Λέγεται "Διάβασμα μίσους» και οι Yew York Times αφιέρωσαν σε αυτό ένα ολόκληρο άρθρο στο Κυριακάτικο φύλλο τους. Είναι η εμμονή μας να συνεχίζουμε να διαβάζουμε απόψεις με τις οποίες διαφωνούμε και η να κοιτάζουμε σελίδες ατόμων που αντιπαθούμε, αλλά παρόλα αυτά δεν κάνουμε κάτι για να τα καθαρίζουμε από το timeline μας ή απλώς να μην τα ανοίγουμε.
«Είναι σαν να τσεκάρεις συνέχεια το instagram του πρώην σου ελπίζοντας να βρεις τα ντοκουμέντα που θα σε κάνουν να πονέσεις», λέει μια φίλη.
Σοβαροί κατά τα άλλα άνθρωποι παραδέχονται ότι επισκέπτονται λογαριασμούς ανόητων γνωστών, φίλων ή συναδέλφων απλώς και μόνο για την μαζοχιστική χαρά του να επιβεβαιώσουν την κακή άποψη που έχουν γι αυτούς.
«Υπάρχουν δεκάδες άτομα που θα έπρεπε να έχω διαγράψει στο facebook", ομολογεί στην εφημερίδα ένας 40άρης νεοϋορκέζος συγγραφέας, «μα είμαι τόσο αποσβολωμένος από το αδιάκοπο ποστάρισμά τους που παραμένω φίλος μαζί τους μόνο και μόνο για να δω εάν θα γράψουν για νιοστή φορά κάτι για το νέο βιβλίο τους ή το μωρό τους».
Το διάβασμα μίσους, που θεωρητικά θα μπορούσε να συμβαίνει και με ένα έντυπο, απαντάται συχνότερα στα κοινωνικά δίκτυα διότι εκεί τα διαβάσματά μας είναι πιο πολυσυλλεκτικά και όχι τόσο επιλεκτικά. Δεν τα επιδιώκουμε, αυτά εμφανίζονται προκλητικά μπροστά μας, σαν μια πληγή που θέλεις να πειράξεις.
«Συνήθως επιδίδομαι στο Hate reading αργά τα βράδια, όταν είμαι αναβλητική, μεθυσμένη ή βαριέμαι ή και τα 3 παραπάνω, λέει η writer του Zezebel Κέιτι Μπέικερ. «Όταν φύγω εν τέλει από το κομπιούτερ νιώθω σαν να έχω καταβροχθίσει μια σακούλα βουτυρωμένα ποπ κορν πριν καν ξεκινήσει η ταινία: έχω αναγούλα αλλά παρόλα αυτά δεν μπορώ να σταματήσω να γλύφω τα δάχτυλά μου για περισσότερο λίπος».
Πηγή: New York Times