Μάτση Χατζηλαζάρου - «Tu m’ abysses. Tu m’ oasis»

06.11.2015
Μάτση Χατζηλαζάρου - «Tu m’ abysses. Tu m’ oasis»

Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω

το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui»

μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου

και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου

το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα

έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα

πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα

πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα

και ό, τι θέλει ας γενεί

στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια

τι συνεννόηση θα’ χουμε αλλιώτικα

ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες

πως τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω

έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε

για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου

πάλι ό, τι βρω δικό σου

θα το φάω

θα το τραγανίσω

θα το καταπιώ

ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μου βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ’ το στόμα

θα’ θελα ν’ ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα της εκλογής μου μέρη

μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες

και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο του Λίβανου

αλλού πάλι να’ χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες αραδιασμένους χάμω

θα’ σου έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σου’ χω τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα

να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας φλογερά

και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο

θα’ θελα τότε οι κουβέντες μου να’ ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά

θα’ θελα μερικά από τ’ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε

(α εκείνες οι συμπαιγνίες)

να χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών

θα’ θελα να είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη

άλλοθι όλων των σύννεφων

θα’ θελα όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα

την ίδια ώρα που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν

θα’ θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής

που λέγεται «κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο»

θα’ θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία

και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο

θα’ θελα όποιοι και να’ ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου

εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια

και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες

να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει

βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα

μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας

οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε

θα' θελα μα πόσο θα' θελα ναι θα' θελα αμέσως τώρα τώρα

θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως

έμαθα στο Παρίσι

εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς

εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα

σ' ερωτεύω

σε ζηλεύω

σε γιασεμί

σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο

με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ

με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι

με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά

tu m' abysses

tu m' oasis

je te gougouch

je me tombeau bientôt

εσένα σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti

σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις

σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα

εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς

σε μίσχος

σε φόρμιγξ

με φλοισβίζεις

σε ζαργάνα α μ' αρέσει

δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω

απ' τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό-

γραμμά σου

tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire

je te Wellingtonia

je t'ocarina

εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο

εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος

σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε

εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα

σ' έχω μαύρο λιοντάρι

σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό

εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω

εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello

εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-

λούλουδου

εσύ κένταυρου ζέση

εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία

je te ouf quelle chaleur

tu m' accèdes partout presque

je te glycine

εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει

εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το' χουμε αλαζονήσει

και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ

εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες

εσύ σελίδα μου

εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου

σε ανοίγω συρτάρια

πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές

σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα

δίχως τέλος λυπάμαι

σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου

σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε

σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια

σε ακούω από δω από κει

σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα

σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε

όλα δεν τα' χω πει

ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ

 

Μάτση Χατζηλαζάρου, Αντίστροφη Αφιέρωση,

7.2.1985, Το τελευταίο ποίημα της Μάτσης Χατζηλαζάρου για τον Αντρέα Εμπειρίκο

 matsi xatzilazarou antistrofi afierosi3

Ο Εμπειρίκος πεθαίνει το 1975 και δέκα χρόνια μετά η Μάτση θα γράψει την «Αφιέρωση». Τι μπορεί να έκανε την 71χρονη τότε Μάτση να γράψει αυτό το ποίημα, μετά από τόσα χρόνια; Όπως ανέφερε η ίδια στην συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία»: «Είχα μια κουβέντα μια μέρα με την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και της είπα: «Ίσως είμαστε πολύ εγωιστές, και όχι όσο πρέπει γενναιόδωροι όταν έχουμε ένα παράπονο με κάποιον». Το αναμόχλευσα αυτό μέσα μου και σκέφτηκα ότι έδειξα τρομερή έλλειψη γενναιοδωρίας μ' ένα πρόσωπο. Η «Αντίστροφη αφιέρωση βγήκε σαν ένα ευχαριστήριο...»   (Πηγή: lifo.gr)

 matsi xatzilazarou antistrofi afierosi large

Η ποιήτρια Μαρία (Μάτση) Λουκία Χατζηλαζάρου γεννήθηκε το 1914. Ήταν κόρη πλούσιου εμπόρου της Θεσσαλονίκης, που στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο κατέφυγε με την οικογένεια του στην Νότιο Γαλλία και την Ρώμη και το 1919 επέστρεψε στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πληροφορίες της Άντειας Φραντζή, ήταν, γεγονός σύνηθες στις εύπορες οικογένειες τότε, η κόρη τους να είναι «κατ΄οίκον διδαχθείσα» αν και τα οικονομικά της οικογενείας έβαιναν προς την οικονομική καταστροφή, λόγω της εξάρτησης των γονιών της από την μορφίνη που τους οδήγησε τελικά και τους δύο στον θάνατο, το 1934.

Ήδη όμως η Μάτση 17 ετών, ήταν παντρεμένη με τον Καρλ Σούμαν και εργαζόταν σε κατάστημα στην Αθήνα. Ο γάμος αυτός οδηγείται σε διαζύγιο το 1936 και μετά ένα χρόνο παντρεύεται τον γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων Σπύρο Τσαούση. Αλλά και αυτός ο γάμος δεν θα κρατήσει πάνω από ένα χρόνο. Η Μάτση μετά τους δύο αποτυχημένους γάμους και την οικογενειακή της τραγωδία, καταφεύγει το 1938 στον Ανδρέα Εμπειρίκο να την βοηθήσει με την νέα για την εποχή θεραπεία της ψυχανάλυσης, στην οποία ήταν πρωτοπόρος. Τελικά όμως οι συναντήσεις τους καταλήγουν σε φλογερό έρωτα και σε γάμο τον Ιούλιο του 1940.

Ο Εμπειρίκος θα την μυήσει στην ποίηση και η πρώτη ποιητική συλλογή της Μάτσης Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου) θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ίκαρος το 1944.

Ήδη όμως όταν εκδόθηκε ,η Μάτση είχε χωρίσει από τον Εμπειρίκο το 1943 και είχε γίνει ερωμένη του Ανδρέα Καμπά.

Το 1946 βγαίνει το διαζύγιο της Μάτσης με τον Εμπειρίκο ο οποίος μετά ένα μήνα παντρεύεται την Βιβίκα Ζήση με την οποία απέκτησε και τον γιό του και έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατο του.

Ήδη όμως η Μάτση , που υμνούσε τον έρωτα στην ποίηση αλλά και στην ζωή, έχει χωρίσει και από τον Ανδρέα Καμπά και έχει συνδεθεί με τον ζωγράφο Javier Vilato,ανεψιό του Πικάσσο με τον οποίο έζησε μαζί 8 χρόνια μέχρι το1956.

Η πολυτάραχη αυτή γυναίκα γύρισε στην Ελλάδα το 1958 αφού εν τω μεταξύ συνδέθηκε και με τον Καστοριάδη .

Πέθανε στην Αθήνα το 1987. (Πηγή: atheofobos2)