηκτική εξέλιξη του εγκεφάλου μας! 

Η ανακάλυψη αυτή μάλλον θα δυσαρεστήσει τους φανατικούς χορτοφάγους: οι μακρινοί πρόγονοί μας έγιναν σταδιακά πιο ευφυείς μόλις εγκατέλειψαν την μέχρι τότε αποκλειστικά χορτοφαγική διατροφή τους.

Οταν δηλαδή έπαψαν να τρέφονται μόνο με φυτά, φρούτα και σπόρους και άρχισαν να υιοθετούν «πιο επωφελή» κρεοφαγικά διατροφικά ήθη. 

Οταν οι τροφοσυλλέκτες ανακάλυψαν το μπάρμπεκιου

  

Από την εποχή που ο Δαρβίνος διατύπωσε την εξελικτική θεωρία του έγινε σαφές ότι ο ογκώδης εγκέφαλος των πρώτων ανθρώπων ήταν μια αδικαιολόγητη εξελικτική «πολυτέλεια»: ένα ανατομικά άβολο, βιολογικά δαπανηρό και υπερβολικά ενεργοβόρο όργανο γνώσης.

Ωστόσο, μέχρι πολύ πρόσφατα ουδείς γνώριζε το γιατί, και κυρίως το πώς η κρεοφαγία σχετίζεται στενά και συνέβαλε στην εξελικτική επιλογή της διόγκωσης του εγκεφάλου μας και, κατά συνέπεια, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ανθρώπινης νοημοσύνης. 

Πράγματι, ο πολύ μεγάλος εγκέφαλος των ανθρώπων συνεπάγεται ένα υπερβολικά μεγάλο ενεργειακό κόστος.

«Αν και ο εγκέφαλός σας κατέχει μόλις το 2% της μάζας του σώματός σας, καταναλώνει περίπου το 20% έως 25% του ενεργειακού αποθέματος του σώματός σας σε κατάσταση ηρεμίας. Ο μεγάλος εγκέφαλος σας κάνει ευφυέστερους, αλλά κοστίζει πολύ και προκαλεί διάφορα προβλήματα», όπως εύστοχα συνοψίζει το πρόβλημα ο διακεκριμένος εξελικτικός παλαιοανθρωπολόγος Ντάνιελ Λίμπερμαν (D. Lieberman) στο ενδιαφέρον βιβλίο του «Η ιστορία του ανθρώπινου σώματος», που κυκλοφορεί από τις εκδ. Κάτοπτρο. 

Μια πρώτη προσπάθεια εξήγησης των αμφίδρομων σχέσεων νοημοσύνης-διατροφής θα μπορούσε να αναζητηθεί στις έρευνες της παλαιοανθρωπολόγου Λέσλι Αγέλο (Leslie Aiello), διευθύντριας του περίφημου Ιδρύματος Wenner-Gren στη Νέα Υόρκη, η οποία υποστηρίζει ότι η καλά τεκμηριωμένη από τα παλαιοντολογικά ευρήματα εξελικτική τάση να αυξάνεται η μάζα του εγκεφάλου των προγόνων μας έπρεπε να αντισταθμιστεί από τη μείωση του όγκου ενός άλλου οργάνου του σώματός τους.

Και το όργανο που έπεσε «θύμα» της προοδευτικής εγκεφαλοποίησης ήταν το έντερο, το οποίο σταδιακά συρρικνώθηκε λόγω της μεγάλης αλλαγής των διατροφικών συνηθειών των προγόνων μας. 

«Είναι αδύνατον να συνυπάρχουν στον ίδιο οργανισμό ένας μεγάλος εγκέφαλος και ένα μεγάλο στομάχι. Οι πρόγονοί μας κατανάλωναν το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών τους αποθεμάτων για την πέψη της τροφής, μέχρι τη στιγμή που ανακάλυψαν το κρέας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτή η αλλαγή στις διαιτολογικές συνήθειες των προγόνων μας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρέασαν τη συνολική εξέλιξη του είδους μας», εξηγεί η Αγέλο. 

Με άλλα λόγια, όσο μεγάλωνε ο εγκέφαλος των προγόνων μας έπρεπε να μικραίνει το έντερό τους, χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τις μεταβολικές ικανότητες του εντέρου, δηλαδή την ικανότητά του να διασπά την τροφή για να παράγει ενέργεια.

Η μόνη εύλογη και βιολογικά αποδεκτή λύση σε αυτό το εξελικτικό δίλημμα ήταν απλή: η κρεοφαγία! 

  

Το πιο αποφασιστικό, ωστόσο, βήμα προς την κρεοφαγία συντελέστηκε όταν οι πρόγονοί μας ανακάλυψαν τη φωτιά και το... μπάρμπεκιου. Οταν δηλαδή ο πρώτος Homo erectus (Ανθρωπος ορθός) έμαθε να ψήνει το κρέας στη φωτιά.

Εκτοτε, αυτό το είδος τροφής έγινε πολύ πιο εύπεπτο και κυρίως μειώθηκε δραστικά ο χρόνος που απαιτούνταν για τη μάσηση και την πέψη του. 

Παράλληλα, η πλούσια σε κρέας διατροφή συνεπάγεται όχι μόνο την εξέλιξη των κατάλληλων κρεοφαγικών ανατομικών δομών (π.χ. κατάλληλη οδοντοστοιχία, πεπτικό σύστημα) αλλά και την ανάπτυξη νέων κοινωνικών και τεχνολογικών δεξιοτήτων: ομαδικό κυνήγι, επινόηση κατάλληλων εργαλείων, διάκριση των κοινωνικών ρόλων στο εσωτερικό της ομάδας. 

Με άλλα λόγια, η ικανοποίηση των κρεοφαγικών αναγκών των προγόνων μας προϋποθέτει μια πιο πολύπλοκη και ευέλικτη ομαδική συμπεριφορά η οποία, με τη σειρά της, συνέβαλε αποφασιστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη μιας πιο αποτελεσματικής νοητικής μηχανής, όπως είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος. 

Σήμερα, λόγω της διατροφικής αφθονίας, όλο και περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση διερωτώνται αν είναι απαραίτητο από βιολογική άποψη και δικαιολογημένο ηθικά να σκοτώνουμε ζώα για να τρεφόμαστε.

Πράγματι, ένας πολύ μεγάλος αριθμός ατόμων φαίνεται πως έχει πειστεί ότι η κατανάλωση κρέατος είναι όχι μόνο επιβλαβής για την υγεία αλλά και ηθικά επιλήψιμη. Είναι όμως έτσι; 

Κατά τη γνώμη μας, η πρόσφατη -κοντόφθαλμη και απλοϊκή- απόρριψη της κρεοφαγίας ως διατροφικής επιλογής είναι όχι μόνο υποκριτική αλλά και παραπλανητική: η μαζική αποδοχή της μεταμοντέρνας «φιλοζωικής» επιταγής υπέρ της χορτοφαγίας θα σήμαινε την αυτο-αλλοτρίωσή μας από ένα πολύτιμο στοιχείο της βιολογικής μας ταυτότητας, την παμφάγο βιολογική φύση μας. 

Γιατί άραγε επιμένουμε να τρώμε κρέας σε μια εποχή όπου η κρεοφαγία φαίνεται να είναι μια περιττή διατροφική επιλογή, δεδομένου ότι τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες μπορούμε να τις εξασφαλίσουμε από άλλα διαθέσιμα είδη τροφής - φυτά, φρούτα, ξηρούς καρπούς; 

Νους υγιής μόνο σε εγκέφαλο υγιή 

  

Η ορθότητα της αρχαιότατης ρήσης «νους υγιής εν σώματι υγιεί» επιβεβαιώνεται, όπως είδαμε, από τη σύγχρονη επιστήμη της διατροφής.

Παρά τις εσφαλμένες δυϊστικές προκαταλήψεις μας περί της δήθεν αυτονομίας της πνευματικής σφαίρας από τον υλικό κόσμο των σωμάτων, το σώμα και ο νους μας αποτελούν στην πραγματικότητα αδιαίρετη ενότητα. 

Εντούτοις, στις σημερινές δυτικές κοινωνίες μαθαίνουμε να μην επενδύουμε στην ουσιαστική φροντίδα του σώματός μας παρά μόνο για καλλωπιστικούς σκοπούς. 

Ως συνέπεια αυτής της ιδεοληπτικής προκατάληψης υπέρ του νου, από πολύ νωρίς συνηθίζουμε στο να υποβαθμίζουμε και συχνά να καταστέλλουμε τις πραγματικές διατροφικές ανάγκες του σώματός μας.

Κάτι που στις πιο ακραίες μορφές του εκδηλώνεται ως παθολογία, π.χ. νευρική ανορεξία, βουλιμία. 

Επίσης, μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα αρκετά πολύπλοκο βιολογικό όργανο, το οποίο αναπτύσσεται ταχύτατα μέχρι το τέλος της εφηβείας, γνωρίζει το ζενίθ της ανάπτυξης των δυνατοτήτων του κατά την ενηλικίωση και μετά είναι καταδικασμένος στην αναπόφευκτη σταδιακή παρακμή της τρίτης ηλικίας.

Η σύγχρονη έρευνα του εγκεφάλου, αντίθετα, έχει δείξει επαρκώς ότι πρόκειται για ένα αρκετά εύπλαστο και δυναμικό όργανο, που διατηρεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του τη δυνατότητα να ανανεώνει τις δομές και τις λειτουργίες του ανάλογα με τον πλούτο των σωματικών και πνευματικών ερεθισμάτων που δέχεται από το περιβάλλον του. 

Παράλληλα, οι έρευνες στο πεδίο της νευροψυχολογίας επιβεβαιώνουν ότι η συστηματική σωματική άσκηση, έστω και ένας περίπατος 30 λεπτών καθημερινά, επιδρά ανανεωτικά στην ψυχοσωματική μας διάθεση, ενώ πολύ συχνά λειτουργεί και ως αποτελεσματικό αγχολυτικό «φάρμακο». 

Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, επειδή η καθημερινή φυσική άσκηση μειώνει τη συγκέντρωση της ορμόνης κορτιζόλης, της επονομαζόμενης και «ορμόνης του άγχους», η οποία εκκρίνεται σε μεγάλες ποσότητες όταν αντιμετωπίζουμε καταστάσεις άγχους ή πανικού.

Μολονότι λοιπόν η συστηματική φυσική άσκηση του σώματός μας και η διαρκής διανοητική καλλιέργεια του εγκεφάλου μας, σε συνδυασμό με τις υγιείς διατροφικές συνήθειες, δεν αποτελούν το ελιξίριο της αιώνιας νεότητας, μας διασφαλίζουν ωστόσο μια ζωή υγιή και ισορροπημένη, άξια να τη ζήσει κανείς.

***

Σπύρος Μανουσέλης - efsyn