Ο Μονόλογος ενός Μετανάστη

07.11.2013
Ο Μονόλογος ενός Μετανάστη

Αυτός ο άνθρωπος καθόταν δίπλα μου, στο αεροδρόμιο. Φαινόταν ανήσυχος, στράβωνε και ξεστράβωνε τα πόδια του όλη την ώρα, έπαιζε με τα δαχτυλά του, σηκώθηκε κάμποσες φορές για να βγει έξω και να καπνίσει, να πάρει τηλέφωνο κάποιον που συνεχώς ψιθύριζε «Μα που είναι, γιατί δεν έρχεται;»…

Την ακατάπαυστη αγωνία του διαδέχθηκε μια συγκινητική αναδρομή.

Εκείνη την μέρα που έκανε τόσο κρύο και γω ήμουν με μπουφάν, εκείνος καθόταν με ένα πουκάμισο. Τον ρωτάω, πως και δεν κρυώνει και μετά πιάνουμε την κουβέντα. Μου λέει ότι γυρνάει στην πατρίδα. Στο Μπαγκλαντές.

Ήμουν ο τελευταίος αυτόπτης μάρτυρας της δικής του Οδύσσειας. Ήθελε απεγνωσμένα, να μιλήσει σε κάποιον για την δική του πορεία, τα όσα έζησε στην Ελλάδα, να κληροδοτήσει σε κάποιον την δική του αφήγηση. Μια αφήγηση με κεντρικό ήρωα, εκείνον.

Μου λέει που έκατσε δέκα χρόνια στην Ελλάδα. Η προφορά του είναι χαρακτηριστική, με έμφαση και παρεμβολές ερρινόληκτων ρημάτων. Πολύ εκφραστικός, εξιστορεί και κουνάει τα χέρια του όλη την ώρα. Γυρνάει στην πατρίδα για να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Στην Ελλάδα έκανε δύο δουλειές ταυτόχρονα. Δούλευε σε γκαράζ και σε βιοτεχνία ρούχων ως ράφτης. Ο καλύτερος φίλος του, ήταν ένας αστυνομικός. Επίσης έβρισκε τις Ελληνίδες πολύ ελκυστικές.

Σε κάποια στιγμή μου λέει με καημό, ότι ξέχασε να πάρει μαζί του ελληνικά τραγούδια γιατί δεν θέλει να ξεχάσει τα ελληνικά. Εντυπωσιάζομαι από την σκέψη του αυτή, ότι με τα τραγούδια θα διατηρούσε το γλωσσικό ερέθισμα ενεργό αλλά συγχρόνως αισθάνομαι μια τιμή και περηφάνια που η ελληνική γλώσσα κατέκτησε έναν ακόμη ομιλητή και οπαδό και μάλιστα από μια πολύ μακρινή χώρα όπως το Μπαγκλαντές.

Στην συνέχεια τον ρώτησα πως είναι τα πράγματα στην χώρα του. Λέει πως όλα είναι μια χαρά, πως υπάρχουν πολλά εργοστάσια που ο κόσμος βρίσκει δουλειές και ότι εκτελείται ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα ανάπλασης και αναβάθμισης της πρωτεύουσας Ντάκα που σκοπό έχει να την μετατρέψει σε κάτι αντίστοιχο της Σιγκαπούρης. Μου λέει κιόλας να αναζητήσω στο google, το σχέδιο ανάπτυξης και είναι βέβαιος πως θα εκπλαγώ.

Τον ρωτάω για τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια που μου προανέφερε γιατί ακούμε για αιφνίδιες υποχωρήσεις κτιρίων που στεγάζουν τις βιομηχανίες, εξαντλητικά ωράρια εργασίας και παιδική εργασία. Με μια δόση εξωραϊσμού, καταλήγει πως όλα είναι μια χαρά. Και οι μισθοί; Και οι μισθοί πολύ ικανοποιητικοί. Και τότε γιατί  εγκαταλείπετε την πατρίδα σας και έρχεστε τόσο μακριά; Γιατί μπορούμε να βγάλουμε περισσότερα χρήματα σε συντομότερο διάστημα.

Σε κάποιο σημείο απόρησα με τον καταιγισμό των ερωτήσεών μου, με ειδοποίησα πως ίσως του χαλάω το ταξίδι και παραιτήθηκα. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε ένας γραβατωμένος συμπατριώτης του με άλλους τριάντα περίπου. Κρατούσαν σακούλες που ανέγραφαν IOM (International Organization forMigration) (Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης). Όλοι τους επέστρεφαν στο Μπαγκλαντές για να ξανακάνουν μια νέα αρχή, όπως έκαναν όταν πρωτοήρθαν στην Ελλάδα.

Ήταν ένας μονόλογος. Δεν μίλησα καθόλου για μένα και ούτε με ρώτησε αν πρόκειται να ταξιδέψω ή αν περιμένω κάποιον ταξιδιώτη. Αλλά πιστεύω πως για δική του καλή τύχη, βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να ξετυλίξει τις δικές του μνήμες. Μιας και είμαι γιός μιας γυναίκας που κάποτε υπήρξε μετανάστρια και επίσης επειδή μεγάλωσα με την βοήθεια πολλών γυναικών από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ.

Οι γονείς μας εργάζονταν πολλές ώρες και εφόσον δεν υπήρχε βοήθεια από κάποιον παππού ή γιαγιά, μια γυναίκα στο σπίτι, ήταν μια επιλογή- μονόδρομος. Θυμάμαι πως όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου έφευγε έξι ώρα το πρωί από το σπίτι για να βρει να παρκάρει στο Γουδί και επέστρεφε στις 22.00 το βράδυ. Επομένως, εμάς μας ξύπναγαν, μας πήγαιναν στο σχολείο, μας έφερναν από το σχολείο, μας τάιζαν και μας φρόντιζαν αυτές οι γυναίκες. Πολλές φορές μάθαιναν ελληνικά μαζί μας, ενώ διαβάζαμε τα μαθήματά μας. Μάθαιναν για τον δίσκο της Φαιστού και την Μικρασιατική Καταστροφή, πάλι μαζί μας, όταν τους λέγαμε το μάθημα της ιστορίας. Εκείνες σε ανταπόδοση, μου μάθαιναν ρώσικα και έλεγαν ιστορίες από τις χώρες τους. Ορισμένες ήταν πολύ καλές γυναίκες, πολύ βασανισμένες, κουβαλούσαν μεγάλο πόνο μέσα τους και για αυτό τον λόγο τις αγαπούσα πολύ.

Η πρώτη γυναίκα που ήρθε να μας βοηθήσει ήταν η Μαρία από την Πολωνία. Θυμάμαι πως ήμουν φριχτά επιθετικός απέναντί της. Την τραβούσα όλη την ώρα από την μπλούζα και της φώναζα. Πιστεύω πως είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι ότι αντικαθιστούσε την μητρική φροντίδα και αυτό με είχε σοκάρει, με τρόμαζε και ξεσπούσα πάνω της. Η Μαρία ήταν μια έξοχη γυναίκα, πολύ καθαρή, βαθιά θρησκευόμενη, που δεν μιλούσε καθόλου ελληνικά και συνεχώς με πήγαινε βόλτα στα ρέματα της περιοχής μας. Μια μέρα της τηλεφώνησαν από την πατρίδα της και αυτομάτως ξέσπασε σε λυγμούς. Έτρεξε στην αγκαλιά της μητέρας μου, απαρηγόρητη. Η μικρή της κόρη είχε προσβληθεί από μηνιγγίτιδα. Για αυτό τον λόγο, επέστρεψε εσπευσμένα στην πατρίδα της και δεν την ξαναείδαμε.

Θυμάμαι την αγαπημένη μου Ράτκα από την Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας. Η Ράτκα στην χώρα της, ήταν ράφτρα. Είχε έναν μεγάλο γιό και μια μεγάλη κόρη. Ακόμα θυμάμαι την φωτογραφία που είχε στο κομοδίνο της. Όλες τους είχαν μια οικογενειακή φωτογραφία. Η Ράτκα στεκόταν με τα παιδιά της, εκείνη στην μέση, φορώντας ένα κόκκινο φόρεμα και ένα μαύρο πανωφόρι, ο γιός με κουστούμι και η κόρη με φουστάνι, μπροστά σε μια φούξια κουρτίνα.

Η Ράτκα ήταν το κάτι άλλο. Δουλευταρού, εύθυμη, προκομμένη. Μας έφτιαχνε συνέχεια κέικ με ελαιόλαδο και όχι βουτύρου και όταν δε της δώσαμε μια ραπτομηχανή, ξετρελάθηκε. Έγινε το μόνιμο, απογευματινό χόμπυ της. Έραψε κάμποσα φορέματα για την μητέρα μου και για μας παιδικές ποδιές για να μην λερωνόμαστε με το φαγητό. Η Ράτκα είχε σχεδιάσει και σε ένα χαρτάκι, την διεύθυνση του σπιτιού της στην Φιλιππούπολη, τον δρόμο που έπρεπε να πάρουμε για να την βρούμε, ένα κοντινό σουπερ μάρκετ και κάμποσες άλλες λεπτομέρειες. Τελικά δεν πήγαμε ποτέ στην Βουλγαρία και δεν την ξαναείδαμε. Αλλά την Ράτκα την αγαπώ πολύ ακόμα και θέλω να ξέρω πως περνάει καλά στην ζωή της και έχει εγγόνια.

Η Νάντια ήταν από το Λβιβ της Ουκρανίας. Στην Ουκρανία ήταν καθηγήτρια αγγλικών. Αυτό που θυμάμαι, ήταν πόσο πολύ λάτρευε τους φοίνικες. Όταν είχαμε πάει διακοπές στην Αργολίδα δεν σταματούσε να βγάζει φωτογραφίες τους φοίνικες. Επίσης το κλάμα που είχε ρίξει με την υποτίμηση του δολαρίου. Είχε όλα τα λεφτά της σε δολάρια και κείνο το καλοκαίρι εκτός από τα πλυντήρια, απλώναμε και μαξιλάρια που η Νάντια τα είχε κάνει μούσκεμα από το κλάμα. Έτρεχε με άγχος να δει το μεσημεριανό δελτίο στην τηλεόραση, να δει και άλλη υποτίμηση και να τρέξει αυτομάτως στο κρεβάτι της να πλαντάξει στο κλάμα. Εγώ που μουν δέκα χρονών προσπαθούσα να την παρηγορήσω αλλά μάταια. Επίσης είχε μια μανία να κλειδώνει, να θωρακίζει καλύτερα, την πόρτα του σπιτιού μόλις έφευγε. Πίεζε με δύναμη το εξωτερικό πόμολο, σε τέτοιο βαθμό που τα τακούνια της γλιστρούσαν, το κορμί της έπαιρνε κλίση 45 μοιρών με το δάπεδο και συνέχιζε να σπρώχνει μέχρι να βεβαιωθεί ότι η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα.

Αξεπέραστη ήταν και η Όλγα. Καταγόταν από την ίδια πόλη με την Νάντια. Η Όλγα μου είχε φέρει μια σειρά από κάρτες της πόλης της και εκεί κατάλαβα πόσο όμορφο μέρος είναι. Με την καταπληκτική όπερα του Λβιβ, διάφορα μοναστήρια με χρυσούς τρούλους, τα πάρκα γεμάτα από λουλούδια και αγάλματα και υπαίθριες αγορές που πουλούσαν είδη ξυλογλυπτικής και μικρά γυάλινα διακοσμητικά.

Η Όλγα ήταν υπεύθυνη μιας υπεραγοράς στο Λβιβ, είχε χηρέψει όταν ακόμα ήταν νέα και μεγάλωσε μόνη της τα δύο παιδιά της. Στην Ελλάδα είχε έρθει 130 κιλά αλλά σε διάστημα λίγων μηνών κατάφερε να γίνει μισή. Με αγαπούσε πολύ. Κάθε χρόνο, μας παίρνει τηλέφωνο να μας ευχηθεί για τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Ήταν εκπληκτική μαζί μας, πολύ τρυφερή και στοργική. Σε όλες τις φωτογραφίες μας έχει στην αγκαλιά της και σκύβει να μας φιλήσει στο μέτωπο.

Όλες αυτές οι γυναίκες είχαν ένα κοινό σημείο επαφής, έναν κοινό συνδετικό κρίκο. Σιχαίνονταν τον κομμουνισμό και το αλκοόλ. Οι πιο θαρραλέες δεν δίσταζαν να αποκαλύψουν ότι τα περισσότερα κομμουνιστικά μέλη του κομματικού μηχανισμού είναι νυν μαφιόζοι στις χώρες τους. Επίσης μισούσαν το αλκοόλ. Οι περισσότερες είχαν άντρες αλκοολικούς που πιθανολογώ ότι δημιουργούσαν πρόβλημα στο σπίτι, ίσως και να τις κακοποιούσαν. Για αυτό τον λόγο, ήταν φανερά αγωνίστριες και μαχητικές. Έκαναν πολύ αυστηρές οικονομίες για να αγοράσουν ένα τρενάκι για τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους και να τους το στείλουν με μια συμπατριώτισσα που θα άκουγαν ότι θα ανέβαινε στην  πατρίδα. Η μοναδική τους διασκέδαση ήταν οι Κυριακές που είχαν ρεπό. Τις περνούσαν στην Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια, διαβάζοντας εφημερίδες από την χώρα τους και κουβεντιάζοντας.

Στον αντίποδα, υπήρχαν και δύστροπες γυναίκες, καθόλου έντιμες και πονηρές που μπορούσαν να σου αδειάσουν το σπίτι σιγά σιγά. Από κουταλάκια του γλυκού μέχρι κανα κόσμημα.

Για αυτό κάθε άνθρωπος πρέπει να προσεγγίζεται ως μεμονωμένη, ξεχωριστή περίπτωση. Να μην βυθίζεται στις γενικεύσεις περί εθνών, θρησκειών και επαγγελματικών κατηγοριών.

Νομίζω πως η ελληνοιρανική μου καταγωγή και οι γυναίκες που με μεγάλωσαν σαν να ήμουν παιδί τους, ενίσχυσαν την άφοβη προσέγγισή μου με το «διαφορετικό». Για να πετύχεις την πρόσμειξη με το «διαφορετικό» χρειάζεσαι όρια, που να τηρούνται αυστηρά και αμοιβαίο σεβασμό.

Η πολυπολιτισμικότητα από μόνη της, αυτή κάθε αυτή, δεν εγγυάται καμία συνοχή και αρμονική συμβίωση. Για να πετύχει η συνταγή, πρέπει να σμιλεύσεις αρκετά το «εγώ» σου και να το απαιτήσεις και από τον άλλον. Για αυτό τον λόγο, οι βαρύγδουπες εξαγγελίες «Ναι στους Μετανάστες» ή «Έξω οι μετανάστες», μου είναι κατάφωρα αντιπαθητικές. Οι μετανάστες δεν είναι άμορφες μάζες πληθυσμών αλλά ανθρώπινα όντα με δικαιώματα και ευθύνες.

Δημοσιεύτηκε  από τον Nikolas Damon Papadimitriou 

Πηγή: authoringtools2011.blogspot.gr